ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πώς κατασκευάζεται η «ανάρμοστη» συμπεριφορά

Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΑΣΔ) για την απόλυση του γενικού ελεγκτή (Γ.Ε.) Οδυσσέα Μιχαηλίδη, «βασικά συστατικά στοιχεία της ικανότητας άσκησης των καθηκόντων κρατικού αξιωματούχου» είναι, μεταξύ άλλων, «το μέτρο, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα». Σωστά, ποιος διαφωνεί;

Ερώτημα: εφάρμοσε τα κριτήρια αυτά το ΑΣΔ στην ίδια την απόφασή του για τον κ. Μιχαηλίδη; Αμφιβάλλω. Σε 209 σελίδες, οι ανώτατοι δικαστές σφυροκοπούν ανηλεώς τον κρινόμενο Γ.Ε. Δεν βρήκαν ούτε ένα θετικό στοιχείο να αναφέρουν για τη δεκαετή θητεία του.

Κι όμως, ο κ. Μιχαηλίδης έφερε στην επιφάνεια σκάνδαλα κολοσσιαίων διαστάσεων, ενώ οι εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (Ε.Υ.) άφησαν εποχή με την ευθυβολία των επισημάνσεών τους για τη βελτίωση της διαχείρισης δημόσιου χρήματος. Είναι παραδεκτό, σε όλο το πολιτικό φάσμα, ότι, επί των ημερών του, αναβαθμίστηκε σημαντικά ο ρόλος της Ε.Υ., σε σημείο που η Ε.Υ. θεωρείται από την κοινή γνώμη ο δεύτερος πιο αξιόπιστος θεσμός της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. stockwatch, 15/10/20). Πρόκειται για τεράστιο επίτευγμα σε μια χώρα όπου οι πλείστοι κρατικοί θεσμοί στερούνται αξιοπιστίας. Ακόμα και ο εντιμότατος (εννοείται) κ. Αναστασιάδης συνεχάρη τον κ. Μιχαηλίδη για το «ελεγκτικό έργο» του και την «αμεροληψία» του (pio.gov.cy, 7/12/22).  

Ορθά, ωστόσο, το ΑΣΔ επισημαίνει ότι «η δημοφιλία δεν αποτελεί κριτήριο και μέτρο συμπεριφοράς κρατικού αξιωματούχου». Αυτό που κλήθηκε να κρίνει το ΑΣΔ ήταν αν η συμπεριφορά του κ. Μιχαηλίδη ήταν «ανάρμοστη», δηλαδή κατά πόσον «στα μάτια τρίτων είναι εύλογο ότι [η] συμπεριφορά [του] τον καθιστά ακατάλληλο να επιτελεί τα υψηλά του καθήκοντα». Ερώτημα: ανήλθαν οι σεβαστοί ανώτατοι δικαστές στο ύψος αυτού που ο Ανταμ Σμιθ ονομάζει «αόρατο θεατή», δηλαδή του ιδεατού κριτή, ο οποίος, με τα αμερόληπτα «μάτια τρίτων» κρίνει, κατά το δυνατόν, χωρίς προ-καταλήψεις; Αμφιβάλλω.

Η ρητορική της απόφασης

Το γεγονός και μόνο ότι αποσιωπάται το τεράστιο έργο της Ε.Υ. επί Μιχαηλίδη προδίδει καταφανή μονομέρεια. Η γενικότερη ρητορική της δικαστικής απόφασης αποκαλύπτει κεκαλυμμένα αρνητική προδιάθεση για τον κρινόμενο. Τα συμπεράσματα της απόφασης για το «ανάρμοστο» της συμπεριφοράς του δεν είναι προϊόν στεγνής συλλογιστικής αλλά ερμηνευτικής κατανόησης, η οποία είναι εμποτισμένη, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, με προ-κατάληψη. Συνάγεται αυτό από σημεία της ρητορικής του κειμένου. Ιδού δύο παραδείγματα.

Πρώτο, στην άκρως σημαντική ενότητα για τον «χειρισμό καταγγελιών κατά βοηθού εισαγγελέα στην Αρχή κατά της Διαφθοράς», στα παρατιθέμενα κείμενα των ανακοινώσεων της Ε.Υ. και του Γ.Ε. παρεμβάλλονται τουίτ του γιου του κ. Μιχαηλίδη, τα οποία, ως συνήθως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι αφοριστικώς καταγγελτικά. Συμφύροντας τις απόψεις του υιού Μιχαηλίδη με τις ανακοινώσεις της υπηρεσίας που διευθύνει ο πατήρ Μιχαηλίδης, μένει στον αναγνώστη η επίγευση ενός αμετροεπούς αξιωματούχου που περισσότερο αφορίζει και λιγότερο διαλογίζεται. Είναι δίκαιο;

Δεύτερο, η δικαστική απόφαση δίνει ενίοτε την εντύπωση ότι θέλει να στοιχειοθετήσει, με κάθε τρόπο, την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του κ. Μιχαηλίδη, ακόμη κι όταν τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι ισχυρά. Στην ενότητα λ.χ. για τις αναφορές του Γ.Ε. κατά του Πανεπιστημίου Κύπρου, του πρύτανη και του καθηγητή Πισσαρίδη, ενώ οι αιτιάσεις του κ. Μιχαηλίδη ήταν επί της ουσίας αβάσιμες, γι’ αυτό και δεν δόθηκε συνέχεια στις υποθέσεις, οι χειρισμοί του δεν ήταν τέτοιοι που να εγείρονται αμφιβολίες στα «μάτια τρίτων» για την καταλληλότητά του να ηγείται της Ε.Υ. Στην υπόθεση του Επιτρόπου Εθελοντισμού διερωτάται κανείς πού βρίσκεται η «παραπληροφόρηση» που του αποδίδει το ΑΣΔ. Η δικαστική απόφαση δείχνει, σε σημεία, να βιάζεται να συνάγει τα συμπεράσματα που επιθυμεί.

Ο πυρήνας της καταδικαστικής για τον κ. Μιχαηλίδη απόφασης είναι η «απαξίωση του θεσμικού ρόλου του γενικού εισαγγελέα» και η «έλλειψη μέτρου και ευθυκρισίας» στη δημόσια επικοινωνία του Γ.Ε. Η πηγή του κακού, κατά το ΑΣΔ, είναι η «εσφαλμένη αντίληψη του ρόλου» που διαμόρφωσε ο κ. Μιχαηλίδης. Δηλαδή; «Όφειλε να περιορίζεται στον επιβαλλόμενο έλεγχο και την έκδοση σχετικών εκθέσεων», φρονεί το ΑΣΔ.

Ο ρόλος του γεν. ελεγκτή

Ποια ήταν η αντίληψη του κ. Μιχαηλίδη για τον ρόλο του; Πέραν της στενά ελεγκτικής διάστασης, ο κ. Μιχαηλίδης προσέδωσε στον ρόλο του δύο ακόμη διαστάσεις – θεσμικό αντιρρητισμό και επικοινωνιακό ακτιβισμό. Όταν λ.χ. διαπιστώνει τεκμηριωμένα ότι οι χειρισμοί κρατικών αξιωματούχων (ιδιαίτερα του γενικού εισαγγελέα και του βοηθού του) δεν είναι αυτοί που όφειλαν να είναι, ο κ. Μιχαηλίδης δεν διστάζει να εκφράσει τις αντιρρήσεις του. Προκειμένου να ενημερώνεται η κοινή γνώμη και να υπερασπίζεται το έργο της η Ε.Υ., ο κ. Μιχαηλίδης επικοινωνεί και διαλέγεται με τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη. Και οι δύο διαστάσεις ήταν πρωτοφανείς. Ουδείς άλλος ανώτερος κρατικός αξιωματούχος είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο πριν.

Ήταν σωστό ο Γ.Ε. να έχει αυτή τη διευρυμένη αντίληψη για τον ρόλο του; Προκειμένου να ασκήσει επαρκώς το λειτούργημά του, ναι ήταν, για τον ίδιο λόγο που αναμένουμε από τον καλό γιατρό να μην ασκεί αμυντική ιατρική (να κάνει, δηλαδή, μόνο τα απολύτως απαραίτητα, καλύπτοντας τα νώτα του). Ο ακέραιος αξιωματούχος υπερβαίνει, ενίοτε, τα στενά τεχνικά καθήκοντά του προκειμένου να υπηρετήσει τον κοινωφελή σκοπό της υπηρεσίας του. Αν δεν έχει άλλη επιλογή, ίσως χρειαστεί να συμπεριφερθεί αντισυμβατικά, χάριν του κοινού καλού. Αν λ.χ. διαπιστώσει τεκμηριωμένα ότι οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας ασκούν τις αρμοδιότητές τους μεροληπτικά, οφείλει να προβάλλει αντιρρήσεις και να ενημερώσει την κοινή γνώμη, η οποία ζητάει διαφάνεια. Η στάση αυτή προϋποθέτει ηθικό ανάστημα – να μη διστάσει να γίνει δυσάρεστος. Ο κ. Μιχαηλίδης δεν δίστασε.

Δείτε τη διερεύνηση της καταγγελίας από την Ε.Υ. ότι, δηλαδή, γόνοι οικογενειών με επιρροή υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους σε προνομιακές θέσεις. Το Υπουργείο Άμυνας (ΥΠΑΜ) αρνήθηκε να δώσει τα σχετικά στοιχεία στην Ε.Υ. Όταν η Ε.Υ. προσέφυγε στον γενικό εισαγγελέα ζητώντας του να διερευνήσει το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικού αδικήματος εκ μέρους του ΥΠΑΜ, η απάντηση του γενικού εισαγγελέα ήταν: «από την πληροφόρηση (που είχαμε από το ΥΠΑΜ), δεν διαπιστώνεται η οποιαδήποτε αύξηση των αναγκών της Εθνικής Φρουράς σε συμβασιούχους οπλίτες λόγω του γεγονότος ότι κάποιοι στρατιώτες υπηρετούν στο ΥΠΑΜ και στο ΓΕΕΦ». Με άλλα λόγια, ο γενικός εισαγγελέας ανέλαβε αυθαίρετα τον ρόλο του γενικού ελεγκτή και αποφάνθηκε μονομερώς για θέμα που δεν ήταν της αρμοδιότητάς του. Κάνοντάς το αυτό κάλυψε ουσιαστικά το υπόλογο ΥΠΑΜ (και την πιθανή διάπραξη ρουσφετιών). Αυτό επισήμανε με παρρησία ο Γ.Ε. στην απάντησή του, η οποία κρίθηκε «ανάρμοστη» από το ΑΣΔ.

Το ΑΣΔ, επιπλέον, προσάπτει στον κ. Μιχαηλίδη τη σοβαρή μομφή ότι «καταπάτησε βάναυσα το τεκμήριο αθωότητας» του βοηθού γενικού εισαγγελέα (ΒΓΕ), όταν ο τελευταίος σταμάτησε την ποινική δίωξη πρώην πελάτη του. Ο κ. Μιχαηλίδης ουδέποτε αποκάλεσε ή υπονόησε ότι ο ΒΓΕ είναι «ένοχος» διάπραξης ποινικού αδικήματος, όπως ισχυρίζεται η δικαστική απόφαση. Αυτό που ορθά επεσήμανε ο κ. Μιχαηλίδης είναι ότι, με την έρευνα της Αρχής κατά της Διαφθοράς, καταδείχθηκε η αντικειμενική σύγκρουση συμφέροντος του ΒΓΕ. Επιπλέον, διερωτήθηκε εμμέσως γιατί η Αρχή αποδέχθηκε αβασάνιστα τον ισχυρισμό του ΒΓΕ ότι δεν θυμόταν ότι το διωκόμενο πρόσωπο ήταν πελάτης του.

Δεν χρειάζεται να έχει κανείς την εμπειρογνωμοσύνη έγκριτου νομικού για να καταλάβει αυτό που η κοινή λογική αμέσως αντιλαμβάνεται: γιατί να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του ΒΓΕ περί αμνησίας του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπάρχει προηγούμενο; (Η επιτροπή Νικολάτου, θυμίζω, διαπίστωσε ότι «προκύπτει θέμα ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων» για τον ΒΓΕ, δεδομένου ότι «συμμετείχε στις συνεδριάσεις των Υπουργικών Συμβουλίων όπου εγκρίθηκαν πολιτογραφήσεις επενδυτών που προωθούνταν από το συνδεδεμένο με [αυτόν] δικηγορικό γραφείο»). Η Αρχή, δυστυχώς, δεν έθεσε το κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ο κ. Μιχαηλίδης είχε το θάρρος να το θέσει. Και την πλήρωσε.

Αυτό που ενοχλεί βαθιά τον καλοπροαίρετο πολίτη είναι η υποκρισία. Να εγκαλείται ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης ότι, με τη συμπεριφορά του, «δημιουργεί αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του», ενώ οι «αντικειμενικά κρίνοντες τρίτοι» στρέφουν αλλού το βλέμμα όταν ανώτατοι αξιωματούχοι ασκούν ανέλεγκτα, όπως αυτοί αυθαίρετα επιθυμούν, τα καθήκοντά τους. Αυτή την υποκρισία διαισθάνεται η κοινή γνώμη, και γι αυτό αγανακτεί.

 

Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.

www.htsoukas.com

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X