To μακρινό 1989, σε ατμόσφαιρα σκανδάλων, ο Κορνήλιος Καστοριάδης περιέγραψε, σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία», την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας ως «προ-πολιτική». «Δεν υπάρχει πολιτική στην Ελλάδα», είπε. «Υπάρχει προσωπολογία, κουτσομπολιό, όπως ακριβώς στις οικογενειακές υποθέσεις της γειτονιάς». Ελάχιστα άλλαξαν έκτοτε. Θα πρόσθετα: κυριαρχεί η ακατάσχετη τοξικότητα, καρυκευμένη με αέναη συνωμοσιολογία.
Η σύγκρουση των κομματικών αντιπάλων δεν γνωρίζει όρια: το ανοίκειο ύφος, η προσβλητική γλώσσα και η ξεδιάντροπη μεροληψία όχι μόνο δεν έχουν απαλυνθεί, αλλά, τουναντίον, στην εποχή της συνεχούς και άμεσης επικοινωνίας, έχουν επιδεινωθεί. Αν δεν προσβάλλεις, δεν ακούγεσαι. Αν δεν χυδαιολογήσεις, περνάς απαρατήρητος. Οι αξιότιμοι βουλευτές Πολάκης, Γεωργιάδης και Κωνσταντοπούλου θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν περαιτέρω.
Η συνωμοσιολογία είναι εγγενές στοιχείο της τοξικότητας. Για να εντυπωσιάσει, η κραυγαλέα καταγγελία πρέπει να κατασκευάσει τον εχθρό. Ο εχθρός θεωρείται ισχυρός όταν συνδέεται με ανέλεγκτη πολιτική ισχύ, επιδραστικό ιδιωτικό πλούτο, και/ή αλλοδαπά κέντρα αποφάσεων –δυνάμεις που, στο συλλογικό φαντασιακό, προκαλούν καχυποψία. Ο εχθρός είναι απειλητικός όταν ραδιουργεί αθέατος –όσο τον φανταζόμαστε να κινεί τις μαριονέτες στη σκηνή.
Η κατασκευή του εχθρού, για να έχει απήχηση, πρέπει να εμπεριέχει στοιχεία αληθοφάνειας, τα οποία, συνδεόμενα με εικασίες, φαντασιώσεις ή ψεύδη, συνθέτουν μια συνωμοσιολογική αφήγηση: επιδιώκουν να (μας) κάνουν κακό, οφείλουμε να αντισταθούμε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατήγγειλε την «οικονομική ολιγαρχία» που «βυσσοδομούσε» κατά της κυβέρνησής του. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατηγορούσε για υπονόμευση τα «διαπλεκόμενα», και ο Κώστας Καραμανλής τους «νταβατζήδες». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στα «παράκεντρα» που αξιώνουν να «συγκυβερνούν». Οι κκ. Κασσελάκης και Ανδρουλάκης θεωρούν το «Μαξίμου» ως τον «πυρήνα» που καθοδηγεί τη «συγκάλυψη» του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, καθότι η συνωμοσιολογία, ειδικά μετά την πανδημία, θεωρείται χονδροειδής ρητορική, οι πλείστοι την αποποιούνται, αποδίδοντάς την αποκλειστικά στον ιδιοτελή αντίπαλο, ενώ, συγχρόνως, την ασκούν οι ίδιοι! Ο πρωθυπουργός επικρίνει τις «θεωρίες συνωμοσίας του Βελόπουλου», αποδίδοντας τις πρακτικές του σε όσους υπέγραψαν την πρόταση δυσπιστίας, αλλά καταγγέλλει συνωμοσίες «παράκεντρων» ο ίδιος.
Η συνωμοσιολογία εντείνεται σε περιόδους κρίσεων, ιδιαίτερα όταν η εκάστοτε κυβέρνηση στριμώχνεται. Σε μελέτη της («Επιστήμη και Κοινωνία», 2018), η κοινωνιολόγος Αθηνά Σκουλαρίκη ανέλυσε τις θεωρίες συνωμοσίες για τις φονικές πυρκαγιές του 2007 στην Ηλεία (67 νεκροί) και τη φημολογούμενη απόπειρα δολοφονίας του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες το 2008.
Στην πρώτη περίπτωση, η «συνωμοσία» περιλάμβανε «ξένους πράκτορες» (κυρίως Τούρκους), ενώ στη δεύτερη, το «σχέδιο δολοφονίας» του Καραμανλή αποσκοπούσε στην αποτροπή των θεωρούμενων φιλορωσικών ανοιγμάτων τού τότε πρωθυπουργού. Και τα δύο έμειναν στη σφαίρα της μπουρδολογίας, αλλά το ενδιαφέρον, παρατηρεί η Σκουλαρίκη, είναι ότι η συνωμοσιολογία δεν διαδόθηκε από περιθωριακά έντυπα ή ιστοσελίδες, αλλά προβλήθηκε από μεγάλα ΜΜΕ και υιοθετήθηκε από υπουργούς (π.χ. Πολύδωρα και Ρουσσόπουλο).
Τα πολιτικά οφέλη είναι προφανή: η προσοχή της κοινής γνώμης στρέφεται αλλού, συνήθως σε γνωστούς εχθρούς (Τουρκία) ή συνωμότες (CIA), ανακουφίζοντας πολιτικά την κυβέρνηση. Στηλιτεύοντας πρόσφατα τα «παράκεντρα» ισχύος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ρητορικά επινοεί συνωμότες, στους οποίους πρέπει να αντιπαρατεθεί χάριν του κοινού καλού. Η συλλογιστική αντιστρέφεται από την επίσης συνωμοσιολογούσα αντιπολίτευση: οι συνωμοσίες εξυφαίνονται στα νόμιμα κέντρα εξουσίας (το μυθικό Μαξίμου), υπονομεύοντας το κοινό καλό. «Κέντρα» και «παράκεντρα» εναλλάσσονται στη συνωμοσιολογική φαντασία.
Γιατί είναι τόσο εύκολη η προσφυγή στη συνωμοσιολογία, στην Ελλάδα; Γνωρίζουμε από μελέτες ότι η συνωμοσιολογία εντείνεται σε χώρες που χρονίως υπάρχει, ή συγκυριακά έχει δημιουργηθεί, υψηλή θεσμική δυσπιστία. Η τελευταία ανθεί σε περιβάλλον κρίσεων και εθνικολαϊκισμού. Όσο οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τις επίσημες Αρχές και τα κύρια ΜΜΕ, τόσο αναζητούν «εναλλακτικές» πληροφορίες και ερμηνείες, οι οποίες συνήθως επιβεβαιώνουν τις διαμορφωμένες προ-καταλήψεις τους.
Σήμερα λ.χ., κυριαρχεί η αντίληψη ότι η κυβέρνηση προστατεύει από ενδεχόμενη ποινική δίωξη τον πρώην υπουργό Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή. Γιατί ασπάζεται αυτή την αντίληψη η κοινή γνώμη; Διότι είναι καχύποπτη: το πολιτικό σύστημα τείνει να προστατεύει τους πολιτικούς από ενδεχομένως αξιόποινες πράξεις. Το 2005-2006, η επιτροπή για το Πόθεν Έσχες δεν βρήκε κάτι μεμπτό στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του Τσοχατζόπουλου, παρά τις υποδειχθείσες παρατυπίες. Το 2009, η προανακριτική για τη διερεύνηση της πιθανής εμπλοκής του πρώην υπουργού Παυλίδη σε σκάνδαλο διαφθοράς εξέδωσε πέντε πορίσματα (!), πλειοψηφούντος, φυσικά, του απαλλακτικού! Την ίδια χρονιά, η Βουλή έκλεισε πρόωρα, επιφέροντας την παραγραφή συζητούμενων πιθανών σκανδάλων, την περίοδο 2004-2007. Κοκ.
Θεωρώ απίθανο να καταλογιστούν ποινικές ευθύνες στον κ. Καραμανλή για το δυστύχημα των Τεμπών. Η πολιτική κρίση ενός υπουργού πολύ σπάνια συνδέεται αιτιωδώς με συγκεκριμένο δυστύχημα (εξαίρεση ήταν η περίπτωση του προέδρου Χριστόφια στο Μαρί, το 2011). Σε μια θεσμικά ώριμη χώρα, όμως, η πολιτική σταδιοδρομία του κ. Καραμανλή θα είχε τελειώσει –οι κυρώσεις θα ήταν πολιτικές, όχι ποινικές. Όσο οι πολιτικοί δίνουν λόγους να μην τους εμπιστεύονται οι πολίτες, τόσο οι πολίτες θα στρέφονται σε «εναλλακτικά γεγονότα» και θεωρίες συνωμοσίας. Και αντιστρόφως: όσο οι πολίτες ρέπουν γνωστικά στη συνωμοσιολογία, τόσο οι πολιτικοί θα τη χρησιμοποιούν νομιμοποιητικά για να αποφεύγουν τη λογοδοσία.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. Το βιβλίο του «Leadership as Masterpiece Creation: What Business Leaders Can Learn from the Humanities about Moral Risk-Taking» (με τους C. Spinosa και M. Hancocks), κυκλοφορεί από το MIT Press.