ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η «εκδίκηση» του πρόσφυγα

Της ΧΡΥΣΤΑΣ ΝΤΖΑΝΗ

«Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τους νέους ανθρώπους και στις δύο πλευρές του νησιού. Αξίζουν μια διαφορετική ζωή με ίσες ευκαιρίες, ώστε το μέλλον τους να μη μένει ανεκπλήρωτο εξαιτίας του παρελθόντος».

Τις προάλλες, σε ένα φιλικό γάμο, το βλέμμα μου σκάλωσε κάποια στιγμή στη μητέρα της νύφης, καθώς στεκόταν στην άκρη της πίστας κι έβλεπε παιδιά κι εγγόνια να χορεύουν χαρούμενα, μπορούσα να διαισθανθώ στο βλέμμα μια αναδρομή στην παιδική της ηλικία, όταν έχασε πολύ νέο τον πατέρα της στις δικοινοτικές ταραχές του ’60 και μια δεκαετία μετά, μικρό παιδί η ίδια, έγινε πρόσφυγας στον τόπο της φορώντας κυριολεκτικά ένα παπούτσι μόνο, πάνω στη βιασύνη τής άτακτης φυγής. «Η εκδίκηση του πρόσφυγα», σκέφτηκα αυθόρμητα, βλέποντας τη χαρά της που εκείνη η ζωή που στράβωσε πριν από μισό αιώνα, τώρα έχει έναν ρου ευτυχίας.

«Κατά την πρώτη μου επίσκεψη, περπάτησα στην εγκαταλελειμμένη οδό Ερμού, η οποία με τον πιο ισχυρό τρόπο συμβολίζει την αδυναμία επίλυσης μιας σύγκρουσης που διαρκεί πάνω από 60 χρόνια».

Έχω βρεθεί στο Δασάκι της Άχνας, εκεί όπου εκείνη και δεκάδες χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες κατέφυγαν αναζητώντας πρόχειρο καταφύγιο στη διάρκεια της εισβολής, μα τελικά έμειναν για μήνες – άλλοι για πάντα: ένα αλσύλλιο με κακοτράχαλο έδαφος που προσφερόταν για προστασία ως έδαφος των Βρετανικών Βάσεων. Το Δασάκι σε ένα βαθμό παραμένει δασάκι, ένα μνημείο που παραπέμπει σε αντίσκηνο, και το πετρώδες έδαφος, καλυμμένο από πευκοβελόνες, υπενθυμίζουν σήμερα τους καταυλισμούς που βιαστικά στήθηκαν εκεί το καλοκαίρι του ’74, προτού η ευρύτερη περιοχή μετατραπεί σε οικισμό. Όταν κάποτε, οδηγώντας στους γύρω αγροτικούς δρόμους, έβαλα σημάδι ένα καμπαναριό για να οδηγηθώ στην κοντινότερη κατοικημένη περιοχή υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο, αντιλήφθηκα, πλησιάζοντας, ότι ήταν η εκκλησία της κατεχόμενης Άχνας, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα ακατοίκητη. Σε κάποια σημεία που γειτνιάζουν με τη Νεκρή Ζώνη μπορείς ακόμα να διακρίνεις τα ίχνη της ζωής που υπήρχε εκεί πριν μισό αιώνα.

«Τα μνημόσυνα και τα μνημεία δεν μας θυμίζουν στιγμές δόξας, αλλά την αποτυχία των προσπαθειών για την επίτευξη μιας συμφωνίας στο νησί. Αποκαλύπτουν μια Κύπρο παγωμένη στον χρόνο. Αυτό ακριβώς είναι που έχουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε τώρα».

Ενάμιση χρόνο πριν, στην κηδεία ενός πολυαγαπημένου προσώπου, πρόσφυγα από την επαρχία Αμμοχώστου, στραβοκατάπια στο άκουσμα, στον επικήδειο της δημάρχου, της ατάκας «η ψυχή σου λεύτερη τώρα φτερουγίζει πάνω από το πατρικό σου σπίτι». Το σπίτι της μακαρίτισσας δεν υπάρχει εδώ και δεκαετίες – οι κατοχικές Αρχές το έριξαν για να περάσει νέος δρόμος. Μπορούσα να τη φανταστώ από κάπου ψηλά, όχι να φτερουγίζει πάνω από το κατεδαφισμένο σπίτι, αλλά να κάνει πικρό χιούμορ με τη λεκτική υπερβολή, αυτήν που έχει επιβάλει η καθωσπρεπική μας παρελθοντολαγνεία που μας κράτησε μισό αιώνα κολλημένους σε σύμβολα, αντί να αναζητάμε την ουσία της κατάστασης στην οποία έχουμε βρεθεί και τρόπους ανατροπής της.

«Είναι σημαντικό να απομακρυνθούμε από λύσεις που στο παρελθόν δημιούργησαν προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν και οδήγησαν σε μεγαλύτερες διαφωνίες και απογοητεύσεις. Τώρα, πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά, παραμένοντας πεπεισμένοι ότι ένα κοινό μέλλον θα φέρει μεγάλες ευκαιρίες σε όλους τους Κύπριους».

Συζητώντας αυτές τις μέρες με άτομα που, όπως εγώ, γεννηθήκαμε μετά το ’74, λίγα χρόνια ή και μια δεκαετία μετά, συνειδητοποίησα πως αυτή η επέτειος σημαίνει κάτι παραπάνω, οι σειρήνες φέτος μάς ακούστηκαν διαφορετικά. Όχι σαν ένα επώδυνο, επετειακό έθιμο, αλλά σαν μια στιγμή ενσυναίσθησης προς τους γονείς μας – πού να έτρεχαν άραγε τότε, αναζητώντας καταφύγιο από την πραγματική σειρήνα του πολέμου; Ως γονείς εμείς πια, μπορούμε σήμερα να τους καταλάβουμε και θαρρώ πως επιβάλλεται πια να προσπαθήσουμε να μην ακούν τα δικά μας παιδιά σειρήνες –πραγματικές ή επετειακές.

«Οι μεγάλες αλλαγές σε χώρες δεν μπορούν να αποφύγουν την κριτική και τις κατηγορίες. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που προβλέπουν εκ των προτέρων τα κακά πράγματα που πρόκειται να συμβούν. Η ιστορία μάς διδάσκει, ωστόσο, ότι οι θετικές αλλαγές συμβαίνουν όταν οι ηγέτες αναγνωρίζουν τι διακυβεύεται και εστιάζουν στη μακροπρόθεσμη ευημερία των κοινοτήτων τους. Είμαι πεπεισμένη ότι η Κύπρος αξίζει και μπορεί να βρει τη συμφιλίωση και έναν νέο δρόμο προς τα εμπρός. Οι ηγέτες πρέπει να επιδείξουν βούληση και αποφασιστικότητα για πραγματική πρόοδο».

Τα απόσπασματα σε εισαγωγικά προέρχονται από την ανοιχτή επιστολή της προσωπικής απεσταλμένης του γ.γ. των Η.Ε. στην Κύπρο, Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση