Η Κύπρος, όπως και όλη η Ευρώπη, αντιμετωπίζουν μία μοναδικά δύσκολη οικονομική συγκυρία. Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην ανάπτυξη, εμφανίστηκαν πριν οι ευρωπαϊκές οικονομίες καταφέρουν να ανακτήσουν την αναμενόμενη δυναμική τους μετά την οξεία φάση της πανδημίας. Στην αύξηση του πληθωρισμού ως αποτέλεσμα των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού λόγω πανδημίας, προστέθηκε η περαιτέρω αύξηση των τιμών ενέργειας και ειδών διατροφής λόγω του πολέμου που οδήγησαν τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ σε ιστορικά ψηλά επίπεδα κατά το 2022.
Τόσο για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και για πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες, η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και η συνεπακόλουθη αύξηση των επιτοκίων ήταν μονόδρομος για την τιθάσευση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Επισημαίνεται παράλληλα ότι η όποια δημοσιονομική στήριξη για ελάφρυνση των επιπτώσεων από τις σημαντικά αυξημένες τιμές, θα πρέπει να είναι προσωρινή και καλά στοχευμένη προς τα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί απρόσκοπτα ο στόχος της νομισματικής πολιτικής για επάνοδο της σταθερότητας των τιμών, η οποία διασφαλίζει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και ένα ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον.
Η κυπριακή οικονομία, παρά τις αρνητικές γεωπολιτικές οικονομικές εξελίξεις, παρουσιάζεται μέχρι στιγμής αρκετά ανθεκτική. Συγκεκριμένα, καταγράφεται σημαντική μεγέθυνση κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2022, αν και οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου αναμένεται να διαφανούν εντονότερα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023. Η στήριξη στην εγχώρια ζήτηση προήλθε από τις προγραμματισμένες επενδύσεις, την επαναλειτουργία της οικονομίας μετά την οξεία φάση της πανδημίας, τη θετική πορεία των οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό και τη συνεχιζόμενη εισροή ξένων εταιρειών ιδιαίτερα στους τομείς της τεχνολογίας.
Εξίσου σημαντικό παράγοντα για την ανθεκτικότητα της κυπριακής οικονομίας αποτελεί και η ψηλή προσαρμοστικότητα που επιδεικνύει το τραπεζικό μας σύστημα, ως αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού του που συντελείται τα τελευταία χρόνια με μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Μεταξύ άλλων, αξιοσημείωτη είναι η μείωση που παρουσίασε ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων με την προσπάθεια να συνεχίζεται έστω και σε μικρότερη κλίμακα.
Φυσικά σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Μπορεί μεν τα τραπεζικά ιδρύματα να έχουν άμεσα θετικό αντίκτυπο στα έσοδά τους, όμως οι ανησυχίες για επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου παραμένουν. Σχετικές είναι και οι προειδοποιήσεις που εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του 2022 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, σχετικά με τις ευπάθειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης όπου αναφέρεται ότι οι τιμές των οικιστικών και εμπορικών ακινήτων, οι οποίες επιδεικνύουν σημάδια υπερεκτίμησης σε ορισμένες χώρες, ενδέχεται να υποτιμηθούν εντός ενός περιβάλλοντος αυξανόμενων επιτοκίων, οδηγώντας σε νέες αθετήσεις και στην ανάγκη ανάληψης επιπλέον προβλέψεων.
Είναι ύψιστης σημασίας η έγκαιρη διαχείριση από τις τράπεζες των οφειλετών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες μέσω της ταχείας χορήγησης βιώσιμων αναδιαρθρώσεων για την αποτροπή ενός νέου κύματος αθετήσεων.
Τέλος, η ανάγκη προώθησης των νέων τεχνολογιών από τα πιστωτικά ιδρύματα καθίσταται αυτονόητη, ειδικά στη μετά πανδημίας εποχή που πολλές καταναλωτικές και οικονομικές συνήθειες έχουν αλλάξει. Αυτό όχι μόνο θα δημιουργήσει νέα κανάλια κερδοφορίας αλλά θα εξορθολογήσει τη δομή κόστους, κάτι που είναι ζητούμενο για τον εγχώριο τραπεζικό τομέα εδώ και μία δεκαετία. Ταυτόχρονα όμως επιφέρει και κινδύνους και ως εκ τούτου θα πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα να αναπτύξουν τα απαραίτητα συστήματα και τεχνογνωσία που θα τους ελαχιστοποιήσουν.
Ο κυπριακός τραπεζικός τομέας είναι πλέον εξοικειωμένος στη διαχείριση κρίσεων. Η έγκαιρη και αποτελεσματική εκπόνηση πλάνων δράσης από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, για περιπτώσεις όπως τα λιβανέζικα υποκαταστήματα ή το ζήτημα της RCB, αποδεικνύει τα μεγάλα βήματα που έχουν γίνει και την ικανότητα να εξομαλύνουμε δύσκολες καταστάσεις προς όφελος της κυπριακής οικονομίας. Η εμπειρία αυτή θα μας επιτρέψει να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε.