Στον δρόμο για το Πουρνάρα, εξαφανίστηκαν αθόρυβα τα πονηρά αγόρια. Κάθισαν λίγο πιο κάτω και μάζευαν μυρμήγκια και σκουλήκια. Τα μάζευαν αργά, πολύ αργά και σταθερά. Έγερναν δεξιόστροφα, καθώς ακουμπούσαν στο ένα μπράτσο ανέμελα και περίμεναν υπομονετικά. Τα δάκτυλα στο δεξί τους χέρι, βουτηγμένα μέσα σε σάπια ξινολούλουδα. Τα μάγουλα, μαραμένα από τον ήλιο. Ζεματούσαν ακόμη περισσότερο κάθε φορά που η ξινισμένη παλάμη ακουμπούσε το πρόσωπο. Δεν τα ένοιαζε διόλου η κάψα. Συνέχιζαν να κάθονται ανέμελα και να περιμένουν υπομονετικά.
Η Θέμιδα, θέλησε να τα φιλέψει με λίγο παγωτό κεράσι. Εκείνα όμως αρνήθηκαν. Της γύρισαν την πλάτη. «Οι μανάδες κι οι κυρούδες μας δεν μας αφήνουνε να παίζουμε με ξένες και σκυλιά», αποκρίθηκαν. «Και πού τα βλέπετε τα σκυλιά, υπάρχουν πουθενά τετράποδα;», τα ρώτησε εκείνη. Κρυφοκοίταξαν για λίγο επάνω από τον ώμο τους και ξαναγύρισαν την πλάτη χαζογελώντας. Έκρυβαν έντεχνα τα σάλια που τους προκαλούσε το παγωτό. Μισολιωμένο, ξεψυχούσε και χανόταν μέσα από τα χέρια της. Έσταζε επάνω στη μάνα Γη επίμονα. Κι η Γη το ρουφούσε λαίμαργα σαν να ήθελε να το εξαφανίσει έγκαιρα. Μόλις σκοτείνιασε ο Ουρανός, σφραγίδα! Εξαφανίστηκε κι αυτή. Μόνη και αβοήθητη. Σαν παγωμένη υπόθεση, η Θέμιδα στοιβάχτηκε αθόρυβα και υπομονετικά σε ξεχασμένα ράφια.
Στη Χλώρακα, έψαχναν καιρό να βρουν τον λόγο της εξαφάνισης. Στην αρχή έφταιγε η ανικανότητα, μετά η σκοπιμότητα, ύστερα και τα δύο. Μέχρι που κατάλαβαν ότι έφταιγε η Μονίλια. Ξεκάθαρα η φταίχτρα η Μονίλια! Μύκητας και αυτή, μία ιδιαίτερα επικίνδυνη ασθένεια για την κερασιά. Δεν καταπολεμάται εύκολα και της αρέσει η υγρασία της βροχής του Μάρτη και του Απρίλη. Έχει μονάχα μία γιατρειά: το κλάδεμα τις μέρες του χειμώνα. Τότε, που η υγρασία είναι χαμηλή. Για να την ξεφορτωθείς, κλαδεύεις ολάκερη τη δεντροφυτευσιά μια και καλή. Και γιατρεύεται! Κατάλαβες; Αυτή έφταιγε για την εξαφάνισή της. Η Θέμιδα. Δεν κατάφερε, λέει, να γιατρευτεί, διότι δεν κλαδεύτηκε έγκαιρα τους μήνες του χειμώνα. Κι εξαφανίστηκε. Από μύκητα. Επειδή της άρεσε να τρώει παγωτό κεράσι.
Στο μεταξύ στο Προεδρικό, οι μανάδες και οι κυρούδες των αγοριών συνέχιζαν να νοσούν. Ο χρόνος, τους βρήκε να παριστάνουν τους ατρόμητους και τους δυνατούς. Ωσάν να ήταν η ίδια η Ασπεργίλλωση προσωποποιημένη σε πνευματικούς συνεχιστές. Κι αυτή σπουδαίος μύκητας. Γνωστή για τη δυναμική της επίθεση στο αναπνευστικό σύστημα των πτηνών. Τα σπόρια της είναι τόσο μικροσκοπικά, που αερομεταφέρονται και εισπνέονται με ιδιαίτερη ευκολία. Με την ίδια περίπου εύκολη αερομεταφορά, βρέθηκαν και οι συνεχιστές να κάθονται ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που φυσάει πολύ, ενίοτε επικίνδυνα, κυρίως για Πελεκάνους με στραβά μάτια. Κάθε που φυσούσε, η Γη μούγγριζε, κι ο Ουρανός τους καταριόταν για το χαμό της κόρη τους.
Η Θέμιδα της Κύπρου, όσο και αν αποτελούσε την ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της φυσικής και ηθικής απαρασάλευτης τάξης, δεν έπαυε από μικρή να κάνει το εξής τραγικό λάθος: νόμιζε, ότι τα πτερά και τα φτερά ήταν ένα και το ίδιο. «Θα πας στην πτέρυγα», της είπαν μια Αυγουστιάτικη μέρα του ΄60. Κι αυτή τρελάθηκε από τη χαρά της. «Επιτέλους!», φώναξε. «Ανεξαρτησία! Θα ζωστώ το ξέξασπρο αλεξίπτωτό μου και θα ανοίξω τα φτερά μου απ’ τη Γη στον Ουρανό!». Αυτό που δεν κατάλαβε καθώς έπιανε το σακίδιο στα δικά της χέρια, ήταν ότι ξεκινούσε για μια πτήση σε ελεύθερη πτώση.
Μετά την εξαφάνισή της στο Πουρνάρα και την ενδελεχή διερεύνηση του θέματος στη Χλώρακα, η Θέμιδα θεάθηκε σε οίκο ανοχής. Είχε πλέον διαγνωστεί με γονιδιακή διαταραχή πολλαπλής μηκοιτιακής προσωπικότητας και συνελήφθη. Κρίθηκε ένοχη από το δικαστήριο για επιδίωξη συμφιλίωσης με πονηρά αγόρια και για διάπραξη κακουργήματος προκαλώντας έντονη ψυχική διαταραχή σε δικέφαλους αετούς και Πελεκάνους με στραβά μάτια. Για θεραπεία, την κλειδαμπάρωσαν σε ένα δωμάτιο μεταξύ Ουρανού και Γης κλαδεύοντάς την κάθε χειμώνα μπας και γιατρευτεί. Και όλα αυτά, επειδή θέλησε, λέει, να ανοίξει τα πτερά της και να πετάξει λεύτερη με ένα παγωτό κεράσι στο χέρι. Τι σκατοφτέρυγα ήταν αυτή, ούτε να πετάξεις δεν σ’ άφηνε.
*Μή-κοι-τας. Ουσιαστικό, αρσενικό. Σύνθετη λέξη από το μην + κοιτώ. Μην + κοιτάς = Μήκοιτας. Ετυμολογία: η αδυναμία, ή η άρνηση να προσπαθείς, ή να επιθυμείς να έχεις συναίσθηση της κατάστασης του άλλου. Η ανικανότητα να κοιτάζεις μέσα από τα δικά του μάτια σαν να είσαι εσύ, ή σαν να είσαι μέσα του. Ομόηχο: Μύκητας. Ουσιαστικό, αρσενικό. Αντώνυμο: Ενσυναίσθηση. Ουσιαστικό, θηλυκό