Kathimerini.com.cy
Πιθανότατα η μεγαλύτερη κοινωνική πίεση που δέχτηκε η κυβέρνηση Αναστασιάδη, στα σχεδόν δέκα χρόνια διακυβέρνησής της, προήλθε από τις μεγάλες κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών το καλοκαίρι του 2018. Ούτε την περίοδο του κουρέματος ούτε όταν έσκασε η βόμβα με το βίντεο του Al Jazeera δεν υπήρξε τόση αντιπολιτευτική κριτική από συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, ούτε καν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Φυσικά αυτό δείχνει πολλά και για την ίδια την αντιπολίτευση αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Προσωπικά αυτό που έκανε εντύπωση τότε ήταν οι πολυάριθμες αναρτήσεις από εκπαιδευτικούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα προβλήματα του δημόσιου σχολείου. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί περιέγραφαν με γλαφυρό τρόπο τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά στα σχολεία. Από την έλλειψη υποδομών μέχρι τα εκπαιδευτικά προγράμματα, πολλά προβλήματα που κρύβονταν κάτω από το χαλί βγήκαν στην επιφάνεια. Τέσσερα χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2018 και ακόμα, όταν αναφερόμαστε στην παιδεία, η συζήτηση παραμένει αναλλοίωτη με τότε.
Από το 1965 που καταργήθηκε η Ελληνοκυπριακή Κοινοτική Συνέλευση και με βάση το δίκαιο της ανάγκης η εκπαίδευση πέρασε στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, αυτή μεταβλήθηκε σ’ ένα τεράστιο πεδίο άσκησης λαϊκισμού και πολιτικής εκμετάλλευσης απ’ όσους κυβέρνησαν. Κάτι το οποίο προσφερόταν και προσφέρεται για ψηφοθηρία. Όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις είχαν σε υψηλή προτεραιότητα την άσκηση μικροπολιτικής για την παιδεία. Αν προσθέσουμε και τα διάφορα κέντρα εξουσίας που επιζητούσαν λόγο και ρόλο στην εκπαίδευση, έχουμε δει κατά καιρούς αλλοπρόσαλλες αποφάσεις με πρώτο θύμα τα παιδιά, τα οποία βίωναν τις συνέπειες των εκάστοτε κυβερνητικών πολιτικών ή των εμμονών διαφορών υπουργών. Μπορώ να μιλήσω και μέσα από την προσωπική μου εμπειρία ως μαθητής, καθώς έζησα από πρώτο χέρι τους πειραματισμούς της εισαγωγής του τότε ενιαίου λυκείου.
Το γεγονός πως τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος είναι διαχρονικά και δομικά, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία ούτε για όσους κυβέρνησαν ούτε για όσους θέλουν να κυβερνήσουν. Για παράδειγμα, φαινόμενα όπως αυτό του σχολικού εκφοβισμού δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά στα σχολεία τα τελευταία χρόνια. Όσοι έχουμε περάσει από τα δημόσια σχολεία γνωρίζουμε πως τέτοιου είδους συμπεριφορές υπήρχαν πάντα στα σχολεία, απλώς είτε υπήρχε η τάση να αποσιωπώνται είτε δεν δινόταν η απαραίτητη σημασία. Σήμερα που η κοινωνία είναι πιο ανοιχτή στο να συζητήσει και κυρίως να μην τα ανέχεται, βλέπουμε τον σχολικό εκφοβισμό να έχει βρει θέση και στα προεκλογικά προγράμματα των υποψηφίων.
Η παιδεία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις δημόσιες τοποθετήσεις των υποψηφίων και στις προτάσεις διακυβέρνησής τους. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να μην είναι κεντρικό σημείο αναφοράς; Αφού γνωρίζουν πολύ καλά πως είναι ένα θέμα το οποίο απασχολεί έντονα τους πολίτες, γιατί αφορά τα ίδια τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι αν πραγματικά εννοούν τα όσα διακηρύττουν και κυρίως αν είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν με τα κατεστημένα που υπάρχουν στον χώρο της εκπαίδευσης. Πολλά από τα όσα θέτουν οι υποψήφιοι ως προβλήματα, είναι ζητήματα τα οποία έχουν τεθεί και στο παρελθόν και ακόμα δεν έχουν επιλυθεί ή τύχει μιας καλύτερης διαχείρισης. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση, από την άλλη αποτελεί υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών να μιλούν για μεταρρυθμίσεις άνθρωποι που βρίσκονταν σε θέσεις που θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει προς βελτίωση της κατάστασης αλλά για διάφορους λόγους δεν έκαναν κάτι για αυτό.
Έχουμε χορτάσει από μεγάλα λόγια σε αυτόν τον τόπο, αυτό που αναμένουμε πλέον είναι πράξεις και πολιτικές ουσίας. Εδώ θα είμαστε και μετά τον Φεβρουάριο για να δούμε τι θα υλοποιηθεί από τα μεγαλεπήβολα πλάνα αυτού που θα εκλεγεί και θα κληθεί να διαχειριστεί και αυτό το θέμα ή αν θα βρεθούμε στην ίδια θέση μετά από πέντε χρόνια να συζητούμε τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά.
Ο Χρίστος Κυπριανού είναι κάτοχος Ba Κοινωνιολογίας και Μa New Media And Society.