Η Παγκόσμια Μέρα Αρχιτεκτονικής έχει φέτος την πολύ ενδιαφέρουσα θεματική «Ενδυναμώνοντας την Επόμενη Γενιά στον Συμμετοχικό Αστικό Σχεδιασμό». Οι μελλοντικοί/ές αρχιτέκτονες που τώρα τελειώνουν το λύκειο, σπουδάζουν ή ξεκινούν την καριέρα τους, η γενιά που βίωσε την πανδημία σε κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξής της, καλείται να επαναφέρει στην αρχιτεκτονική πρακτική δύο παραμελημένες παραμέτρους: τη συμμετοχικότητα και την επιμέλεια της κοινής μας καθημερινότητας στους οικισμούς και τις πόλεις.
Η συμμετοχικότητα, το πρώτο ζητούμενο, είναι μια δύσκολη απαίτηση στον σχεδιασμό, ειδικά των δημόσιων κτηρίων και των ανοικτών χώρων. Απαιτεί μια κουλτούρα διαφάνειας στην οποία ενθαρρύνεται ο διάλογος, και στο τέλος ο καθένας και η καθεμιά γνωρίζει γιατί η ιδέα ή η πρότασή του/της εντάχθηκε ή όχι στον σχεδιασμό. Τα ερωτήματα τίθενται από την αρχή και όλες οι απόψεις συλλέγονται και αξιολογούνται πριν προκηρυχθεί ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ή πριν αποφασιστεί το πρόγραμμα ενός έργου. Χρειάζεται το κτήριο να είναι εμβληματικό; Γιατί; Χρειάζεται μια πλατεία ή ένα γραμμικό πάρκο να έχει σκληρές επιφάνειες; Πόσες; Για ποιους/ες; Ποιοι/ες χρήστες/τριες θα ήθελαν να έχουν πρόσβαση σε δημόσιους χώρους ή κτήρια; Πώς; Σε πόσα και ποια σημεία; Σε μια δεύτερη φάση, οι συμμετέχοντες/ουσες προκρίνουν λύσεις, π.χ. ποια εκδοχή του πάρκου σας αρέσει; Θα θέλατε να βλέπατε μια γυάλινη όψη από το παράθυρό σας; Τι λείπει από τον προκαταρκτικό σχεδιασμό της αυλής ενός σχολείου; κ.λπ. Η δική μου γενιά έδειξε ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί συμμετοχικές διαδικασίες σχεδιασμού με την ταχύτητα και την επάρκεια της γενιάς που μεγάλωσε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το gaming και τις έξυπνες εφαρμογές. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι επίσης ένα εργαλείο που μπορεί είτε να αποθαρρύνει είτε να ενισχύσει τη συμμετοχικότητα, καθώς άπειρες παραλλαγές για το ίδιο αρχιτεκτονικό πρόβλημα θα παράγονται με ευκολία, και θα μπορούν να γίνονται κατανοητές ώστε να αξιολογηθούν από πολλούς.
Το δεύτερο ζητούμενο, ο αστικός σχεδιασμός, είναι αρκετά δυσκολότερο για εμάς εδώ στην Κύπρο και δεν αρκεί δυστυχώς η ικανότητα των νεότερων για να δούμε αλλαγές. Απαιτείται και η δική μας συμβολή. Ζούμε σε γειτονιές που δεν σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες ή πολεοδόμους, αλλά προέκυψαν και προκύπτουν από μια αποσπασματική διαδικασία διαίρεσης οικοπέδων. Ο πεζόδρομος ή ο χώρος πρασίνου χωροθετήθηκε ώστε να διευκολύνεται η «ανάπτυξη», και οι τοπικοί δρόμοι δεν θυσιάζουν την εύκολη και άνετη οδήγηση για να πάει μια γιαγιά πιο σύντομα και πιο άνετα στη στάση του λεωφορείου. Στις περισσότερες αγγελίες πώλησης νέων ακινήτων θα δείτε τρισδιάστατες απεικονίσεις όπου το υπό κατασκευή κτήριο βρίσκεται στο μέσον ενός πράσινου λιβαδιού, άσχετα αν υπάρχουν στην πραγματικότητα υφιστάμενες οικοδομές στα διπλανά οικόπεδα. Γιατί άραγε δεν θέλουμε να τις δείχνουμε; Ζούμε σε γειτονιές όπου σιγά σιγά τα κτήρια γυρνούν την πλάτη και απομονώνονται από τον δρόμο στρέφοντάς μας σε έναν αυτάρεσκο μικρόκοσμο και όχι στην κοινή ζωή. Περπατούμε και χαιρετούμε τα σταθμευμένα αυτοκίνητα στις πιλοτές. Χρειάζεται να ξαναβρούμε τον δημόσιο χώρο, να γίνουν οι δρόμοι αγωγοί ζωής και πρασίνου, να ανοίξουν τα κτήρια προς τους δίπλα και τους απέναντί, να συνομιλεί η αρχιτεκτονική και οι μορφές των κτηρίων μεταξύ τους, για να συνομιλήσουν και οι άνθρωποι μεταξύ τους.
*Ο καθηγητής Βύρων Ιωάννου είναι πρόεδρος Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Frederick.