Δεν έχω την αίσθηση ότι η Ελλάδα κυβερνάται από τη «χούντα Μητσοτάκη», όπως δεν κυβερνιόταν από τη «χούντα ΠΑΣΟΚ» παλαιότερα. Δεν νιώθω ότι η χώρα έχει μεταμορφωθεί σε οργουελιανή Ωκεανία, υπό τη διαρκή επιτήρηση ενός Μεγάλου Αδελφού. Ούτε θεωρώ ότι η εκάστοτε νόμιμη κυβέρνηση συνιστά «καθεστώς» – «καθεστώς Μητσοτάκη» σήμερα, «καθεστώς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ» χθες. Οποιος πιστεύει αυτές τις υπερβολές προδίδει εννοιολογική σύγχυση, διαστρέφει τη σκέψη του, ιδιοτελώς ή ιδεοληπτικώς. Οι ιδιοτελείς δεν με ενδιαφέρουν – είναι εύκολοι στόχοι κριτικής. Με ενδιαφέρουν, όμως, οι ιδεοληπτικοί, ιδιαίτερα οι καλοπροαίρετοι.
Οπως είδαμε και στην περίπτωση των αντιεμβολιαστών, μια στρεβλή θεωρία –δηλαδή, ένα νοητικό σχήμα που δεν αντιστοιχεί επαρκώς και με συνοχή στην πραγματικότητα που ερμηνεύει– εμπεριέχει ίχνη αληθείας. Ναι, παρά τον σχεδόν μισό αιώνα φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι δυνάμεις καταστολής ενίοτε ενεργούν αυταρχικά και βάναυσα. Ναι, αρκετοί μας επιτηρούν – είτε με τη δική μας συγκατάθεση (π.χ., μέσα κοινωνικής δικτύωσης) είτε όχι (π.χ., παρακολουθήσεις τηλεφώνων από την ΕΥΠ ή/και ιδιώτες). Ναι, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδεικνύουν στοιχεία καθεστωτικής συμπεριφοράς – ταυτίζουν πιο συχνά απ’ ό,τι θα έπρεπε το κράτος με το κόμμα ή τη φατρία, την παρέα και την οικογένεια.
Ολα αυτά είναι, όντως, παθολογικά στοιχεία της πολυσχιδούς ελληνικής πραγματικότητας, με διαχρονικό, όμως, χαρακτήρα – δεν ταυτίζονται με ένα κόμμα· αντανακλούν βαθύτερες δομές και νοοτροπίες. Μια καλή θεωρία πρέπει να φωτίζει την αιτιολογία της παθολογίας και να υποδεικνύει τη θεραπεία της. Το πρόβλημα με τις ιδεοληψίες είναι ότι παράγουν κακή «θεωρία» (θυμηθείτε: η «θεωρία» προέρχεται από το οράω ορώ). Οι ιδεοληπτικοί φακοί δεν επιτρέπουν να δει κανείς τα διαχρονικώς επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς – χάνεται η μεγάλη εικόνα.
Πάρτε τις πρόσφατες παρακολουθήσεις τηλεφώνων από την ΕΥΠ. Το φαινόμενο μάς είναι οικείο τα τελευταία 40 χρόνια, με κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων! Πρόσφατα, ο Χ. Μαυρίκης, καθ’ ομολογίαν δράστης και καταδικασθείς για τηλεφωνικές υποκλοπές πολιτικών αντιπάλων του πρωθυπουργού στις αρχές της δεκαετίας του 1990, παρατήρησε ωμά: «H πληροφορία είναι το Α και το Ω. [...] Το κοινό σημείο [τότε και τώρα] είναι η βούληση των πολιτικών για να μάθουν τι λέει και τι σκέφτεται ο αντίπαλός τους». Το ίδιο ισχύει και για οικονομικά ισχυρούς ιδιώτες. Οταν δεν τους παρέχει εκδούλευση η κομματοκρατούμενη ΕΥΠ, μπορούν να προσφεύγουν σε ιδιωτικά μέσα διεξαγωγής τηλεφωνικών υποκλοπών.
Τι παρατηρεί ο απροκατάληπτος παρατηρητής; Οχι μόνον οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων από την ΕΥΠ δεν είναι νέες, αλλά, οσάκις δημοσιοποιούνται, τάχιστα πολιτικοποιούνται και, συνεπώς, εντάσσονται στο μηδενικού αθροίσματος παίγνιο του κομματικού ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η αλήθεια παραμένει ανεξακρίβωτη. Δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι θεσμοί έγκυρης διερεύνησης πολιτικών σκανδάλων, εφόσον η κορυφή της δημόσιας διοίκησης κομματοκρατείται, τα θεσμικά αντίβαρα είναι ισχνά, και η πολιτική ιδιότητα των εντολέων παρακολούθησης είτε τους κρατάει διά νόμου μακριά από τη Δικαιοσύνη, είτε γίνεται αντικείμενο κομματικών υπολογισμών για (μη) παραπομπή στη Δικαιοσύνη.
Στο μέτρο που δεν υφίσταται έγκυρη γνώση γεγονότων, θριαμβεύει η μετα-αλήθεια: δεν έχει σημασία τι συνέβη, αλλά τι ισχυρίζεται το κάθε κόμμα ότι συνέβη. Το 1994 το ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε σφοδρά τον πρώην πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για παρακολουθήσεις τηλεφώνων, ενώ η Ν.Δ. χαρακτήρισε τις κατηγορίες «λάσπη» και «συκοφάντηση πολιτικών αντιπάλων». Ακριβώς όπως σήμερα, συχνά με τις ίδιες λέξεις! Παραδόξως, η μετα-αλήθεια στην Ελλάδα προϋπάρχει της μετανεωτερικότητας: παράγεται διαχρονικά από τη χυδαία εξουσιαστική ιδιοτέλεια, τον άνευ αρχών κομματικό ανταγωνισμό και τη βαθιά θεσμική καχεξία. Αυτά παραβλέπουν οι ιδεοληπτικοί. Βλέπουν στο πρόσωπο του Μητσοτάκη τον Τσαουσέσκου και στην ΕΥΠ τη Στάζι, αντί να εκτείνουν αδογμάτιστα τον νοητικό τους ορίζοντα για να δουν τα διαχρονικά μοτίβα θεσμικής παθογένειας της χώρας. Η διαπίστωση ότι ένα παθολογικό φαινόμενο είναι διαχρονικό δεν συμβάλλει στη σχετικοποίησή του. Αντιθέτως υποδεικνύει την αναζήτηση της υποκείμενης νόσου που το παράγει. Ποια είναι αυτή; Η κυριαρχία της κομματοκεντρικής πολιτικής επί των θεσμών. Η ελίτ που διοικεί δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες επιλέγεται συνήθως με κριτήρια κομματικής αφοσίωσης, όχι με ορθολογικές διαδικασίες διακρίβωσης επαγγελματικής επάρκειας και κύρους. Τα θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική εξουσία υπολειτουργούν ή χειραγωγούνται από τους κυβερνητικούς λαφυραγωγούς του κράτους. Ο αχαλίνωτος κομματικός ανταγωνισμός διαστρέφει τη λειτουργία και υποσκάπτει το κύρος των θεσμών. Η αναδοχή πολιτικών ευθυνών για σκάνδαλα δεν οδηγεί αυτονοήτως σε ορθολογικές συμπεριφορές, όπως παραιτήσεις εμπλεκομένων υπουργών ή πρωθυπουργών, μέσω των οποίων θυσιάζονται μεν πρόσωπα, αλλά διασώζονται ρόλοι και θεσμοί. Πόσοι θυμούνται ότι ο θρυλικός καγκελάριος Βίλι Μπραντ παραιτήθηκε το 1974, όταν διαπιστώθηκε ότι στενός συνεργάτης του ήταν κατάσκοπος;
Εν ολίγοις, το διαρκές πρόβλημά μας είναι η εκάστοτε εκδοχή του αρχέγονου προβλήματος της νεότερης Ελλάδας: να συστήσουμε λειτουργικά σύγχρονη δημόσια σφαίρα. Να διοικούν το κράτος οι ορθολογικά επιλεγέντες άξιοι. Να λογοδοτούν με κυρώσεις οι αξιωματούχοι. Να λειτουργούν τα θεσμικά αντίβαρα. Να διεξάγεται με αυτοσυγκράτηση ο κομματικός ανταγωνισμός. Να έχουν αυτο-τέλεια οι θεσμοί. Ισως, κάποτε, τα καταφέρουμε.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας(www.htsoukas. com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.