Η πρόταση που κατατέθηκε ενόψει του επικείμενου Καταστατικού Συνεδρίου του Δημοκρατικού Συναγερμού για επιλογή υποψηφίου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) από τη βάση του κόμματος, ηχεί σίγουρα ευχάριστα στον απλό πολίτη και εντάσσεται σε μια λογική διεύρυνσης της δημοκρατικής διαδικασίας, με την οποία –θεωρητικά τουλάχιστον– είναι δύσκολο κανείς να διαφωνήσει. Θα πρέπει να σημειωθεί, σε κάθε περίπτωση, πως ο Δημοκρατικός Συναγερμός πρωτοπόρησε στην καθιέρωση δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών στην Κύπρο και διαθέτει μακρά παράδοση διεξαγωγής επιτυχημένων εκλογικών αναμετρήσεων εντός του κόμματος. Το ερώτημα, ωστόσο, που πρέπει να απαντηθεί σήμερα, είναι το κατά πόσο η παραπάνω πρόταση θα οδηγήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση της εσωκομματικής δημοκρατίας στον ΔΗΣΥ ή αν θα οδηγήσει σε παγίδες, που θα θέσουν υπό διακινδύνευση την ενότητα, τη φυσιογνωμία και την προοπτική του κόμματος.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, είναι πιστεύω αναγκαίο να θέσουμε, καταρχάς, ένα ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο, που θα μας επιτρέψει μια πιο αναλυτική προσέγγιση του ζητήματος.
• Από την «αγορά» του δήμου στην «αγορά» των social media
Όταν μιλούμε για πιο συμμετοχικές μορφές δημοκρατίας σκεφτόμαστε συνήθως μονοσήμαντα προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης του δικαιώματος ψήφου. Η συμμετοχική δημοκρατία, ωστόσο, όπως έγινε αρχικά γνωστή μέσα από το αρχαίο αθηναϊκό πρότυπο, ήταν μια δημοκρατία που πρωτίστως εδραζόταν στον λόγο. Οι πολίτες της αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας –οι ενήλικοι Αθηναίοι άνδρες για να ακριβολογούμε– προτού ασκήσουν το δικαίωμα της ψήφου διέθεταν ίσο δικαίωμα λόγου (δικαίωμα της ισηγορίας) ενώπιον της «εκκλησίας του δήμου». Η λειτουργία της δημοκρατίας, συνεπώς, θεμελιώνεται σε μια βασική παραδοχή: ότι της ψήφου προηγείται ο λόγος. Η «αγορά», ο δημόσιος χώρος στον λόφο της Πνύκας, όπου συνέρχεται η «εκκλησία του δήμου», εξασφαλίζει τη δυνατότητα δημοκρατικού διαλόγου και διαβούλευσης ανάμεσα σε ίσους πολίτες, προτού τεθούν οι όποιες προτάσεις σε ψηφοφορία. Έτσι, λοιπόν, και πάρα την εύλογη κριτική του Πλάτωνα ως προς τον εγγενή κίνδυνο χειραγώγησης του «δήμου» από τους «δημαγωγούς», μια βασική κανονιστική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελούσε –και αποτελεί μέχρι σήμερα– πως οι πολίτες λαμβάνουν «ενημερωμένες» και –κατά το δυνατό– «ορθολογικές» αποφάσεις.
Στην εποχή των εθνών-κρατών, η δημοκρατία δεν μπορεί –εκ των πραγμάτων– να λειτουργήσει με βάση το συμμετοχικό μοντέλο. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία οι αποφάσεις λαμβάνονται από εκλεγμένους ηγέτες-αντιπροσώπους, οι οποίοι αναδεικνύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τους πολίτες, σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ακριβώς για να λαμβάνουν αποφάσεις για λογαριασμό τους. Επειδή όμως κάτι τέτοιο θα απομείωνε τη δημοκρατία σε μια πράξη στιγμιαίας επιλογής των πολιτών –κατά το σουμπετεριανό παράδειγμα– στις φιλελεύθερες δημοκρατίες αναπτύσσεται σταδιακά ένας νοητός δημόσιος χώρος μέσα στον οποίο ασκείται ο δημοκρατικός διάλογος και μέσα στον οποίο διαμορφώνεται, κατά τον Habermas, η κοινή γνώμη. Ο νοητός αυτός δημόσιος χώρος πραγματώνεται μέσα από τη λειτουργία των ΜΜΕ, που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στους πολιτικούς δρώντες και στους πολίτες.
Αν και τα παραδοσιακά ΜΜΕ δέχονται κριτική για μεροληψία, για εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων και διαπλοκή με το πολιτικό σύστημα, παραμένουν κρίσιμος πυλώνας λειτουργίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς διασφαλίζουν –με τις όποιες παθογένειές τους– ότι λειτουργεί ένα ενιαίος δημόσιος χώρος, μέσα στον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία και διά του οποίου οι ενεργοί πολίτες μπορούν να συμμετάσχουν στον δημοκρατικό διάλογο ή και –τουλάχιστον– να κάνουν «ενημερωμένες» επιλογές στην κάλπη.
Τα πράγματα αλλάζουν, βεβαίως, όταν στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα εμφανίζονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία προβάλλουν ως ένα μέσο που μπορεί να δώσει τον λόγο ξανά στους πολίτες και να επαναδιαμορφώσει συνθήκες για μια νέα «ηλεκτρονική», συμμετοχική δημοκρατία. Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά, ωστόσο, η «αγορά» των social media καθόλου δεν μοιάζει να προσεγγίζει το ιδανικό της συμμετοχικής δημοκρατίας. Τη θέση του αυθεντικού «λόγου» έχει πλέον πάρει η επιτηδευμένη «εικόνα. Αντί διαλόγου, έχουμε παράλληλους μονόλογους, αφού η αλγοριθμική δομή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αναπαράγει τις υφιστάμενες μας πεποιθήσεις και προδιαθέσεις. Και έτσι, αντί ενός «ενιαίου» δημόσιου χώρου, έχουμε στην πραγματικότητα «πολλαπλούς» δημόσιους χώρους, που λειτουργούν χωρίς διαφάνεια και λογοδοσία, και που προάγουν τελικά συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης.
• Τα πολιτικά κόμματα ως φρουροί της δημοκρατίας
Πώς μπορούμε, λοιπόν, να σώσουμε τη δημοκρατία μας από τις μεγάλες προκλήσεις που έχει σήμερα ενώπιόν της, και που θα εντείνονται ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια καθώς η τεχνητή νοημοσύνη θα κάνει ακόμα πιο αισθητή την παρουσία της –και– στο πολιτικό γίγνεσθαι; Θεωρώ ότι σημαντικό μέρος της απάντησης εδράζεται στη διεκδίκηση ενός νέου μετασχηματιστικού ρόλου από τα πολιτικά κόμματα. Η ιστορία μας διδάσκει πως λαϊκιστές ηγέτες με αυταρχικά χαρακτηριστικά υπήρξαν πολλοί και στο παρελθόν. Το γεγονός, ότι πολλές χώρες δεν υπέκυψαν στην παγίδα του λαϊκισμού και της δημαγωγίας δεν οφειλόταν «τόσο στη σθεναρή αντίσταση του λαού, όσο στην αποφασιστική στάση των λεγόμενων συστημικών κομμάτων», που διαδραματίζουν ή πρέπει να διαδραματίζουν ρόλο φρουρών της δημοκρατίας, όπως σημειώνουν οι Levitsky και Ziblatt, στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες». Όπως παρατηρούν, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι έπαψαν να διαδραματίζουν αυτό τον ρόλο, τότε αναδείχθηκε κάποια στιγμή και το φαινόμενο Τραμπ.
Τα κόμματα θα πρέπει να διεκδικήσουν ξανά ρόλο καθοδηγητικό. Να διατυπώσουν μακροπρόθεσμους στόχους και να εμπνεύσουν ξανά τους πολίτες, και όχι να σέρνονται πίσω από τις δημοσκοπικές διαθέσεις της κοινής γνώμης και τα likes στα social media. Θα πρέπει, βεβαίως, να επιλέγουν υποψηφίους που να εκφράζουν τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των υποστηρικτών τους, αλλά ταυτόχρονα και να λειτουργούν ως «φίλτρα», όπως έγραφε ο James Ceaser, εξασφαλίζοντας πως δεν θα αναδειχθεί ως υποψήφιος –και πολύ περισσότερο ως πρόεδρος της χώρας– κάποιος ακατάλληλος για το αξίωμα ή και επικίνδυνος για τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Στην πραγματικότητα, η δημοκρατία σε εθνικό επίπεδο αποτελεί συνάρτηση της δημοκρατίας εντός των κομμάτων. Γι’ αυτό και είναι επάναγκες, τα κόμματα σήμερα να διαμορφώσουν εκείνες τις προϋποθέσεις που θα προάγουν στο εσωτερικό τους τον διάλογο και τη διαβούλευση, καθιστώντας τα μέλη και τους ψηφοφόρους τους συμμέτοχους σε μια ανοικτή διαδικασία, που θα φέρνει πίσω την πολιτική. Η διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου σε εκλογικές διαδικασίες είναι θετική, υπό την προϋπόθεση ότι το εκάστοτε εκλογικό σώμα είναι σε θέση να συμμετάσχει σε έναν ενημερωμένο διάλογο, ο οποίος διεξάγεται στο πλαίσιο ενός αντίστοιχου «δημόσιου χώρου», που θα προσφέρει ίση δυνατότητα σε όλες και όλους να ακούσουν και να ακουστούν. Αν αυτό δεν μπορεί να διασφαλιστεί, τότε τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν σε μια «παγίδα της δημοκρατίας», για να δανειστώ τον όρο που χρησιμοποιεί ο Ben Ansell, στο βιβλίο του «Γιατί αποτυγχάνει η πολιτική».
• Το Μέρος Β΄ στην έκδοση της ερχόμενης Κυριακής.
Ο δρ Χριστόφορος Φωκαΐδης είναι πρώην υπουργός Άμυνας, πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ispd.org.cy).