Η ψήφος των νέων έχει αναχθεί εδώ και κάποια χρόνια σε ιερό δισκοπότηρο της πολιτικής. Αφενός, γιατί η αποχή των νέων 18-25 ετών είναι διαχρονικά μεγαλύτερη από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα. Αφετέρου, γιατί η δημοφιλία στους νέους σήμερα μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξαργυρωθεί ως στήριξη αύριο. Φυσικό επακόλουθο, λοιπόν, να αναρωτιέται κανείς πώς θα κερδίσει την ψήφο τους, αλλά και πώς θα δημιουργήσει ψήφους εκεί που δεν υπάρχουν, μετατρέποντας την αποχή σε συμμετοχή. Ευγενής πόθος, πλην όμως δύσκολα επιτεύξιμος, ιδίως από τη στιγμή που η κυρίαρχη ανάλυση για τη νεανική πολιτικοποίηση βρίθει από ανακρίβειες και λογικά άλματα.
Ενα τέτοιο λογικό άλμα κάνουν όσοι διατείνονται ότι οι νέοι απέχουν επειδή είναι απαθείς ή αδιάφοροι. Η αντίληψη αυτή έχει τις ρίζες της στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όταν κυριαρχούσε η διάκριση ανάμεσα στους «πολιτικοποιημένους» και στους «απολιτίκ». Η πολιτική συμμετοχή είχε ιδεολογική θεμελίωση, έντονη χειραφετητική διάσταση και έπαιρνε σχεδόν αποκλειστικά τη μορφή της κομματικής στράτευσης. Η πολιτική αδιαφορία αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση, αλλά υπήρχε κατανόηση απέναντι σε όσους δέχονταν να φέρουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο σταυρωμένο από το σπίτι. Στην πραγματικότητα, όμως, άνθρωποι με περιορισμένη πρόσβαση στις πηγές ενημέρωσης, ασθενή βαθμό κοινωνικοποίησης και συχνά και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είχαν χαμηλό βαθμό πολιτικοποίησης.
Με τη γενεακή ανανέωση, ωστόσο, η εικόνα αυτή άλλαξε ριζικά. Οι νέοι που σήμερα κατηγορούνται για αδιαφορία, έχουν συνολικά υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης, καλύτερη ενημέρωση και βαθύτερη κατανόηση των κωδίκων επικοινωνίας. Ταυτόχρονα, δεσμεύονται σε πρωτοβουλίες της κοινωνίας πολιτών, αναλαμβάνουν κινηματική δράση, εμπλέκονται σε δραστηριότητες αναδιανεμητικού χαρακτήρα, υπογράφουν ψηφίσματα, παίρνουν μέρος σε διαμαρτυρίες, κάνουν δωρεές σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι νέοι πριν από είκοσι χρόνια. Οι δράσεις όμως αυτές περνούν απαρατήρητες. Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, η πολιτική συμμετοχή (πρέπει να) περνάει αποκλειστικά μέσα από τα κόμματα και την ψήφο, με άλλα λόγια τη θεσμική πολιτική δράση. Τη θέση αυτή έχουν προσπαθήσει να διορθώσουν εδώ και κάποια χρόνια πολιτικοί επιστήμονες και θεωρητικοί της πολιτικής κουλτούρας σε ολόκληρη τη Δύση (βλ. ενδεικτικά Pippa Norris), προτείνοντας πιο συμπεριληπτικούς ορισμούς της πολιτικής συμμετοχής. Στην Ελλάδα, όμως, η πραγματικότητα αυτή δεν παύει να σκανδαλίζει μεγάλη μερίδα της κοινωνίας και των επαγγελματιών της πολιτικής, που τους φαίνεται αδιανόητη μια έννοια συμμετοχικής δημοκρατίας που δεν θα έχει στο επίκεντρό της την εκλογική διαδικασία.
Οπως σωστά είχε προβλεφθεί, η γενεακή ανανέωση του εκλογικού σώματος διεύρυνε παγκοσμίως το ρεπερτόριο της πολιτικής δράσης με νέες αντισυμβατικές και εξωθεσμικές πολιτικές συμπεριφορές. Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία, ωστόσο, από την περίοδο της κρίσης έδειξε με τον εναργέστερο τρόπο ότι η ύπαρξη ενός διακυβεύματος είναι ικανή να αναζωπυρώσει τόσο τις αντισυμβατικές όσο και τις συμβατικές μορφές πολιτικής δράσης. Την περίοδο της κρίσης οι νέοι στράφηκαν στα κόμματα, έτρεξαν στις κάλπες και επιπλέον ριζοσπαστικοποίησαν την ψήφο τους όσο και η υπόλοιπη κοινωνία τόσο προς τη μία όσο και προς την άλλη κατεύθυνση.
Αυτή είναι άλλη μία απόδειξη για το πόσο ανακριβές είναι να προσεγγίζονται οι νέοι σαν μια συμπαγής, ομοιογενής κατηγορία. Ο λόγος που η δημογραφία, η κοινωνική ιστορία και η πολιτική ανάλυση χρησιμοποιούν μελέτες γενεάς ή κοόρτης δεν είναι για να συγκρίνουν την κουλτούρα νέων και γηραιότερων μια δεδομένη στιγμή, παρά για να εντοπίσουν τις μεταλλάξεις της κοινωνίας έτσι όπως αυτές αντανακλώνται διαχρονικά στις νεανικές ταυτότητες. Στις μελέτες αυτές δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε πόσο διαφορετικοί είναι οι Zoomers από τους Boomers –που είναι!– αλλά να δούμε τι σήμαινε να είσαι γυναίκα (ή π.χ. εργάτης) το ’30, το ’40, το ’80 και τι σημαίνει να είσαι γυναίκα το 2020, σε σχέση με τη θέση της στην κοινωνία, στην εργασία, στο ζευγάρι κ.ο.κ.
Το εύρημα λοιπόν, το οποίο πάλι μοιάζει να ξεγλιστράει από τα κόμματα, είναι ότι οι σημερινοί νέοι εμφορούνται πολύ περισσότερο από μεταϋλιστικές αξίες. Τους απασχολούν η κοινωνική ανισότητα, τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλοφίλων, η έμφυλη βία, το περιβάλλον, η εκπαίδευση. Τα θέματα αυτά όμως κρίνονται συχνά δευτερεύουσας σημασίας και είναι δύσκολο να διεισδύσουν στον λόγο των κομμάτων. Ο φορέας αυτού του λόγου μπορεί να είναι ένας ηλικιωμένος Μπέρνι Σάντερς ή μια νεαρή Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ. Το βήμα μπορεί να είναι η κωμική εκπομπή που ο Ομπάμα παρουσίασε το Obamacare ή κάποια νεανική εκπομπή του ελληνικού ραδιοφώνου. Αυτό που θα έπρεπε να σκεφτούν τα κόμματα είναι πώς θα εισαγάγουν στον λόγο, αλλά και στην καθημερινή τους στάση, έστω κάποια από τα παραπάνω ζητήματα. Οι νέοι δεν θα έρθουν από το μέσο. Θα έρθουν για το μήνυμα.
* H κ. Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.