Την τελευταία δεκαετία οι ευρωπαϊκές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων και των κυπριακών τραπεζών, λειτουργούν σε ένα παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και χαμηλής ή μηδενικής κερδοφορίας. Το γεγονός της ύπαρξης χαμηλών επιτοκίων οφείλεται αρχικά στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ακολούθως στην κρίση του ευρώ και μετά στην πανδημία covid-19. Λόγω αυτών των δεδομένων, θεωρώ σημαντικό να αναφερθώ σε κάποιες επισημάνσεις που αφορούν τις κυπριακές τράπεζες, τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν και προς ποια κατεύθυνση αναμένεται ότι θα κινηθούν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Όλα αυτά εμμέσως άπτονται και της συζήτησης που γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες για τις αλλαγές στις χρεώσεις και τον περιορισμό του δικτύου καταστημάτων των τραπεζών.
Οι ιδιάζουσες οικονομικές συνθήκες που ανέφερα πιο πάνω αλλά και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας (fintechs) ωθούν τις τράπεζες να προβούν σε τομές, να επαναπροσδιορίσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και τη στρατηγική τους, να διαφοροποιήσουν τις εργασίες τους και να αναπτύξουν καινοτόμα προϊόντα που να ικανοποιούν τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις των πελατών τους. Προς τούτο, η ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, και πιο συγκεκριμένα ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ) ο οποίος εποπτεύει τις τράπεζες της Ευρωζώνης, έχει θέσει ως μία από τις προτεραιότητές του για το 2022 τη μείωση του λειτουργικού κόστους των τραπεζών. Μάλιστα, στα πλαίσια του εποπτικού ελέγχου, υποδεικνύει στις τράπεζες ότι ο τρόπος που θα πρέπει να μειώσουν τα λειτουργικά έξοδα είναι διαμέσου της παροχής εναλλακτικών τραπεζικών υπηρεσιών με τη χρήση της τεχνολογίας και της μετάβασης σε νέες ψηφιακές λύσεις εξυπηρέτησης πελατών και διενέργειας συναλλαγών. Επιπλέον, ο ΕΕΜ αναφέρει ότι τράπεζες με διευρυμένο δίκτυο καταστημάτων θα πρέπει να προβούν σε ψηφιακό μετασχηματισμό, ώστε να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας, να επωφεληθούν από εξοικονομήσεις και να βελτιώσουν την προοπτική επιβίωσής τους σε ένα ολοένα και περισσότερο ψηφιακό και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Οι κυπριακές τράπεζες λειτουργούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δη στην Ευρωζώνη και εποπτεύονται από την ΕΚΤ και τον ΕΕΜ στη βάση ίδιων κοινών κανονισμών και κριτηρίων που ισχύουν για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ανεξαρτήτως μεγέθους και δραστηριοτήτων. Συνεπώς, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται και να καταστούν ανταγωνιστικές σε σχέση με τις τράπεζες αντίστοιχου μεγέθους άλλων χωρών. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας covid-19, η χρήση του διαδικτύου και η εξυπηρέτηση πελατών μέσω εναλλακτικών καναλιών, πέραν των τραπεζικών καταστημάτων, ξεπερνά το 80% των συναλλαγών. Όλες αυτές οι επενδύσεις επιφέρουν σημαντικό κόστος και όπως κάθε άλλη επιχείρηση είναι αναγκασμένες να διαχειριστούν ορθολογιστικά το κόστος της λειτουργίας και παροχής των υπηρεσιών που προσφέρουν λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους που ισχύουν στο περιβάλλον που δραστηριοποιούνται. Η αύξηση του κόστους παροχής υπηρεσιών (κεφάλαια, κανονιστική συμμόρφωση, αναφορές, τεχνολογική αναβάθμιση, προσωπικό κ.α.), ιδιαίτερα σε μια περίοδο μηδενικών ή σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, πλεονάζουσας ρευστότητας και χαμηλής κερδοφορίας, αναπόφευκτα επιφέρει και την ανάλογη προσαρμογή στην τιμολόγηση των υπηρεσιών στη βάση της στρατηγικής κάθε τράπεζας. Η λειτουργία ενός τραπεζικού καταστήματος έχει υψηλό κόστος και δεν θεωρείται τόσο σημαντικό όπως τα προηγούμενα χρόνια αφού η επικοινωνία και η εξυπηρέτηση του πελάτη γίνεται πλέον διαμέσου εναλλακτικών καναλιών. Είναι για αυτόν τον λόγο που οι τράπεζες ενθαρρύνουν τους πελάτες, όπου είναι δυνατόν, να χρησιμοποιούν τις νέες εναλλακτικές μεθόδους διεκπεραίωσης των συναλλαγών τους χωρίς να χρειάζεται η φυσική επίσκεψη σε κάποιο κατάστημα και με σημαντικά χαμηλότερη ή και καθόλου χρέωση για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Είναι βεβιασμένο να μιλήσουμε σήμερα για το τέλος του τραπεζικού καταστήματος αλλά σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για την αρχή μιας νέας εποχής, σίγουρα πιο ψηφιακής και εξυπηρέτησης με τη χρήση της τεχνολογίας.
Οι αλλαγές που γίνονται και αυτές που ακολουθούν δε θα είναι προσωρινές. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να προσαρμοστούν και να ακολουθήσουν τις ευρωπαϊκές τάσεις και τις εποπτικές εκκλήσεις ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στο πολύπλοκο, ανταγωνιστικό και ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν και δραστηριοποιούνται.
*Ανώτερος Διευθυντής Συνδέσμου Τραπεζών