Η καταστροφική πυρκαγιά στη Ρόδο, χαρακτηριστικό δυστυχώς παράδειγμα αυτού που διεθνώς αποκαλείται mega-fire –μια δηλαδή εξαιρετικά καταστροφική για το τοπικό περιβάλλον πυρκαγιά– δεν ήταν η πρώτη του είδους της στην περιοχή μας αλλά προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον. Κατέστρεψε το 15% της συνολικής έκτασης της Ρόδου, κράτησε πάνω από μια εβδομάδα και έγινε αφορμή να εκκενωθούν αρκετές χιλιάδες τουρίστες αλλά και κάτοικοι της Ρόδου, αν και η εικόνα της οικολογικής καταστροφής μετριάστηκε από την απόλυτα επιτυχημένη επιχείρηση εκκένωσης και επαναπατρισμού χιλιάδων ανθρώπων.
Ο Ιούλιος του 2023 ξεκίνησε με την ανακοίνωση ότι καταγράφηκε η θερμότερη ημέρα στην ιστορία της ανθρωπότητας και έκλεισε με την ανακοίνωση ότι – συνολικά – ήταν ο θερμότερος Ιούλιος για όσο υπάρχουν επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία. Η φετινή χρονιά στη χώρα μας περιλάμβανε άφθονες βροχοπτώσεις μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού και παρατεταμένη ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες στη συνέχεια. Περιγράφεται, λοιπόν, ένα ιδανικό μείγμα για την έναρξη και τη γρήγορη εξάπλωση μεγάλων πυρκαγιών.
Παραδοσιακά η πρόληψη περιλαμβάνει τον καθαρισμό των δασικών δρόμων από καύσιμη ύλη και τη διάνοιξη νέων. Με την εισαγωγή νέων –επίγειων και ιπτάμενων– μέσων έγκαιρης προειδοποίησης η πρόληψη ενισχύεται. Η καταστολή περιλαμβάνει εμπλοκή πυροσβεστών, πυροσβεστικών οχημάτων, πτητικών μέσων κ.λπ. Όμως το πρόβλημα, δυστυχώς, ολοένα και εντείνεται.
Έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο, σε ένα σημείο καμπής. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι μέχρι σήμερα παραδοχές, πάνω στις οποίες χτίστηκε το ευρωπαϊκό μοντέλο πολιτικής προστασίας, χρειάζονται επικαιροποίηση, γιατί βρισκόμαστε συνεχώς πίσω από τις εξελίξεις. Σε επίπεδο υποδομών, είναι αναγκαίο να συνεχίσουμε διαρκώς την ενδυνάμωση σε έμψυχο δυναμικό, υποδομές και μηχανήματα, να ενισχυθούν οι υπηρεσίες αλλά και να εκσυγχρονιστούν όπου υπάρχει ανάγκη. Σε πολιτικό επίπεδο, είναι σημαντικό να τεθεί το θέμα ψηλά στην ατζέντα, μιας και επηρεάζει πολλές πτυχές της καθημερινότητας. Μια καταστροφή έχει μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις στην οικονομία, στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, το τουριστικό προϊόν και μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση, ανά πάσα στιγμή.
Πρέπει να παραδεχτούμε, ότι η πόλη και το δάσος πλησίασαν, ότι η δυνατότητα να επιχειρήσουμε και να «καθαρίσουμε» δύσβατο δάσος είναι δύσκολη, ότι θα υπάρχουν περισσότεροι εμπρησμοί, ότι τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας θα παρουσιάσουν αστοχίες, καθώς επίσης και ότι αν δεν εντοπίσουμε την πυρκαγιά στα πρώτα λεπτά –πιθανώς– θα εξελιχθεί σε μεγάλο συμβάν και ότι οι κλιματολογικές συνθήκες θα γίνουν ακόμα πιο αβέβαιες.
Με βάση τα παραπάνω, και βλέποντας ότι αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα με διάρκεια, θα πρέπει να σχεδιάσουμε και να αποφασίσουμε ένα εθνικό σχέδιο παιδείας για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Υπάρχουν σενάρια τα οποία προβλέπουν σταδιακή ερημοποίηση της περιοχής μας και αύξηση ως 50% του αριθμού, της έντασης και του επηρεαζόμενου από τις πυρκαγιές εμβαδού μέχρι το 2050. Με άλλα λόγια θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις πυρκαγιές. Αυτό σημαίνει δουλειά από το σχολείο, στις μεγαλύτερες ηλικίες, σε ειδικές ομάδες του πληθυσμού και ειδικά τις παραδασόβιες κοινότητες. Παράλληλα, το τελευταίο θα πρέπει να συνδυαστεί με αυστηροποίηση των ποινών για εμπρησμό και ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Είναι γνωστό, όσο και σαφές, ότι η ύπαρξη καλλιεργειών και χρήσης της περιοχής γύρω από το δάσος ελαττώνει δραματικά τις πιθανότητες έναρξης και λειτουργεί σαν φυσικό εμπόδιο στην εξάπλωση, άρα θα πρέπει να δώσουμε κίνητρα στους ανθρώπους να παραμείνουν και να εργαστούν εκεί.
Θα πρέπει να δοκιμάσουμε νέες στρατηγικές μείωσης της καύσιμης ύλης στα δάση. Για την ακρίβεια θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε παλιές τεχνικές, σε νέες στρατηγικές. Η ελεγχόμενη καύση της χαμηλής βλάστησης, βδομάδες πριν την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου, είναι μια στρατηγική που ακολουθείται στην Ιβηρική και στη δυτική Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, πιλοτικά.
Βλέπουμε πυρκαγιές σε σκυβαλότοπους και σε σημεία ανακύκλωσης ολοένα και πιο συχνά –με αβέβαιες συνέπειες για τη δημόσια υγεία– και δίκαια την ενόχληση των τοπικών κοινωνιών. Σίγουρα θα πρέπει να κινηθούμε προς την αυστηροποίηση του πλαισίου αδειοδότησης και λειτουργίας τέτοιων χώρων, ώστε οι τοπικές κοινωνίες να μην βιώνουν τις συνέπειες. Θα πρέπει να προβληματιστούμε αναφορικά με την υιοθέτηση στρατηγικής μείωσης του όγκου των σκουπιδιών που παράγουμε και θα πρέπει να μειώσουμε και τις τοποθεσίες αυτές.
Έχει γίνει μια αρχή με τη ρύθμιση του εθελοντισμού και ομάδες που δουλεύουν και εξελίσσονται. Η Πολιτεία μέσα από την εκπαίδευση (όπως αναφέρεται παραπάνω) θα πρέπει να ενθαρρύνει την εμπλοκή περισσότερων από εμάς στην πρόληψη και να παράσχει εκπαίδευση και εξοπλισμό, ώστε να γίνουν περισσότερες οι ομάδες που θα μπορούν να αναλάβουν δράση, πάντα σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η περιφερειακή συνεργασία αναπτύσσεται διαρκώς. Μέσα στα πλαίσια των τριμερών και των πολυμερών σχημάτων συνεργασίας υπογράφονται και εφαρμόζονται συμφωνίες. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης επισκέφτηκε αυτή τη βδομάδα την Ιορδανία και η δασοπυρόσβεση ήταν στην ατζέντα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ένωση για τη Μεσόγειο εργάζονται εντατικά για να υπάρξει ενεργότερη συνεργασία στη Μεσόγειο. Σ’ αυτή την προσπάθεια η Κύπρος μπορεί να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο με την κομβική της θέση αντλώντας διδάγματα από τις εμπειρίες των περιφερειακών και των Ευρωπαίων συμμάχων μας και εφαρμόζοντάς τα. Ως επίσης και προσφέροντας τη δική της αξιοσημείωτη εμπειρία στον τομέα στις χώρες αυτές.
Ο δρ Γιώργος Μπούστρας είναι καθηγητής εκτίμησης κινδύνου στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και ειδικός σύμβουλος του Πρόεδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για θέματα Διαχείρισης Κρίσεων και Πολιτικής Προστασίας.