Ο τελευταίος γύρος βίας στη Μέση Ανατολή θα αποτελέσει ορόσημο στην ιστορία των αραβοϊσραηλινών διενέξεων. Το ερώτημα που πλανάται είναι «πώς φτάσαμε εδώ;». Στόχος του άρθρου είναι να παρουσιάσει τις αιτίες με έμφαση αρχικά σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα που αποτελούν το υπόβαθρο του παλαιστινιακού προβλήματος και εν τέλει σε πιο πρόσφατα γεγονότα.
Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει το παλαιστινιακό ζήτημα χωρίς να πάει πίσω στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν στον Σαρίφη της Μέκκας Χουσεΐν Μπιν Αλί ότι θα υποστηρίξουν την ανεξαρτησία των Αράβων μέσω του ύπατου τους αρμοστή στην Αίγυπτο Μάχον σε επιστολές της περιόδου 1915-1916. Παράλληλα, υπόσχονταν στους Εβραίους Σιωνιστές τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στη γη της ιστορικής Παλαιστίνης μέσω της διακήρυξης του Μπάλφουρ τον Νοέμβριο του 1917. Αξιοσημείωτο είναι πως ο μόνος Εβραίος στο βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο, ο Έντουιν Μόνταγκιου, διαφώνησε με τη διακήρυξη, καθώς τόνιζε πως η περιοχή που οι Βρετανοί υπόσχονταν στους Εβραίους Σιωνιστές κατά πλειοψηφία κατοικείτο από Άραβες μουσουλμάνους, προβλέποντας πως η κίνηση αυτή θα οδηγούσε σε αντιπαλότητα τις δύο κοινότητες. Δυστυχώς, είχε απόλυτο δίκαιο.
Την επαύριον του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Παλαιστίνη γίνεται βρετανικό προτεκτοράτο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου οι Βρετανοί προέκριναν τη μετάβαση πολλών Εβραίων από την Ευρώπη προς την Παλαιστίνη, πυροδοτώντας την αντιπαλότητα των δύο κοινοτήτων. Όταν το 1947 η Βρετανία αποχωρεί από την Παλαιστίνη, η περιοχή βυθίζεται σε εμπόλεμη κατάσταση και οι πολύ πιο έτοιμοι στρατιωτικά Εβραίοι, επικρατούν. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιλάν Παππέ, στη διαδικασία περίπου 500 χωριά και 11 πόλεις των Αράβων αφανίζονται από τον χάρτη και πάνω από 750.000 Άραβες Παλαιστίνιοι γίνονται πρόσφυγες, στη βάση μιας πολιτικής εθνοκάθαρσης. Στη σύγκρουση εμπλέκονται και η Αίγυπτος, η Ιορδανία, η Συρία, μεταξύ άλλων, χωρίς να αλλάξουν τον ρου υπέρ των Παλαιστινίων.
Τα επόμενα χρόνια τα μεταναστευτικά ρεύματα Εβραίων από την Ευρώπη πολλαπλασιάστηκαν. Ορόσημο αποτελεί το 1958 η ίδρυση της Φατάχ, της κυριότερης δύναμης πίσω από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Εν συνεχεία ο πόλεμος του 1967 κατέστησε το Ισραήλ κατοχική δύναμη καθώς πλέον είχε υπό τον έλεγχό του τα συριακά υψώματα Γκολάν, την αιγυπτιακή χερσόνησο του Σινά και εδάφη που ανήκαν στο κράτος της Παλαιστίνης σύμφωνα με το ειρηνευτικό σχέδιο του ΟΗΕ του 1947. Ο πόλεμος του 1973 επιστρέφει το Σινά στην Αίγυπτο, αλλά η κατάσταση παραμένει αναλλοίωτη κατά τα άλλα με την ΟΑΠ να συνεχίζει την ένοπλη αντίσταση εναντίον του Ισραήλ. Τα επόμενα χρόνια σημαντικές εξελίξεις συμβαίνουν εντός του παλαιστινιακού μετώπου. Καταρχάς, το 1987 δημιουργείται η Χαμάς, ισλαμιστική οργάνωση, η οποία εμμένει στην καταστροφή του κράτους του Ισραήλ, αντιτίθεται στη Φατάχ και δρα στη βάση ενός δόγματος το οποίο χαρακτηρίζεται από τρομοκρατικές πρακτικές όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας και οι επιθέσεις έναντι αμάχων. Ταυτοχρόνως, η ΟΑΠ μέσω της Φατάχ από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 άλλαζε σταδιακά στρατηγική, οδηγώντας στη διαδικασία του Όσλο όπου εν τέλει εγκατέλειψε τον στρατιωτικό αγώνα και αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ με αντάλλαγμα την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους και την αποχώρηση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα εδάφη. Η διαδικασία αυτή ουσιαστικά κατέρρευσε με τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 από Καχανιστές τρομοκράτες οι οποίοι ασπάζονταν τη δημιουργία ενός θεοκρατικού καθεστώτος στο Ισραήλ.
Η ήττα της Φατάχ και νίκη της Χαμάς στις βουλευτικές εκλογές του 2006. Η νίκη της Χαμάς οδηγεί και σε γεωγραφική διάσπαση της Παλαιστινιακής Αρχής καθώς μετά από τη διαμάχη που ξέσπασε για τον έλεγχο τον σωμάτων ασφαλείας η Χαμάς ελέγχει τη Γάζα και η Φατάχ τη Δυτική Όχθη από το 2007. Αποτέλεσμα ήταν και ο αποκλεισμός της Γάζας από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, μετατρέποντάς τη σε «μια ανοικτή φυλακή» με δύο εκατομμύρια κόσμο σε μια έκταση ίση με το νησί της Άνδρου. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης αποτελούν και το κατάλληλο περιβάλλον για τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων της Γάζας ελέω και της απουσίας οποιασδήποτε διεξόδου. Παράλληλα, το Ισραήλ με τις ολοένα και πιο αυταρχικές του ηγεσίες την τελευταία δεκαετία, έχει επιδοθεί σε περαιτέρω καταπίεση μέσω της ουσιαστικής απόρριψης της λύσης δύο κρατών, τον συνεχιζόμενο εποικισμό της Δυτικής Όχθης και τη νομοθετική ρύθμιση του 2018 που χαρακτήρισε το Ισραήλ ως καθαρά ιουδαϊκό κράτος. Αξίζει να σημειωθεί πως οι δύο κυβερνητικοί εταίροι του Νετανιάχου πριν από τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας στόχο έχουν τη δημιουργία ενός θεοκρατικού σιωνιστικού καθεστώτος.
Η τελευταία σημαντική παράμετρος που οφείλουμε να αναλογιστούμε είναι και η διεθνής συγκυρία στη Μέση Ανατολή. Μετά από την εκλογή Τραμπ, οι προσπάθειες της αμερικανικής ηγεσίας στράφηκαν στην κανονικοποίηση των σχέσεων ανάμεσα σε κράτη του αραβικού κόσμου με το Ισραήλ, σε μια προσπάθεια επίλυσης του Παλαιστινιακού ερήμην των Παλαιστινίων. Μια τέτοια εξέλιξη θα συγκροτούσε ένα ενιαίο μέτωπο εναντίον του Ιράν και των εξαρτώμενων από αυτών δρώντων όπως η λιβανέζικη Χεζμπολάχ, η Χαμάς και το καθεστώς Άσαντ. Οι συμφωνίες του Αβραάμ το 2020 έδειξαν τον δρόμο με το Μπαχρέιν, τα ΗΑΕ και το Μαρόκο να αναγνωρίζουν το Ισραήλ. Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Λίβανου, παρά το ότι de jure βρίσκονται σε πόλεμο, για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών είναι ένα ακόμα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Το σημαντικότερο όμως βήμα θα ήταν μια κανονικοποίηση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας, της ηγέτιδας χώρας του σουνιτικού Ισλάμ, και του Ισραήλ. Οι εξελίξεις αυτές σε συνάρτηση με την κατάσταση επί του εδάφους στη Γάζα αποτελούν τις άμεσες αίτιες της ενέργειας της Χαμάς.
Συνοψίζοντας, χωρίς να αντιμετωπιστούν οι συνθήκες που τροφοδοτούν τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως τη Χαμάς, αλλά και θεοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, όπως των υπερορθόδοξων εταίρων του Νετανιάχου, ο κύκλος βίας δύσκολα θα σπάσει. Η άποψη του γράφοντος είναι πως η ασφάλεια του Ισραήλ σε βάθος χρόνου περνά από την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας και την επαναφορά του θέματος στη βάση των δύο κρατών. Οποιαδήποτε αντίθετη κίνηση θα οδηγήσει στην πραγματικότητα ενός κράτους το οποίο για να παραμείνει σιωνιστικό και ιουδαϊκό τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πρακτικές ανάλογες με εκείνες του απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής ή ακόμη χειρότερα εθνοκάθαρσης. Δυστυχώς, το δεύτερο σενάριο παραμένει και το πιο πιθανό.
Ο Αλέξανδρος Ζαχαριάδης διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις της Μέσης Ανατολής στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του London School of Economics.