Η πολιτική, στην ιδανική της μορφή, αποτελεί πεδίο εποικοδομητικού διαλόγου και προσφοράς, όπου διαφορετικές απόψεις συνυπάρχουν και συχνά χρειάζεται να συγκλίνουν προκειμένου να εξευρεθούν συμβιβασμοί με απώτερο στόχο να δίνονται λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, παρατηρούμε πως ο σύγχρονος πολιτικός λόγος αντιμετωπίζει ένα κρίσιμο δίλημμα: την επιλογή ανάμεσα σε έναν συναισθηματικά φορτισμένο λαϊκιστικό λόγο ή σε έναν μετριοπαθή, σοβαρό λόγο που βασίζεται σε τεκμηριωμένες προτάσεις πολιτικής.
Ο Λαϊκιστικός Λόγος: Η Γοητεία του Συναισθήματος
Ο λαϊκισμός έχει τη δύναμη να κινητοποιεί τα πλήθη. Με την υιοθέτηση ενός συναισθηματικά φορτισμένου λόγου, οι λαϊκιστές πολιτικοί απλοποιούν σύνθετα προβλήματα και προσφέρουν ψευδο-λύσεις, συχνά με όρους «εμείς εναντίον αυτών». Αυτός ο λόγος συχνά κερδίζει τις εντυπώσεις, δημιουργεί ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με το ακροατήριο και μπορεί να οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές νίκες. Ωστόσο, η απλοϊκότητα αυτή συχνά αγνοεί τη σύνθετη φύση των ζητημάτων, ενώ η πόλωση που προάγει ενισχύει τον φανατισμό και τη βία.
Ο Μετριοπαθής Λόγος: Η Πρόκληση της Υπευθυνότητας
Από την άλλη πλευρά, ο μετριοπαθής και σοβαρός πολιτικός λόγος, βασισμένος στην τεκμηρίωση και τις προτάσεις πολιτικής, στοχεύει στη μακροπρόθεσμη επίλυση προβλημάτων μέσω του συγκερασμού διαφορετικών ιδεών και αντιλήψεων και της αναζήτησης ευρύτερων συναινέσεων. Ενώ αυτός ο λόγος είναι συχνά λιγότερο δημοφιλής και απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια για να κερδίσει την προσοχή του κοινού, η αξία του έγκειται στην προώθηση ουσιαστικού διαλόγου και στην εξεύρεση πραγματικών λύσεων.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: ποιος πρέπει να είναι ο στόχος του πολιτικού λόγου; Αν η πολιτική συζήτηση μετατραπεί σε έναν αγώνα εντυπώσεων, κινδυνεύει να χάσει τον ουσιαστικό της ρόλο, δηλαδή αυτό του εργαλείου αλλαγής. Ο πολιτικός λόγος πρέπει να ενώνει, όχι να διχάζει. Πρέπει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις με ευθύνη, να ενθαρρύνει τη συμμετοχή όλων των πολιτών και να αποφεύγει τη ρητορική που οδηγεί στη βία και τον φανατισμό.
Οι πολιτικοί, ως εκπρόσωποι των πολιτών, φέρουν την ευθύνη να επιλέγουν τις λέξεις τους προσεκτικά. Ο λαϊκισμός μπορεί να φαίνεται δελεαστικός, αλλά οι μακροπρόθεσμες συνέπειές του μπορούν να είναι καταστροφικές για την κοινωνική συνοχή. Από την άλλη, οι πολίτες έχουν και αυτοί ρόλο: να αξιολογούν τον πολιτικό λόγο όχι μόνο με βάση την εντύπωση που δημιουργεί, αλλά και με βάση το περιεχόμενό του.
Ο πολιτικός λόγος δεν είναι απλά ένα (επιφανειακό) εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας. Το αν θα επιλέξουμε έναν λόγο που διχάζει ή έναν λόγο που ενώνει, θα καθορίσει όχι μόνο την πολιτική μας κουλτούρα αλλά και το μέλλον μας ως κοινωνία. Είναι καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας και να απαιτήσουμε λόγο που προάγει τη συνεργασία, τη δικαιοσύνη και την πρόοδο.
*Η Μαργαρίτα Καϊμακλιώτη είναι Πολιτικός Επιστήμονας, αναπληρώτρια Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων του Δημοκρατικού Συναγερμού και μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου «Γλαύκος Κληρίδης»