Ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Σπύρου Κυπριανού κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Τόμος φέρει τον τίτλο «Στην Μάχη της Ιστορίας - Όπως την έζησα» και καλύπτει την περίοδο 1932-1959. Την επιμέλεια, τεκμηρίωση και έρευνα του έργου έκανε ο δημοσιογράφος Γιώργος Τσαλακός. Όπως αναφέρει ο ίδιος στην εισαγωγή του, ο αείμνηστος Πρόεδρος, μετά τη δημοσιοποίηση των προβλημάτων της υγείας του, ζήτησε από τον δημοσιογράφο να τον βοηθήσει στη συγγραφή του βιβλίου. Έτσι, σε τακτική βάση, ο Γ. Τσαλακός, αφού πρώτα πήρε μια εκτεταμένη συνέντευξη, διάρκειας 28 κασετών μαγνητοφώνου, είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο του Κυπριανού, προκειμένου να εμπλουτίζει και να τεκμηριώνει το γραπτό κείμενο της αφήγησης του Προέδρου.
Ο Α΄ Τόμος αποτελείται από 800 σελίδες. Είναι γραμμένος σε πρώτο πρόσωπο, με απλή γλώσσα, και συνοδεύεται από αρκετό υλικό με φωτογραφίες, επιστολές, σημειώσεις και δημοσιεύματα της εποχής. Έτσι, παρά τον μεγάλο του όγκο, κυλά χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει με καθαρότητα αυθεντικά στοιχεία του χαρακτήρα τού Προέδρου Κυπριανού. Επίσης, ο επιμελητής φρόντισε να προσθέσει σημαντικές παραπομπές για γεγονότα και πρόσωπα της αφήγησης του Σπύρου Κυπριανού, που βοηθούν τον κάθε ενδιαφερόμενο να έχει μια πιο εις βάθος γνώση όσων αναφέρονται.
Ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα το γεγονός ότι ο Σπύρος Κυπριανού διατηρούσε ένα πλούσιο αρχείο από τη νεαρή του ηλικία. Από όσα έχουν δημοσιευθεί στον Α΄ Τόμο, φαίνεται πως ο ίδιος φύλαγε τις επιστολές, που έστελνε και λάμβανε, και διατηρούσε αρκετές σημειώσεις και ημερολόγια.
Αναφέρονται, επίσης, μικρά προσωπικά περιστατικά της ζωής του πρωταγωνιστή, χωρίς όμως να επιδιώκει ο συγγραφέας να πλατειάζει. Τέτοια στοιχεία είναι η γνωριμία του με τη Μιμή, αλλά και η εξομολόγηση πως ο έμπορος πατέρας του προτιμούσε όπως ο γιός του ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, παρά με την πολιτική, σκέψη που επαναλάμβανε ακόμη και μετά την εκλογή του Σπύρου Κυπριανού στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Με όσα εξιστορεί γίνεται πολύ εύκολα κατανοητό πως ο Σπύρος Κυπριανού ήταν ένας φλογερός και παθιασμένος πατριώτης, που αξιοποιούσε κάθε ευκαιρία προκειμένου να προωθήσει το αίτημα των Κυπρίων για εθνική αποκατάσταση. Η δράση του προκάλεσε από νωρίς το ενδιαφέρον του Μακαρίου, ο οποίος ήθελε έναν αξιόπιστο συνεργάτη στο Λονδίνο. Η ιδιότητά του ως φοιτητή Νομικής, αλλά και ως ανταποκριτή της εφημερίδας «Έθνος», του έδινε τη δυνατότητα να δικτυώνεται και να επικοινωνεί με τους σωστούς ανθρώπους. Αποδεικνύεται υπερδραστήριος. Ίδρυσε την ΕΦΕΚΑ και ενεργοποίησε την παροικία για την οικονομική στήριξη του Γραφείου Εθναρχίας, στο Λονδίνο. Δίδασκε, ακόμη, και στα απογευματινά σχολεία της παροικίας, καθώς ήταν δύσκολη, τότε, η εξεύρεση διδασκάλων.
Και όλα αυτά ενώ, όπως ο ίδιος αναφέρει, οι μυστικές υπηρεσίες τον παρακολουθούσαν. Γι’ αυτό και ο ίδιος απέφευγε οποιαδήποτε επαφή με το βρετανικό δημόσιο, με αποτέλεσμα να χάσει ακόμη και υποτροφία, λόγω… μη ανταπόκρισης στις κλήσεις των υπευθύνων. Στο τέλος οι Βρετανοί, για να του ασκήσουν πίεση να φύγει, του έστειλαν επιστολή να ενταχθεί υποχρεωτικά στον βρετανικό στρατό.Στο βιβλίο υπάρχει η παράθεση μικρών περιστατικών, τα οποία μπορεί στις μέρες μας να ακούγονται «δυσνόητα», όμως είναι ενδεικτικά του κλίματος της εποχής. Ένα από αυτά είναι η αλληλογραφία του Σπύρου Κυπριανού, το 1953, με τον καθηγητή Τίλλυαντ του Πανεπιστημίου Cambridge, κατά της πρότασης για λειτουργία βρετανικού πανεπιστημίου στην Κύπρο. Η σκέψη αυτή προκάλεσε ταραχή στην Κύπρο, καθώς θεωρήθηκε ως προσπάθεια των αποικιοκρατών να μειώσουν την επιρροή της ελληνικής παιδείας. «Και να δεχτώ πως είστε φυλακισμένος, δεν θα θέλατε να χρησιμοποιήσετε οποιαδήποτε μέσα προσφέρει η φυλακή για τη μόρφωσή σας;», τον ρωτά ο καθηγητής, με τον Κυπριανού να του απαντά πως «ως αιχμάλωτοι, που είμαστε, το πρώτιστο καθήκον μας είναι να δραπετεύσουμε με οποιονδήποτε τρόπο»! Ο Α΄ Τόμος αναδεικνύει τον Μακάριο ως τη δεσπόζουσα και κυρίαρχη μορφή στη ζωή του Κυπριανού. Άλλωστε, ο ίδιος κατ’ επανάληψη αναφέρει πως όλες οι δράσεις και οι αποφάσεις του λαμβάνονταν μόνο μετά από συνεννόηση με τον Αρχιεπίσκοπο. Όταν το 1956 άρχισε να συζητείται παρασκηνιακά πρόταση αυτοκυβέρνησης, ως μεταβατικό στάδιο πριν την Ένωση, ο Μακάριος με χαλαρή διάθεση τού είπε πως θα ήταν ιδανικός για υπουργός Εξωτερικών. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1960, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι θα έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε περισσότερα στον επόμενο Τόμο. Ο ίδιος περιγράφει αναλυτικά την καλή σχέση, που έκτισε με το βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Αποκορύφωμα ήταν η συνεργασία που είχε με την τότε αντιπρόεδρο των Εργατικών Μπάρμπαρα Κασλ, στην οποία ο Μακάριος, το 1958, έδωσε την περιβόητη συνέντευξη, στην οποία, μπροστά στον κίνδυνο διχοτόμησης, ανέφερε πως θα συζητούσε λύση ανεξαρτησίας.
Συνεργασία, όμως, με τους Εργατικούς υπήρξε και για την αποκάλυψη των βασανιστηρίων, που γίνονταν στις φυλακές επί Χάρντινγκ. Η δημόσια συζήτηση ανάγκασε την κυβέρνηση των Συντηρητικών να αντικαταστήσει τον Χάρντινγκ με τον πιο επικοινωνιακό Σερ Χιου Φουτ.
Παρουσιάζονται, επίσης, οι ενέργειες που έγιναν από τον Κυπριανού για ακύρωση των απαγχονισμών των Νίκου Σαμψών, Γιάννη Αθανασίου και Κώστα Κωνσταντινίδη. Γεγονότα, που εν πολλοίς είναι άγνωστα σ’ εμάς τους νεότερους.
Ο Α΄ Τόμος τελειώνει με τις διαπραγματεύσεις Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο συγγραφέας μένει στο δωμάτιο που επικοινωνεί με τη σουίτα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στο Λονδίνο, και ζει άμεσα τις εξελίξεις. Εδώ, όμως, ενδεχομένως να προκύπτει η απορία, γιατί ο συγγραφέας δεν έδωσε περισσότερο φως σε όσα έζησε. Πέρα από την εκτενή αναφορά στα γεγονότα και την επανάληψη κάποιων περιστατικών, που ήταν ήδη γνωστά –όπως το τηλεφώνημα της βασίλισσας Φρειδερίκης και τις φορτικές πιέσεις του πρωθυπουργού Καραμανλή– δεν αποκαλύπτεται κάτι καινούργιο. Εάν υπολογίσουμε πως για άλλα θέματα, όπως κατά την παραμονή του στις ΗΠΑ (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1956) ο Κυπριανού διατηρούσε καθημερινό ημερολόγιο, προκαλεί εύλογη απορία, γιατί δεν διατήρησε την ίδια συνήθεια κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης για τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.
Ο συγγραφέας θεωρεί πως οι Καραμανλής και Αβέρωφ θα μπορούσαν να είχαν κάνει καλύτερους χειρισμούς, αν και αναγνωρίζει την προσφορά τους. Όταν αργότερα κάλεσε τον Καραμανλή στην Κύπρο, ο Έλληνας πολιτικός αρνήθηκε ευγενικά και εξέφρασε το παράπονό του πως «αν και υπογράψαμε μαζί με τον Μακάριο, οι Κύπριοι θεωρούν εμένα προδότη και τον Μακάριο ήρωα»!
Ως επίλογο του Α΄ Τόμου, και πρόλογο του επόμενου, ο συγγραφέας αναφέρει πως ήθελε να ενταχθεί στο Σοσιαλιστικό κόμμα, αλλά τελικά κατέληξε στο ΕΔΜΑ.
Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό, καθώς είναι μια αυθεντική πηγή, όχι μόνο για όσους ενδιαφέρονται για τη δράση του Σπύρου Κυπριανού, αλλά και για όσους θέλουν να μάθουν την ιστορία του τόπου. Αναμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια της έκδοσης.
Ο κ. Μαρίνος Φρ. Κλεάνθους είναι αντιπρόεδρος της ΔΗΠΑ.