Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα τα μέλη και τους προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων 18 ημικρατικών οργανισμών. Η πράξη διορισμού, ως τέτοια, δεν είναι καινούργια. Αυτό κάνει κάθε καινούργια κυβέρνηση όταν λήγει η θητεία μελών και πρέπει να διοριστούν νέα. Η καινοτομία, όμως, είναι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε από μια λίστα, με τριπλάσιο αριθμό από τις κενές θέσεις, που του προώθησε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο (πρόεδρος ο πρώην δικαστής κ. Γ. Αρέστης).
Η αντιπολίτευση και αρκετά ΜΜΕ επέκριναν τις κυβερνητικές επιλογές, με το επιχείρημα ότι οι διορισθέντες ήταν πολιτικοί φίλοι του προέδρου Χριστοδουλίδη και των κομμάτων που τον υποστηρίζουν. Η κριτική, όπως εκφράστηκε, ήταν επι το πλείστον ισοπεδωτική, συμπαρασύροντας και το νεότευκτο θεσμό τού Γνωμοδοτικού. Όποιος νοιάζεται για την αξιοκρατία στον δημόσιο βίο, τον ενδιαφέρουν οι μεταρρυθμίσεις, και, συγχρόνως, θέλει να σκέφτεται απροκατάληπτα, οφείλει να είναι σκεπτικιστής σε κάθε είδους κατεδαφιστική κριτική, αναζητώντας εποικοδομητικά τρόπους βελτίωσης. Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια λογική σειρά.
Πρώτο, τις αποφάσεις διορισμού τις λαμβάνει διά νόμου το Υπουργικό. Το Γνωμοδοτικό εισηγείται τη λίστα ονομάτων από την οποία επιλέγει το Υπουργικό. Πρόκειται για δύο διακριτά επίπεδα, τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται. Ακόμα κι αν είμαστε δυσαρεστημένοι με συγκεκριμένες κυβερνητικές επιλογές, δεν σημαίνει ότι το Γνωμοδοτικό δεν έκανε τη δουλειά του καλά. Η όποια κριτική, για να είναι αξιόπιστη, πρέπει να είναι σαφής στην εστίασή της.
Δεύτερο, δεν γνωρίζουμε, στις πλείστες περιπτώσεις, τα πολιτικά φρονήματα των διορισθέντων, ούτε άλλωστε θα έπρεπε να μας ενδιαφέρουν. Εφόσον, ως όφειλε, το Γνωμοδοτικό πρότεινε για κάθε θέση διορισμού τρία ονόματα, η κυβέρνηση είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει όποιον/α θεωρούσε καλύτερο/η. Αν πρυτάνευσαν στενά πολιτικά κριτήρια στην απόφασή της, αυτό αποκαλύπτει κάτι για την κυβέρνηση, όχι για το Γνωμοδοτικό. Να το πω διαφορετικά: αν δεν μας αρέσουν οι επιλογές του Χριστοδουλίδη, δεν πρέπει να κατηγορούμε τον Αρέστη.
Τρίτο, στο Γνωμοδοτικό υποβλήθηκαν 1.078 βιογραφικά. Από αυτά το Γνωμοδοτικό συνέταξε λίστα με 300 ονόματα, την οποία απέστειλε στην κυβέρνηση. Το Υπουργικό επέλεξε 85 (1 στους 13). Όποιοι και να διορίζονταν, οι μη επιλεγέντες θα ήταν δυσαρεστημένοι. Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα εκμεταλλεύτηκαν την αναπόφευκτη δυσαρέσκεια, την οποία επένδυσαν με πολιτικά επιχειρήματα. Τα τελευταία αντλούν από τη βαθιά δυσπιστία με την οποία οι πολίτες αντιμετωπίζουν το χρονίως κομματοκρατούμενο και πελατειακό κράτος.
Τέταρτο, τα κόμματα, παραδοσιακά, έχουν μάθει να έχουν ποσοστώσεις θέσεων στα Δ.Σ. των ημικρατικών. Η τωρινή αντίδρασή τους απο-καλύπτει τη νοο-τροπία τους: προσεγγίζουν τη λειτουργία ενός νέου θεσμού με βάση τους εθισμούς του παρελθόντος. Αντιμετωπίζουν με καχυποψία το καινούργιο γιατί έχουν στον νου τους τα κριτήρια που μέχρι τώρα ίσχυαν. Εφόσον δεν βλέπουν στελέχη τους στα Δ.Σ., θεωρούν τη διαδικασία στημένη. Πλειοδοτούν και ΜΜΕ, καθότι είναι ο εύκολος τρόπος να εκφράσουν τη διάχυτη καχυποψία και να γίνουν αρεστά. Το αποτέλεσμα; Ένας νεότευκτος θεσμός (το Γνωμοδοτικό) κινδυνεύει να στραγγαλισθεί. Ιδού το πνιγηρό αδιέξοδο, το οποίο συναντούμε συχνά όταν αποπειρώνται μεταρρυθμίσεις: θέλουμε να αλλάξουμε το στάτους κβο (εν προκειμένω, κομματοκρατία στους ημικρατικούς) αλλά δεν εμπιστευόμαστε την όποια αλλαγή επιχειρείται!
Πέμπτο, έκανε το Γνωμοδοτικό καλά τη δουλειά του; Εξ όσων γνωρίζουμε, ναι. Ο κ. Αρέστης είναι διακεκριμένος πρώην δικαστής με ευρωπαϊκή εμπειρία και συντάκτης του εξαιρετικού πορίσματος για την κατάρρευση του Συνεργατισμού. Έχει δώσει δημοσίως δείγματα ακεραιότητας, ανεξαρτησίας και τόλμης. Τα μέλη του Γνωμοδοτικού είναι άνθρωποι εγνωσμένου κύρους. Κατ’ αρχάς, εμπιστευόμαστε την κρίση τους ή, τουλάχιστον, δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε γι’ αυτή. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών, δίχως στελέχωση, το Γνωμοδοτικό έφερε σε πέρας ένα ογκώδες έργο.
Έκτο, μπορεί να βελτιωθεί η καινούργια διαδικασία διορισμού Δ.Σ. σε ημικρατικούς οργανισμούς; Σίγουρα. Ιδού δύο, τουλάχιστον, τρόποι: (α) να επεκταθούν οι αρμοδιότητες του Γνωμοδοτικού σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς. Καμία θέση Δ.Σ. δεν θα πρέπει να πληρώνεται, αν δεν έχει προηγηθεί σύσταση από το Γνωμοδοτικό. Θα πρόκειται για μεγάλο πλήγμα στο κομματικό κράτος. (β) Να στελεχωθεί καλύτερα το Γνωμοδοτικό. Θα πρέπει να μπορεί να μισθώνει τις υπηρεσίες εξειδικευμένων εταιρειών εξεύρεσης στελεχών, οι οποίες θα κοσκινίζουν τα βιογραφικά, θα υποβάλλουν υποψήφιους (π.χ. προέδρους) σε τεστ, θα ελέγχουν πιθανή σύγκρουση συμφέροντος, και θα παίρνουν συστατικές επιστολές και συνεντεύξεις. Δεν αρκεί αυτό που ισχύει σήμερα: η απλή κατάθεση και διαλογή βιογραφικών. Κανένας σοβαρός οργανισμός δεν αρκείται να εξετάζει άψυχα βιογραφικά χωρίς να μιλήσει διά ζώσης με τους υποψήφιους.
Τέλος, η καχυποψία που περιβάλλει τη λειτουργία οποιουδήποτε νέου θεσμού αυξάνει την ευθύνη των λειτουργών του: να αποδεικνύουν διαρκώς ότι είναι άξιοι της εμπιστοσύνης μας. Αυξάνει, επίσης, την ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης: να αποδεικνύει διαρκώς ότι σέβεται το πνεύμα και την αυτοτέλεια των θεσμών, και ότι δεν τους χρησιμοποιεί προσχηματικά για δικούς της σκοπούς. Το Γνωμοδοτικό είναι μια τομή στο σύστημα στελέχωσης των Δ.Σ. των ημικρατικών: πρέπει να το βοηθήσουμε να γίνει καλύτερο, όχι να το βυθίσουμε στο έλος του κομματικού ανταγωνισμού.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης, στην έδρα Columbia Ship Management, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.
www.htsoukas.com