Αναπόφευκτα, η σημερινή οικονομική κατάσταση έχει εντείνει τη συζήτηση για φορολογικές κινήσεις, πέρα από την υπό εκκόλαψη φορολογική μεταρρύθμιση. Το ΑΚΕΛ προχώρησε, μάλιστα, σε δομημένη πρόταση για φορολόγηση των υπερκερδών. Η πρόταση χρήζει πολλών επεξηγήσεων και σίγουρα χρειάζεται ακόμα επεξεργασία –ο όρος «υπερκέρδη» θα πρέπει να οριστεί με φόρμουλα η οποία να έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να πετύχουμε χωρίς σοβαρές στρεβλώσεις. Για παράδειγμα, ο ορισμός των υπερκερδών που ισχύει στην Ε.Ε. θα επιφέρει τεράστια φορολογικά έσοδα από τις τράπεζες αν υλοποιηθεί φέτος, αλλά χαμηλά το 2025 και σχεδόν μηδενικά το 2026. Επιπλέον, δεν πρέπει να μπούμε στη λογική πως το κέρδος είναι κάτι εκ φύσεως κακό.
Η λογική της αυξημένης φορολόγησης, όμως, δεν πρέπει να απορρίπτεται εκ προοιμίου. Η βάση της έχει να κάνει κυρίως με την ανακατανομή του πλούτου, αλλά και με την αύξηση των κρατικών εσόδων που θα επιτρέψει αυτή την ανακατανομή. Νοουμένου ότι θα βρούμε τρόπο να γίνει αυτό χωρίς να δημιουργηθούν αντικίνητρα για τις επενδύσεις ή να τιμωρείται η πράξη της κερδοφορίας, η αυξημένη φορολόγηση δεν είναι κάτι απαραίτητα κακό.
Ωστόσο, η φορολογική πολιτική έχει ταυτόχρονα μια πολύ σημαντική επιπλέον διάσταση, την οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε –δεν αυξάνει μόνο τα κρατικά έσοδα και δεν αναδιανέμει μόνο τον πλούτο, αλλά κεντρική της αποστολή είναι επίσης να επηρεάζει την οικονομική συμπεριφορά των πολιτών.
Με αυτό τον γνώμονα, και σε συνδυασμό με την προτεινόμενη αύξηση της φορολόγησης προς τις τράπεζες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, θα ήταν χρήσιμη μια ταυτόχρονη διαμόρφωση και θετικών κινήτρων προς τον επηρεασμό συμπεριφορών.
Θετικά φορολογικά κίνητρα, που να σχετίζονται και με την ατζέντα του ESG, μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα ευεργετικά για την ευρύτερη εθνική μας ατζέντα. Για παράδειγμα, μια υψηλή φορολόγηση στα κέρδη των τραπεζών, θα μπορούσε να συνοδεύεται από στοχευμένες φοροαπαλλαγές για αυστηρά επιλεγμένες κατηγορίες κερδών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διαχείριση ρίσκου από πλευράς τους, αφού αυτό είναι ένα ζήτημα που ρυθμίζεται εσωτερικά, σε συνεργασία με τους αυστηρούς, πλέον, επόπτες τους. Τέτοια προϊόντα θα μπορούσαν να είναι «πράσινα δάνεια», στεγαστικά προς νέους ή δάνεια που να συνδέονται στόχους όπως την ενίσχυση της νεανικής και γυναικείας επιχειρηματικότητας ή προγράμματα επιστροφής αδρανών ακινήτων στην αγορά (π.χ. «Ανακαινίζω-Ενοικιάζω» του ΥΠΕΣ).
Αντίστοιχα, στον τρίτο πυλώνα του ESG, η διάκριση στον φορολογικό συντελεστή θα μπορούσε να αφορά σε επενδύσεις υπέρ της πράσινης ενέργειας, νέου στόλου ηλεκτρικών οχημάτων και σταθμών φόρτισης, ή ακόμα υπέρ ενεργειακών ανακαινίσεων των ιδιόκτητων κτιρίων των υπό φορολόγηση επιχειρήσεων.
Μια τέτοια φορολογική κατεύθυνση, μάλιστα, ενώ εκ πρώτης όψεως μειώνει τα κρατικά έσοδα, μπορεί εύκολα να αποδειχθεί δημοσιονομικά θετική, αν αναλογιστεί κανείς πόσο πίσω βρίσκεται η Κύπρος στους στόχους (και τις υποχρεώσεις) Fit-for-55. Η απώλεια των στόχων συνεπάγεται αφενός αύξηση των επενδύσεων και αφετέρου αγορά δικαιωμάτων, ιδίως στην ευρωπαϊκή ατζέντα «effort sharing», της οποίας οι δημοπρασίες θα ακολουθούν τη λογική της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων και αναμένεται πως θα είναι εξαιρετικά δαπανηρή.
Επιπλέον, μια φορολογική πολιτική ενθάρρυνσης της πράσινης συμπεριφοράς αφενός θα μεταφέρει το κόστος υποδομών της ατζέντας Fit-for-55 από το κράτος και τον προϋπολογισμό του, προς τον ιδιωτικό τομέα. Αφετέρου, θα μειώσει επιπλέον τα εθνικά «τιμωρητικά» έξοδα για την εδώ και πολλά χρόνια, και συνεχιζόμενη, αποτυχία στην επίτευξη των κλιματικών μας στόχων.
Μάλιστα, αν σχεδιαστεί προσεκτικά, το πακέτο κινήτρων θα έχει δύο σοβαρές θετικές επιπλέον επιπτώσεις: Πρώτο, θα ικανοποιεί την ηθική αρχή τού «ο ρυπαίνων πληρώνει» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) καθώς τα υψηλά κέρδη από τις εργασίες που δεν θα εμπίπτουν στον κατάλογο μερικής φοροαπαλλαγής, θα φορολογούνται υψηλότερα. Έτσι, θα ισχύει μια φορολογική πολιτική διακρίσεων, με διαφοροποιημένη φορολόγηση «θεμιτής συμπεριφοράς» σε σχέση με αθέμιτη (κλιματικά, οικονομικά ή κοινωνικά) συμπεριφορά. Η πολιτική αυτή, μάλιστα, θα βαίνει προς εξυπηρέτηση εθνικών στόχων –όχι μόνο κλιματικών και περιβαλλοντικών αλλά επίσης και κοινωνικών.
Δεύτερο, θα μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως μέσο ανακατανομής του πλούτου, κατευθύνοντας τις πιστώσεις της εθνικής μας οικονομίας προς κατευθύνσεις που κρίνονται ως κοινωνικά θεμιτές: νεανική και γυναικεία επιχειρηματικότητα, νεαρά ζευγάρια, πράσινες επενδύσεις, κοκ.
Η λογική αυτή είναι αντίθετη με τον δεδηλωμένο στόχο, τόσο της κυβέρνησης όσο και του ΑΚΕΛ (των δύο φορέων που έχουν τοποθετηθεί δημόσια και συγκεκριμένα επί της φορολογικής μεταρρύθμισης), για απλοποίηση του συστήματος. Ωστόσο, η περιπλοκή θα αφορά κυρίως στην εσωτερική λειτουργία των μεγάλων επιχειρήσεων, κυρίως τραπεζών, όπου είναι εύκολο να απορροφηθεί χωρίς να επηρεάζει μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και στις φορολογικές αρχές οι οποίες μπορούν επίσης να απορροφήσουν τη συγκεκριμένη περιπλοκότητα στην παρακολούθηση των διαφόρων κατηγοριών εσόδων.
Με μια πολιτική διακρίσεων στον τρόπο με τον οποίο φορολογούμε τις δραστηριότητες των μεγάλων οικονομικών φορέων, θα μπορούσε η χώρα να πετύχει πολλαπλά οφέλη –κοινωνικά, πολιτικά, δημοσιονομικά και οικονομικά– και μάλιστα με μικρότερη αναστάτωση στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση από ό,τι θα μπορούσε να πετύχει μια ξερή αύξηση φορολογικών συντελεστών.
*Ο Μιχάλης Περσιάνης είναι πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου.