Πριν από λίγες εβδομάδες πέθανε, πλήρης ημερών, ο διακεκριμένος Αμερικανός φιλόσοφος Χάρι Φράνκφουρτ. Το έργο του επικεντρώνεται, κυρίως, στη βούληση και την ηθική ευθύνη. Ο Φράνκφουρτ υποστήριζε ότι η ελεύθερη βούληση δεν σημαίνει απουσία εξωτερικών καταναγκασμών αλλά επιλογή επιθυμιών – να επιθυμώ ό,τι επιλέγω να επιθυμώ (π.χ. την αλήθεια, την εγκράτεια ή τη χορτοφαγία). Ενεργώντας ελεύθερα δεν επιλέγω μόνο αυτό που κάνω αλλά απο-καλύπτω και τι είδους άνθρωπος είμαι.
Η κοινή γνώμη γνώρισε τον Φράνκφουρτ όχι από το τεχνικό φιλοσοφικό έργο του, αλλά από το περίφημο δοκίμιό του «On bullshit» («Περί μπουρδολογίας»). Αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά ως άρθρο (1986) και, μετά την τεράστια απήχησή του, ως βιβλίο (2005). Στην εποχή της ατελεύτητης «επικοινωνίας», δεν περνάει βδομάδα που να μην το σκεφτώ. Ο θάνατος του συγγραφέα του υπογραμμίζει τη διαχρονική επικαιρότητα του δοκιμίου του, ιδιαίτερα στην εποχή του διαδικτύου. Σήμερα που «επικοινωνούμε» ακατάπαυστα, τείνουμε να μπουρδολογούμε ασυστόλως.
Ως καλός φιλόσοφος, ο Φράνκφουρτ κάνει λεπτές διακρίσεις που βοηθούν την κατανόησή μας. Η σημαντικότερη είναι η διάκριση ψεύδους και μπούρδας. Σκεφτείτε έναν Αμερικανό επετειακό ρήτορα, λέει, να μιλά με στόμφο για τη «μεγάλη και ευλογημένη μας χώρα, με την οποία οι Ιδρυτικοί Πατέρες, υπό θεϊκή καθοδήγηση, δημιούργησαν μια νέα αρχή για την ανθρωπότητα». Ή, αν προτιμάτε σύγχρονα παραδείγματα, θυμηθείτε τη ρητορική των πρώην προέδρων Τραμπ και Παυλόπουλου: «Να πάρουμε τη χώρα μας πίσω. Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά»· «Για μας, τους Έλληνες, η ελευθερία είναι, κυριολεκτικώς, βιωματική κατάσταση. Μόνον ελεύθεροι μπορούμε να υπάρξουμε […]»).
Ο ομιλητής εδώ δεν ψεύδεται. Θα ψευδόταν αν επεδίωκε να υιοθετήσει το ακροατήριό του απόψεις που γνωρίζει ότι είναι ψευδείς (π.χ. για το αν η Αμερική είναι μεγάλη, αν η σχέση των Ελλήνων με την ελευθερία είναι βιωματική, κλπ.). Κατά τούτο, ο ομιλητής δεν ενδιαφέρεται να εξαπατήσει τους ακροατές του. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι τι πιστεύει το ακροατήριό του γι αυτόν – να τον θεωρήσουν πατριώτη, βαθυστόχαστο, statesman, κλπ. Προσφεύγει στη μπουρδολογία για να εντυπωσιάσει. Το περιεχόμενο είναι αδιάφορο. Η εκφορά είναι το παν.
Ενώ ο ψευδολόγος θέλει να εμφανίσει τα γεγονότα ως διαφορετικά από αυτά που είναι, ο μπουρδολόγος κάνει κάτι άλλο, πιο επικίνδυνο: δεν ενδιαφέρεται για τα γεγονότα και θέλει να το αποκρύψει. Με άλλα λόγια, ο μπουρδολόγος δεν νοιάζεται ούτε για την αλήθεια, ούτε για το ψέμα. Το μόνο που τον νοιάζει είναι η εντυπωσιοθηρία. Να φέρει εις πέρας, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να το αντιληφθούμε, αυτό που ιδιοτελώς επιθυμεί: να κερδίσει δημαγωγικά το ακροατήριό του, να επιδείξει τις θεωρούμενες αρετές του, να γεμίσει το χρόνο σε μια εθιμοτυπική εκδήλωση ή εκπομπή, να δηλώσει την παρουσία του, να προπαγανδίσει.
«Ο εκσυγχρονισμός αποτελεί βασικό αίτημα του λαού μας ήδη από τη δεκαετία του 1850», γράφει ο υπουργός κ. Γιάννης Οικονόμου («Καθημερινή», 30/7/2023), σκιαγραφώντας τη «γενεαλογία των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων» τα τελευταία 173 χρόνια. Περισπούδαστη η γλώσσα του για πολιτικό: τη «γενεαλογία» (Φουκώ) συμπληρώνει ο χαρακτηρισμός του εκσυγχρονισμού ως «κατηγορική προσταγή» (Κάντ). Ο εκσυγχρονισμός παραμένει «επίκαιρος» διότι ατελής: «κράτος και κοινωνία δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο που […] ο λαός μας θα ήθελε». Η κολακεία του (προδομένου;) λαού συνυπάρχει με την αναφορά στον «μεταλαϊκισμό» - ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει. Ο εκσυγχρονισμός του κ. Μητσοτάκη περιγράφεται ως «πολυδιάστατος» και «πολυδύναμος». Για να αποφύγει ο υπουργός το ενδεχόμενο να μην κατανοήσουμε αυτές τις, ομολογουμένως, σύνθετες έννοιες, διευκρινίζει: «[ο εκσυγχρονισμός] έχει πολλές διαστάσεις, εκτείνεται σε πολλά επίπεδα και καλύπτει πολλές πλευρές»· «διαθέτει πολλές δυνάμεις και δυνατότητες». Αλλιώς πώς θα ήταν «πολυδιάστατος» και «πολυδύναμος»;
Ίσως γιατί διετέλεσε κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο υπουργός ελάχιστα ενδιαφέρεται για την αλήθεια. (Πόσο «πολυδύναμα εκσυγχρονιστική» είναι η αναστολή κατεδάφισης αυθαιρέτων, η επαναφορά φασίζοντος δημάρχου στη ΝΔ, ή η πρακτική του διορισμού πολιτικών προσώπων ως γενικοί γραμματείς υπουργείων;). Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να δηλώσει βαρύγδουπα τη διανοητική παρουσία του και να εξωραΐσει ρητορικά το πολιτικό πρόταγμα που υπηρετεί. «Hot air» - «αέρας κοπανιστός» - θα έλεγε ο Φράνκφουρτ.
Η ψευδολογία είναι απαιτητική: προϋποθέτει επίγνωση κριτηρίων αλήθειας, σχέδιο και γνωστική πειθαρχία. Δεν είναι εύκολο να λες καλά ψέματα. Τόσο ο έντιμος όσο και ο ψευδολόγος, παρά τις διαφορές τους, έχουν σημείο αναφοράς την αλήθεια –μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι, αν και σε αντίπαλες ομάδες. Ο μπουρδολόγος, αντιθέτως, παίζει άλλο παιχνίδι: δεν παρακάμπτει συνειδητά την αλήθεια, απλά δεν της δίνει καν σημασία. Ενσωματώνει στο λόγο του ό,τι θεωρεί ότι τον συμφέρει, αδιαφορώντας αν είναι αληθές, λογικό ή συνεκτικό.
Οι μπούρδες είναι πιο επιζήμιες από τα ψέματα στον δημόσιο βίο, παρατηρεί ο Φράνκφουρτ. Το ψέμα, τουλάχιστον, εντοπίζεται και, σε θεσμικά ώριμες χώρες, τιμωρείται (ρωτήστε τον Μπόρις Τζόνσον). Οι μπούρδες, όμως, καθότι ασαφείς, στομφώδεις, και υφολογικά ολισθηρές, δεν διαψεύδονται αντιπαραβάλλοντάς τες με συγκεκριμένα γεγονότα. Σε συνθήκες, μάλιστα, επικοινωνιακής αφθονίας πολλαπλασιάζονται. Οι μπούρδες είναι σαν τα σκουπίδια: ρυπαίνουν τη σκέψη.
Θα επανέλθω.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.