Kathimerini.com.cy
Το μεταναστευτικό πρόβλημα αναμφίβολα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στην ιεράρχηση των ανησυχιών των Κυπρίων πολιτών, μαζί με τις συνεχιζόμενες απειλές της Τουρκίας και τον καλπάζοντα πληθωρισμό, λόγω της έκρηξης των τιμών της ενέργειας. Δικαίως καταγράφεται αυτή η αντίδραση της κοινωνίας, καθώς όλοι αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητα της καταστάσεως με την ασταμάτητη ροή των μεταναστών που εισέρχονται στο ελεύθερο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα στοιχεία πράγματι τρομάζουν. Από την αρχή του 2022 οι αφίξεις παράτυπων μεταναστών ξεπέρασαν τις 17.000, αριθμός που είναι σχεδόν διπλάσιος των αφίξεων του 2021. Το σύνολο είναι αυτήν τη στιγμή κάποιες δεκάδες χιλιάδες, σ’ έναν πληθυσμό που, βάσει της τελευταίας απογραφής, ανέρχεται σε 918.100 άτομα, από τον οποίο το 21,1%, ήτοι 193.300, είναι ξένοι υπήκοοι. Συνεπώς, με τη συνέχιση των ίδιων ρυθμών εισροής οι μετανάστες θ’ αποτελούν μεγάλο τμήμα των κατοίκων της Δημοκρατίας. Ασφαλώς ο μέσος Κύπριος διακρινόταν πάντοτε για τα φιλόξενα αισθήματά του και δεν διακατεχόταν από ξενοφοβικές διαθέσεις. Δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί τις προηγούμενες δεκαετίες, εργάστηκαν και ρίζωσαν στον τόπο μας π.χ. μετά τον πόλεμο στον Λίβανο. Και αυτοί πρόκοψαν και στη χώρα προσέφεραν με την εργασία τους. Όμως, τώρα συμβαίνει κάτι που είναι πολύ δύσκολο να καταστεί διαχειρίσιμο.
Η διαρκής έλευση ανθρώπων, κυρίως από την αφρικανική ήπειρο αλλά και από την Ασία, που δύσκολα μπορούν να απορροφηθούν από τις παραγωγικές δραστηριότητες, καθώς και εκεί τα όρια είναι πεπερασμένα, μας φέρνει μπροστά στην απειλή εμφάνισης περιθωριοποιημένων πληθυσμών, γκέτο, διαρκών παραβατικών συμπεριφορών. Πολλώ δε μάλλον, που δεν πρόκειται για μια κατάσταση που έχει ημερομηνία λήξης. Και αυτό το διαπιστώνουμε ήδη με τα θλιβερά επεισόδια στο Κέντρο Πρώτης Φιλοξενίας στο Πουρνάρα, αλλά και με διάφορα δυσάρεστα περιστατικά που καταγράφονται συνεχώς.
Ο προβληματισμός και οι ανησυχίες μας αυξάνονται και από τη βεβαιότητα πως πίσω από αυτό το φαινόμενο βρίσκεται η ίδια η Άγκυρα, η οποία εδώ και καιρό έχει εργαλειοποιήσει το μεταναστευτικό, όπως αποδέχονται πλέον και στην Ε.Ε., επιχειρώντας να το χρησιμοποιήσει για δικό της όφελος. Το πώς το κάνει το είδαμε ολοκάθαρα στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο, όταν επιχειρήθηκε μαζική εισβολή μεταναστών, με τη συνδρομή της τουρκικής στρατοχωροφυλακής, ή πρόσφατα πάλι στον Έβρο με τους δύστυχους ξεγυμνωμένους στη συνοριακή γραμμή, αλλά και με τα όσα συμβαίνουν στο Αιγαίο, που τα πλοιάρια των μεταναστών συνοδεύονται από σκάφη της τουρκικής ακτοφυλακής. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση της Κύπρου. Με πάμφθηνα αεροπορικά εισιτήρια από πολλές χώρες της Αφρικής, χιλιάδες μετανάστες βρίσκονται στα Κατεχόμενα, μέσω Τουρκίας, και από εκεί, περνώντας την πράσινη γραμμή, προσδοκούν να βρεθούν στην ευρωπαϊκή Γη της Επαγγελίας.
Είναι προφανές ότι αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος αύριο θα είναι αργά. Και είναι ευχάριστο το ότι και από πλευράς αρμοδίου υπουργείου γίνονται ενέργειες προς τη σωστή κατεύθυνση. Όπως, επίσης ότι το ζήτημα έχει ενταχθεί στην προεκλογική ατζέντα των υποψηφίων προέδρων. Επισημαίνω ιδιαίτερα τις πρόσφατες ορθές προτάσεις που ανακοίνωσε ο Νίκος Χριστοδουλίδης, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται στοχευμένες δέσμες μέτρων, που εφόσον εφαρμοστούν με συνέπεια, δύνανται να αλλάξουν την κατάσταση.
Αναφέρω, για παράδειγμα, την εντατικοποίηση της φύλαξης στα σημεία διέλευσης και ιδιαίτερα στην πράσινη γραμμή. Σίγουρα το πρόβλημα είναι ευαίσθητο και είναι κατανοητές κάποιες ανησυχίες που διατυπώνονται. Όμως αυτές δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στη μοιρολατρική αποδοχή των τετελεσμένων που καλλιεργεί με επιμονή η Τουρκία. Παράλληλα, υπάρχουν μέτρα που εξαρτώνται αποκλειστικά από εμάς. Όπως η επιτάχυνση, ακόμα περισσότερο, της εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Ένα μέτρο που πέτυχε στην Ελλάδα, με την κατάλληλη στελέχωση των υπηρεσιών ασύλου. Οι αποφάσεις πρέπει να βγαίνουν γρήγορα, εντός εβδομάδων. Όποιος πραγματικά δικαιούται καθεστώς ασύλου να το λαμβάνει και ας αποφασίσει να πάει όπου θέλει. Όποιος όμως δεν το δικαιούται, βάσει των διεθνών συνθηκών, δηλαδή δεν προέρχεται από χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, δεν κινδυνεύει η ζωή του λόγω διώξεων για θρησκευτικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, τότε με την απόρριψη της αίτησής του, να τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία επιστροφής του στην πατρίδα του.
Οπωσδήποτε αυτό είναι μια δύσκολη επιχείρηση, γιατί πρέπει η χώρα του να κάνει αποδεκτό το αίτημα. Κι εδώ ρόλο έχει η Ε.Ε. που έχει τα εργαλεία, όπως τις αναπτυξιακές χρηματοδοτήσεις, για να πιέσει τις κυβερνήσεις, με κίνητρα και αντικίνητρα να ανταποκριθούν στα αιτήματα επιστροφών. Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας καθαρής σχέσης της Ε.Ε. είναι με την Αίγυπτο. Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει αυστηροποίηση του ποινών για τους διακινητές, με την πρόβλεψη μακροχρόνιας φυλάκισης, και όχι ποινές «χάδι».
Ασφαλώς, κάποιος δικαίως θα μπορούσε να εκφράσει τις αμφιβολίες του ότι από μόνα τους αυτά τα μέτρα θα έχουν απόδοση στο 100% και ότι οι ροές θα κοπούν «μαχαίρι». Ωστόσο, πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι το σημαντικότερο είναι να δοθεί το μήνυμα ότι η Κύπρος δεν είναι «ξέφραγο αμπέλι». Όταν γίνει γνωστό ότι οι όροι παραμονής στην χώρα είναι αυστηροί, και υπάρχει προοπτική μόνον για τους πραγματικά δικαιούχους ασύλου, τότε θα υπάρξει και δεύτερη σκέψη για τους επίδοξους παράτυπους μετανάστες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι νομίζω ηλίου φαεινότερον ότι αν για τη δυτική Ευρώπη το μεταναστευτικό προκαλεί σοβαρούς πολιτικούς τριγμούς σε παλαιές και ισχυρές δημοκρατίες, όπως η Σουηδία, η Γαλλία ή η Ιταλία, όπου τα ξενοφοβικά κόμματα παίρνουν τεράστια ποσοστά, για τη μικρή, ημικατεχόμενη Κύπρο το διακύβευμα είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο. Πρόκειται, ούτε λίγο ούτε πολύ, για θέμα εθνικής επιβίωσης.
Ο κ. Πανίκος Λεωνίδου είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος, νομικός.