Μετά την επιστροφή του ΠτΔ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η εικόνα για την πρότασή του για περισσότερη εμπλοκή της Ε.Ε. στα του Κυπριακού παρέμεινε συγκεχυμένη, ενώ και ο ίδιος έχει χαμηλώσει τον πήχη των προσδοκιών. Ο ΠτΔ είχε αναφερθεί σε πρόταση δύο σκελών, πρώτα διορισμό πολιτικής προσωπικότητας για επανέναρξη διαλόγου, και μετά την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων την εξασφάλιση τεχνοκρατικής υποστήριξης. Για το δεύτερο σκέλος δεν τίθεται αμφιβολία αφού, όπως και στη διαπραγματευτική διαδικασία 2015-2017, η Ε.Ε. θα είναι παρούσα για να εξασφαλιστεί η πλήρης εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Το πρώτο σκέλος όμως φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο για έναν αριθμό παραγόντων.
Οι χρονοβόρες διαδικασίες της Ε.Ε., τα συγκρουόμενα συμφέροντα των κρατών-μελών, η δυσπιστία από πλευράς Ε.Ε. απέναντι στην αξιοπιστία και θέληση της ελληνοκυπριακής πλευράς για ουσιαστικές τομές, αλλά και η σημασία που δίνει η Ε.Ε. στη μη παράκαμψη του ΟΗΕ (από τον οποίο ακόμη εκκρεμεί ο διορισμός ειδικού απεσταλμένου) είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι σταδιακά αυτή η συζήτηση θα χαθεί από το προσκήνιο χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Κάπως έτσι χάθηκε και το παράδειγμα που είχε αναφέρει προεκλογικά ο ΠτΔ για διάθεση της Κ.Δ. να αποδεχθεί τη φιλελευθεροποίηση της βίζας στην Ε.Ε. για Τούρκους επιχειρηματίες με αντάλλαγμα το άνοιγμα ενός ή δύο λιμανιών της Τουρκίας για την Κ.Δ. Αυτή ήταν και η μόνη συγκεκριμένη πρόταση που είχε τεθεί από πλευράς του νυν ΠτΔ, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μια ευρύτερης στρατηγικής για να κινηθούμε πέρα από τα τετριμμένα που έχουν δοκιμαστεί πολλάκις. Τη στιγμή λοιπόν που τα πλείστα ελλαδικά ΜΜΕ γράφουν για «επίθεση φιλίας» Τουρκίας προς Ελλάδα και που η Ελλάδα συμφωνεί να στηρίξει την Τουρκία στην υποψηφιότητά της για τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (μια στήριξη σημαντική για την Τουρκία), η Κ.Δ. και πάλι βρίσκεται να παρακολουθεί τις εξελίξεις με αμηχανία. Μια αμηχανία που φανερώνει την αδυναμία της να χρησιμοποίησει την αντιστροφή του κλίματος προς όφελος των διακηρυγμένων στόχων της. Μια αμηχανία που αποδεικνύει συνάμα ότι πέρα από τα λόγια για θετική ατζέντα, η Κ.Δ. αδυνατεί να σκεφτεί ή να οραματιστεί τον εαυτό της ως ένα δρώντα που μπορεί να συνδυάσει τους στόχους του με τις τρέχουσες εξελίξεις, που να ενεργοποιεί μηχανισμούς με βάση την ατζέντα της και να μπορεί να εκπονήσει στρατηγικό πλάνο προς επίτευξη αυτών, πάντα με βάση τις διεθνείς και περιφερειακές ισορροπίες.
Αμήχανος απέναντι στο σκηνικό που δημιουργείται όμως, εμφανίζεται και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ο οποίος δηλώνει ότι σε περίπτωση που η Τουρκία αλλάξει στάση αυτός θα παραιτηθεί. Αυτή η δήλωση έγινε σε ένα σκηνικό όπου οι Τουρκοκύπριοι είναι ολοένα και πιο αποξενωμένοι από την ηγεσία τους, το προοδευτικό κομμάτι αρθρώνει την ανάγκη του να ακουστεί ως μια φωνή που δεν επιθυμεί την απόλυτη υποταγή στην Τουρκία και προσπαθεί να παλέψει σε ένα σκηνικό ασφυξίας και αυξανόμενης πίεσης. Και εδώ κάποιος διερωτάται και πάλι: πού είναι η Κυπριακή Δημοκρατία σε όλα αυτά; Έχει κοιτάξει καθόλου το σπίτι της; Διαβάζει την κατάσταση και τις ισορροπίες στην τουρκοκυπριακή κοινότητα; Είναι σε θέση με στρατηγικό πλάνο να αδρανοποιήσει τα επιχειρήματα όσων ισχυρίζονται ότι η Κ.Δ. δεν αντιπροσωπεύει και τους Τουρκοκύπριους και να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια του διχοτομιστή Τατάρ;
Μέχρι σήμερα, και παρά τις αναφορές του στο προεκλογικό του πρόγραμμα στην κατάρτιση κρατικής πολιτικής για τους Τουρκοκυπρίους, ο ΠτΔ δεν έχει τηρήσει καμία από τις υποσχέσεις του για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Δεν εχουμε δει κανένα από τα «θετικά μέτρα εξουδετέρωσης διχοτομικών και χωριστικών δράσεων» όπως υποσχέθηκε, αλλά και κανένα άνοιγμα προς μια τουρκοκυπριακή κοινότητα, εγκλωβισμένη στον κλοιό της Τουρκίας. Μέτρα που αφορούν την πρόσβαση των Τουρκοκυπρίων σε τραπεζικά ιδρύματα στα εδάφη που ελέγχονται από την Κ.Δ., το θέμα των υπηκοοτήτων για παιδιά μικτών γάμων, η περαιτέρω ενθάρρυνση της δράσης της Ε.Ε. στο βόρειο μέρος του νησιού, είναι μόνο μερικά που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια ευρύτερη στρατηγική απέναντι στους Τουρκοκύπριους. Ο στόχος τέτοιας στρατηγικής θα ήταν η ενίσχυση της υπόστασης της Κ.Δ. ως αντιπροσώπου του συνόλου των ανθρώπων του νησιού, σε μια στιγμή που αυτό αμφισβητείται από την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας σε διεθνές επίπεδο.
Δεν υπάρχει πλέον η ευχέρεια χρόνου, ειδικά σε ένα πλαίσιο όπου τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς και δημιουργείται ένα σκηνικό ευρύτερης συνεργασίας στην περιοχή, κάτι που δυνητικά αναμένεται να ενταθεί μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία.
Αυτό το σκηνικό, που φαίνεται να ενθαρρύνεται από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., πολύ πιθανόν να φέρει στο προσκήνιο σύντομα και συζητήσεις για ευρύτερη ενεργειακή συνεργασία. Τότε είναι που θα κριθεί ξανά η διάθεση της Κ.Δ. να συνεισφέρει θετικά, ειδικά μετά τη δική της επιμόνη για πιο έντονο πολιτικό ρόλο της Ε.Ε. στο Κυπριακό. Αν μάλιστα τόσο ενδιαφέρει την κυβέρνηση η ενεργότερη εμπλοκή της Ε.Ε. στα του Κυπριακού, πρέπει να πάψει να αγνοεί τα καλέσματα της Ε.Ε. για ενίσχυση της συνεργασίας με την τουρκοκυπριακή κοινότητα και να κάνει εκείνα τα ανοίγματα στην τ/κ κοινότητα που ο ίδιος ο ΠτΔ έκρινε ως αναγκαία στο προεκλογικό του πρόγραμμα. Τίποτα δεν είναι εύκολο τη δεδομένη στιγμή, αλλά και τίποτα δεν επιδέχεται πλέον χειρισμούς που ροκανίζουν τον χρόνο, βάζουν τα πράγματα κάτω από το χαλί, και αδυνατούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της εποχής. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μείνουμε και εκτός ευρύτερης περιφερειακής συνεργασίας και με τη διχοτόμηση εδραιωμένη στη χώρα μας, τους Τουρκοκύπριους αφανισμένους από την Τουρκία και την υπόσταση της Κ.Δ. συνεχώς υπό αμφισβήτηση.
Η κα Ανδρομάχη Σοφοκλέους είναι πολιτική αναλύτρια.