Τι θα συνέβαινε, σήμερα, αν ο Ιωσήφ, η Παρθένος Μαρία, και ο νεογέννητος Ιησούς αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Παλαιστίνη ως πρόσφυγες; Πόσο ευπρόσδεκτοι θα ήταν σε πλούσιες δημοκρατικές χώρες, των οποίων η κοινή γνώμη είναι επιφυλακτική, φοβισμένη, ακόμα και εχθρική απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ πολιτικοί ηγέτες δηλητηριάζουν το δημόσιο λόγο με εχθροπαθές λεξιλόγιο; (Ελάχιστο δείγμα: οι μετανάστες είναι «ζώα»· «οι χειρότεροι εγκληματίες στον κόσμο» (Τραμπ). «Η χώρα υφίσταται ένα άτυπο λαθρο-εποικισμό» (Σαμαράς)).
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος (2:13) αναφέρει ότι, μετά την επίσκεψη των Μάγων στον νεογέννητο Ιησού, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στο όνειρο του Ιωσήφ, προτρέποντάς τον να πάρει την οικογένειά του στην Αίγυπτο. Ο Ηρώδης, τρομοκρατημένος με την είδηση ότι γεννήθηκε ο βασιλιάς της Ιουδαίας, θα αναζητούσε το βρέφος για να το σκοτώσει. Ο Ιωσήφ πρόθυμα υπάκουσε. Οι πρώτες εμπειρίες του Ιησού ήταν προσφυγικές.
Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία της προσφυγιάς. Η Αγία Γραφή βρίθει αναφορών εκτοπισμού. Όπως αναφέρει ο φιλόσοφος-θεολόγος Βαρνάβας ΄Ασπρεϊ, «κάθε μείζων χαρακτήρας στην Παλαιά Διαθήκη βίωσε βίαιο εκτοπισμό». Οι πρωτόπλαστοι, ο Δαβίδ, ο Μωυσής, ο Αβραάμ λ.χ. αναγκάζονται να ζήσουν μακριά από την εστία τους. Ο Θεός θυμίζει στους Ισραηλίτες ότι «η γη ανήκει σ’ εμένα κι εσείς είστε σαν ξένοι που τους δόθηκε η άδεια να την κατοικούν» (Λευιτικό, 25:23). Ο Απόστολος Πέτρος απευθύνεται στους χριστιανούς ως ξένους και προσωρινά διαμένοντες – «παροίκους καὶ παρεπιδήμους» (Α, 2:11). Παρομοίως, στην «Επιστολή προς Διόγνητον», ένα ανώνυμο πρωτο-χριστιανικό κείμενο του 2ου αιώνα, οι χριστιανοί περιγράφονται ως «πάροικοι» και «ξένοι». «Πατρίδα τους έχουν έναν ορισμένο τόπο, αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα ως πολίτες και όλα τα υπομένουν ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος» (V:5).
Ο χριστιανός διατηρεί αποστάσεις ακόμα και από την πιο οικεία εστία – την πατρίδα. Δεν νοιώθει άνετα στον γήινο κόσμο της Πτώσης, πασχίζοντας να υπάγει τον εαυτό του στο λόγο του Κυρίου. «Μη συμμορφώνεστε με τον κόσμο τούτο», συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος (Προς Ρωμαίους, 12:2), «αλλά συνεχώς να μεταμορφώνεστε με την ανακαίνιση του νου σας, ώστε να εξακριβώνετε και να διακρίνετε ποιο είναι το θέλημα του Θεού».
Η ιδιοκτησιακή προσκόλληση στην πατρογονική εστία συνιστά μορφή ειδωλολατρίας, ωθώντας στην απομάκρυνση από το Θεό. Αν θεωρούμε τον ξένο βάρος, ενόχληση και εισβολέα είναι γιατί έχουμε ξεχάσει ότι, υπαρξιακά, όλοι είμαστε «πάροικοι». Η υπενθύμιση της προσφυγιάς λειτουργεί διορθωτικά στην ειδωλοποίηση της συνήθειας, της βολής, και της οικειότητας.
Στον πρόσφυγα και τον μετανάστη συμπεριφερόμαστε με συμπόνοια γιατί θυμόμαστε τη δική μας υπαρξιακή ξενότητα. Γράφει το Λευιτικό (19:34-35): «Αν κάποιος ξένος έρθει να μείνει μαζί σας στη χώρα σας, μην τον εκμεταλλευτείτε. Να του φέρεστε όπως σ’ έναν συμπατριώτη σας· να τον αγαπάτε σαν τον εαυτό σας, γιατί κι εσείς ξένοι ήσασταν στην Αίγυπτο».
Η υπενθύμιση της πρωταρχικής ξενότητας ενθαρρύνει το άνοιγμα στον Άλλο - μοιραζόμαστε την ανεστιότητα του πρόσφυγα και του μετανάστη. Η υπόμνηση της ευαλωτότητας δημιουργεί χώρο μέσα μας για ψυχική σύνδεση. Αναγνωρίζουμε τον Άλλο ως διαφορετικό και, συγχρόνως, ίδιο με μας. Επειδή είμαστε ίδιοι, του οφείλουμε τον σεβασμό που αναμένουμε κι εμείς από άλλους. Καθότι διαφορετικοί, δεν τον εντάσσουμε στα ήδη διαμορφωμένα σχήματά μας αλλά διευρύνουμε το νοητικό ορίζοντά μας, ανα-θεωρώντας τον εαυτό μας. Σχετιζόμενοι μαζί του τροποποιούμε τις μέχρι τώρα αντιλήψεις μας χάριν της σχέσης.
Στην υπέροχη ταινία του Κεν Λόουτς «Η τελευταία παμπ» (πρωτότυπος τίτλος: «The Old Oak»), ένα χωριό ανθρακωρύχων της βορειοανατολικής Αγγλίας, που έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση, δέχεται μια ομάδα Σύρων μεταναστών. Η μικρονοϊκή ξενοφοβία εκδηλώνεται, όπως εκδηλώνεται και η μεγάθυμη αλληλεγγύη. Η μακρά παράδοση αλληλοβοήθειας των τοπικών ανθρακωρύχων («αυτοί που τρώνε μαζί, μένουν ενωμένοι μαζί») αποκτά, αίφνης, νέο περιεχόμενο. Συμμετέχοντας στην προετοιμασία δωρεάν γευμάτων για όσους τα χρειάζονται (πρακτική αναγόμενη στη μακρά, θρυλική απεργία των ανθρακωρύχων, το 1984), οι πρόσφυγες δείχνουν την ανθρωπινότητά τους – έχουν τις ίδιες ανάγκες με τους γηγενείς· γελούν, αγωνιούν και πενθούν όπως κι αυτοί. Η εγγύτητα δημιουργεί κοινότητα. Όσο πιο πολύ αλληλογνωριζόμαστε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε τι μας ενώνει και, συγχρόνως, διευρύνουμε τις αντιλήψεις μας για να χωρέσουν τις διαφορές μας.
Η ξενότητα δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αλλοδαπότητα. «Είμασταν νοικοκυραίοι και τώρα καταντήσαμε ζητιάνοι», είπε στη Δώρα Αντωνίου («Καθημερινή», 12/9/23) ένας Θεσσαλός που καταστράφηκε από την κακοκαιρία Ντάνιελ. Και ο πιο «νοικοκύρης» μπορεί να βρεθεί στη θέση του επαίτη. Τίποτα το ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο. Ο «νοικοκύρης» θα καταλάβει τον «ζητιάνο» αν συνειδητοποιήσει ότι όλοι είμαστε, αρχέγονα, «ζητιάνοι» - μη αυτάρκεις, μη πλήρεις, αλληλεξαρτώμενοι. Η ευθύνη μας για τον Άλλο προέρχεται από την υπενθύμιση ότι μοιραζόμαστε την ίδια υπαρξιακή συνθήκη.
Αν ο Ιωσήφ διέθετε αμερικανικό διαβατήριο, πιθανότατα θα έσωζε την Ιερή Οικογένεια στη σημερινή Παλαιστίνη. Αν, όμως, ο Χριστός εξακολουθεί να μας λέει κάτι, οφείλουμε πάντοτε να αναρωτιόμαστε τι μας λέει – στη Γάζα, στη Συρία, στην Ουκρανία, παντού υπάρχει ανθρώπινος πόνος.
Καλά Χριστούγεννα.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.