Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη. Είναι καθόλα παράνομη και καταδικαστέα, με ήδη τραγικές συνέπειες επί του εδάφους. Ο Γενικός Γραμματέας των ΗΕ περιέγραψε την κατάσταση ως μια «δοκιμασία» των Ηνωμένων Εθνών αλλά και «ολόκληρου του διεθνούς συστήματος». Είναι μια εξέλιξη που αν εδραιωθεί ως νόρμα επέμβασης και δικαίωμα αναδιαμόρφωσης κρατών για προληπτικούς λόγους εθνικής ασφάλειας, θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στο διεθνές σύστημα.
Ειδικά στη βάση της αιτιολόγησης που έχει δοθεί από το Κρεμλίνο, η Ρωσική εισβολή και η εργαλειακή αναγνώριση αποσχισθέντων περιοχών, δεν παραβιάζει απλά θεμελιώδεις αρχές των διεθνών σχέσεων, όπως η απαγόρευση χρήσης βίας και η εδαφική ακεραιότητα, αλλά στοχεύει επίσης να αναθεωρήσει την υπόσταση και τα δικαιώματα ενός βασικού υποκειμένου του διεθνούς συστήματος. Συγκεκριμένα, αναθεωρεί τους λόγους ύπαρξης ενός κυρίαρχου κράτους που η ίδια η Ρωσία έχει αποδεχθεί και αναγνωρίσει ως διάδοχο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης με εκ των υστέρων αιτιάσεις πολιτισμικής συγγένειας, «λανθασμένων» ιστορικών συμφωνιών και ανάγκης διατήρησης της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων.
Αν γίνει αποδεκτή η λογική της ηγεμονικής αναθεώρησης της κυριαρχικής υπόστασης ενός κράτους ουσιαστικά νομιμοποιείται η δυνατότητα των πιο ισχυρών κρατών να επαναχαράξουν τον παγκόσμιο χάρτη στη βάση των δικών τους προτύπων και συμφερόντων. Επιστρέφουμε, με άλλα λόγια, σε αποικιακά και ιμπεριαλιστικά μοτίβα, που κυριαρχούσαν από το τέλος του 15ου αιώνα μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, τα οποία τουλάχιστον σε κανονιστικό επίπεδο και εντός του συστήματος των ΗΕ τα έχουμε απορρίψει με την αποδοχή της αρχής της αυτοδιάθεσης. Το διακύβευμα είναι τεράστιο, και δεν πρέπει να απωλέσουμε τα νομικά και ηθικά δικαιώματα που έχουν κερδηθεί – παρόλες τις δυσκολίες εφαρμογής τους – τα τελευταία 100 χρόνια.
Θα αναφέρω επιγραμματικά κάποια συγκεκριμένα ζητήματα που εγείρονται, και που πρέπει να μας απασχολούν ως παγκόσμιους πολίτες, αλλά και σε σχέση με το Κυπριακό.
(1) Στάτους Κρατών «Συναλλαγής» και «Συνδιαλλαγής»: Η Ρωσική αναθεώρηση παρουσιάζει τις πολιτικές διεργασίες και συνδιαλλαγές εγκαθίδρυσης κρατών ως νομικά έολες. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος Πούτιν στο διάγγελμα του στις 21 Φεβρουαρίου 2021, ρητά αναφέρει πως «πολιτικοί παράγοντες, όσο σημαντικοί και επωφελείς και αν είναι κάποια στιγμή, δεν μπορούν και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως βασικές αρχές δημιουργίας κράτους». Από αυτή την οπτική βλέπει την Ουκρανία ως ιστορικο-πολιτικό αλλά και νομικό σφάλμα. Ήταν λάθος της πολιτικής των Μπολσεβίκων, ένα αρχιτεκτονικό δημιούργημα του Λένιν ως συναλλαγή για την εδραίωση της κομμουνιστικής επανάστασης. Ως αποτέλεσμα οι Σοβιετικές συνταγματικές πρόνοιες που δημιούργησαν το ανεξάρτητο Ουκρανικό κράτος, όπως και οι συμφωνίες που το αναγνώρισαν διεθνώς, ως δια μαγείας αναιρούνται και αποθεμελιώνουν την Ουκρανική κυριαρχία.
Φυσικά, η μη-αναγνώριση ή αποαναγνώριση κρατών που είναι κράτη μέλη των ΗΕ δεν είναι κάτι καινούργιο στο διεθνές σύστημα. Το τι είναι νεοφανές, τουλάχιστον σε σχέση με τη διεθνή τάξη πραγμάτων μετά το 1945, είναι ένα προκάτοχο κράτος (η Ρωσική Ομοσπονδία ως διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης) από το όποιο δημιουργήθηκε συναινετικά ένα άλλο διάδοχο κράτος (η Ουκρανία), να θεωρεί πλέον ότι οι διεθνώς κατοχυρωμένες πράξεις και συνθήκες είναι νομικά εσφαλμένες, επειδή έχουν δήθεν παρεισφρήσει «πολιτικοί παράγοντες». Ως και να μην υπάρχουν πάντοτε πολιτικοί παράγοντες και συναλλαγές όσον αφορά τη δημιουργία κρατών.
Τι σημαίνει αν αυτός ο συλλογισμός επεκταθεί στα κράτη που έχουν δημιουργηθεί μέσα από τις διαδικασίες αποαποικιοποίησης; Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού εκ διαμέτρου αντίθετων εθνικών διεκδικήσεων. Βασικά, αυτή η Ρωσική αναθεώρηση δίνει τη δυνατότητα στην (περιοδικά) πιο ισχυρή πλευρά να αλλάξει μονομερώς τη συμφωνία δημιουργώντας άλλους κρατικούς σχηματισμούς. Δεν χρειάζεται να εξιδανικεύουμε το κράτος. Μπορεί πράγματι η εγκαθίδρυση νέων κρατών να δημιουργεί προβλήματα και αδικίες επί του εδάφους, και τα οποία πρέπει να τύχουν επαναδιαπραγμάτευσης, διεθνούς διαχείρισης, η ακόμη και συλλογικών επεμβάσεων. Όμως, η δυνατότητα του ισχυρού να επεμβαίνει μονομερώς και να αναιρεί εντελώς τη νομική υπόσταση και τους λόγους ύπαρξης ενός κράτους παίρνει το διεθνές σύστημα πολύ πίσω.
(2) Αυτοδιάθεση ως Ιμπεριαλιστική Αλληλεγγύη: Στο ίδιο διάγγελμα ο Πούτιν αναφέρει πως «η Ουκρανία δεν είναι απλά μια γειτονική χώρα για μας. Είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας, του πολιτισμού και του πνευματικού μας χώρου». Οι άνθρωποι που ζουν στην Ουκρανία, μας λέει ο Πούτιν, δεν είναι απλά φίλοι, σύντροφοι και συνεργάτες μας, αλλά «συγγενείς, με τους οποίους συνδεόμαστε αιματικά, με οικογενειακούς δεσμούς». Αιματική συγγένεια η οποία δημιουργεί αλληλεγγύη (επιλεκτικά) και απαιτεί οικογενειακή συμμόρφωση η απουσία της οποίας τελικά τιμωρείται παραδειγματικά.
Αυτή η προσέγγιση διαστρεβλώνει την αρχή της αυτοδιάθεσης, μέσα από την οποία οι λαοί και τα έθνη αυτοπροσδιορίζονται και μπορούν να διεκδικούν αυτονομία ή/και κρατική κυριαρχία από «ξένες» δυνάμεις. Η Ρωσική αναθεώρηση της αυτοδιάθεσης δημιουργεί μια άνιση και εκ των άνω άποψη που σαφέστατα ευνοεί το μητροπολιτικό κέντρο, το όποιο καθορίζει που, πότε και μέσα σε ποια εδαφικά όρια δίνεται η αυτονομία ή/και η κρατική υπόσταση. Δηλαδή, θα δώσουμε στην Ουκρανία κυριαρχική αναγνώριση, την οποία όμως μπορούμε να αναθεωρήσουμε αναλόγως των εξελίξεων. Επίσης, μέσα από τη δημιουργία τετελεσμένων, μπορούμε να τεμαχίσουμε και να εφαρμόσουμε την αυτοδιάθεση σε συγκεκριμένες περιοχές της Ουκρανίας που εμείς επιλέγουμε, όπως είναι η Κριμαία, το Ντονέτσκ, το Λούχανσκ, κτλ.
Δεν ισχύει φυσικά το ίδιο με περιοχές του Βορείου Καυκάσου, δηλαδή εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που δεν είναι «συγγενείς» με τους Ρώσους αλλά έχουν πολιτισμικούς και πνευματικούς δεσμούς με άλλες μητροπόλεις, π.χ. την Τουρκία. Από αυτή την οπτική, αν το επεκτείνουμε, όταν ο πρόεδρος Ερντογάν προτάσσει στον διπλωματικό του λόγο «τα σύνορα της καρδιάς μας» ακριβώς διασυνδέει τα συλλογικά δικαιώματα «λαών» και «περιοχών» στα Βαλκάνια, στον Κάυκασο, στην Κύπρο, στη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, τα οποία καθορίζει το μητροπολιτικό κέντρο ως πολιτισμικά συγγενικά. Αναλόγως της περίπτωσης και διεκδίκησης, μπορεί να τύχουν αυτοί οι «συγγενείς» Τουρκικής επεμβατικής βοήθειας και αλληλεγγύης, ακόμη και δικαιώματος απόσχισης και αυτοδιάθεσης όπως στην περίπτωση των Τουρκοκυπρίων. Αντίθετα, φυσικά, με την απόλυτα ομοιογενή και αδιαίρετη αυτοδιάθεση που πρέπει να ισχύει στην εσωτερική επικράτεια της Τουρκίας.
(3) Περιορισμένη Κυριαρχία και Προνομιακές Εγγυήσεις Ασφαλείας: Ο Πούτιν επίσης αναφέρει στο διάγγελμα του για τη μη αποδοχή από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να υπογραφεί μια συνθήκη «εγγυήσεων ασφάλειας» που ζήτησε η Ρωσία. Η ανησυχία της Ρωσίας όσον αφορά την πιθανή εισδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι εν μέρει κατανοητή, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη διαβεβαιώσεις που πήρε σε διάφορες περιόδους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ότι δεν θα γινόταν επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά ή ανάπτυξη συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη. Ο κυνισμός όμως με τον οποίο καταγγέλλονται από Ρωσικής πλευράς «οι πολύ γνωστές φόρμουλες ότι κάθε κράτος δικαιούται να επιλέγει ελεύθερα τρόπους για να εξασφαλίσει την ασφάλειά του ή να ενταχθεί σε οποιαδήποτε στρατιωτική ένωση ή συμμαχία» είναι καταπληκτικός. Αυτό και αν δημιουργεί υποδιαίστερα κράτη τα οποία παρόλο που θεωρούνται νομικά ως ίσα έχουν τελικά λιγότερα δικαιώματα όσον αφορά την άμυνα και την ασφάλεια τους.
Η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι οι εγγυήσεις ασφάλειας που δόθηκαν στην Ουκρανία όταν συναίνεσε να αποπυρηνικοποιηθεί δεν είχαν τελικά κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Το Μνημόνιο τη Βουδαπέστης που συνυπέγραψαν οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο το 1994, και επιβεβαίωνε την πλήρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, και την υποχρέωση να μην υπόκειται η Ουκρανία σε εξαναγκασμό, απειλές ή χρήση βίας, θεωρήθηκε μαλακό δίκαιο και μη εφαρμόσιμο. Δεν σταμάτησε την προσάρτηση της Κριμαίας, ούτε την πρόσφατη Ρωσική εισβολή.
Εδώ είναι ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με το Κυπριακό. Η Ρωσία απαιτεί εγγυήσεις που περιορίζουν την Ουκρανία και θεωρεί ότι διατηρεί δικαίωμα επέμβασης – δηλαδή περίπου όπως δόθηκαν στις Εγγυήτριες Δυνάμεις στην Κύπρο. Από την πλευρά της Ουκρανίας, οι εγγυήσεις που λαμβάνει δεν ελέγχονται νομικά και δεν της δίνουν κάποιο δικαίωμα επέμβασης στη Ρωσία αν παραβιαστούν – όπως ούτε φυσικά στην περίπτωση της Κυπριακή Δημοκρατίας. Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αν αυτήν την κρατική ανισότητα προσπαθούμε να θεραπεύσουμε στην Κύπρο – δηλαδή, να δοθούν μεν εξασφαλίσεις που να ελέγχονται νομικά, χωρίς όμως επεμβατικά δικαιώματα – είναι ακριβώς το αντίθετο που προσπαθεί να διασφαλίσει ο Ρωσικός αναθεωρητισμός στην Ουκρανία. Δηλαδή, ζητά η Ρωσία να καλυφθούν μόνο τα δικά της ζητήματα ασφάλειας, με δυνατότητα επέμβασης στην Ουκρανία όποτε κρίνει η ίδια ότι υπάρχουν ζητήματα Ρωσικής εθνικής ασφάλειας ή ασφάλειας των ομοεθνών της.
Σε σχέση με την εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία, ο Γενικός Γραμματέας των ΗΕ σωστά πρόταξε δείχνοντας τη Ρωσία ότι οι «αρχές του Καταστατικού Χάρτη των ΗΕ δεν είναι α λα καρτ». Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνο η Ρωσία που προσεγγίζει τις αρχές των ΗΕ κατά το δοκούν και συμφεροντολογικά. Είναι πασιφανές, ότι και άλλα ισχυρά κράτη χρησιμοποιούν το διεθνές δίκαιο επιλεκτικά για να εισβάλουν σε άλλα και να δημιουργήσουν τετελεσμένα. Ενώ βλέπουμε την Ουκρανική τραγωδία να εξελίσσεται, και εν μέσω πιέσεων και κυρώσεων για να σταματήσει η αιματοχυσία και να υποχωρήσουν τα Ρωσικά στρατεύματα, το τι δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό είναι η νομιμοποίηση και κανονικοποίηση του ιμπεριαλιστικού αναθεωρητισμού. Αν αυτό γίνει αποδεκτό μέσα από την εξαναγκαστική και κυνική διπλωματία, θα οδηγηθεί το διεθνές σύστημα – παρόλα τα προβλήματα ανισότητας και εφαρμογής του διεθνούς δικαίου που ήδη υπάρχουν – σε ακόμη πιο άνισες και παρωχημένες νόρμες διακυβέρνησης.
*Ο Κώστας Μ. Κωνσταντίνου είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου