Kathimerini.com.cy
Τα τελευταία γεγονότα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιουργούν σκέψεις και, εκ των πραγμάτων, ανησυχία. Μεταξύ άλλων, με γύρισαν δυόμισι χρόνια πίσω, στο 2020, όταν η ηγεσία της γειτονικής χώρας αποφάσισε να στείλει χιλιάδες δυστυχισμένους ανθρώπους στα σύνορά μας στον Eβρο χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, για να βαδίσουν προς την Ευρώπη. Υπάρχει μια παρατήρηση πάνω σε εκείνα τα γεγονότα που αξίζει να αναφερθεί δημόσια. Εμφανίζονται ξαφνικά στην οριογραμμή, στην έξοδο από Τουρκία προς Καστανιές, χιλιάδες μετανάστες με δάδες και ιαχές, απαιτώντας να εισέλθουν στην Ελλάδα, με ταυτόχρονη προσπάθεια να γκρεμίσουν τον φράχτη.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήρθε άμεσα, αφενός επιχειρησιακά με διάταξη αστυνομικών δυνάμεων, αφετέρου διπλωματικά με την ενημέρωση και κινητοποίηση της Ε.Ε. και των αρμοδίων οργάνων της. Την ώρα που ο κ. Ερντογάν δήλωνε ότι πολλές δεκάδες χιλιάδες βρίσκονται ήδη στην Ευρώπη, η απογοήτευση και θλίψη κυριαρχούσε ανάμεσα στους χιλιάδες μετανάστες που είχαν κατασκηνώσει στην πέριξ της Αδριανούπολης περιοχή. Οι τοπικές επιχειρησιακές αρχές της Τουρκίας ήταν εμφανώς αμήχανες προσπαθώντας να διαχειριστούν ένα φιάσκο, πολιτικό και επιχειρησιακό. Απουσίαζε η προετοιμασία, όπως αποδείχθηκε, αλλά και ένα plan B· δεν υπήρχε στρατηγική. Το αποτέλεσμα για την Τουρκία ήταν η πλήρης αποτυχία σε όλα τα επίπεδα και η καταδίκη από την Ευρώπη. Λίγες ημέρες αργότερα έφθασαν στις Καστανιές ομάδες αστυνομικών –συνοριακοί φρουροί από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες– για να φυλάξουν τα ευρωπαϊκά σύνορα, ενώ ο πρωθυπουργός υποδεχόταν στην Ορεστιάδα τους επικεφαλής αξιωματούχους των κορυφαίων ευρωπαϊκών οργάνων· κίνηση υψηλού συμβολισμού, αλλά και έμπρακτης στήριξης. Eχοντας πλήρη εικόνα και γνώση της τουρκικής επιχείρησης, μπορώ χωρίς καμία υπερβολή, να τη χαρακτηρίσω πρόχειρη, απροετοίμαστη, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο.
Σχεδόν παρόρμηση του κ. Ερντογάν που στιγμιαία πίστεψε ότι η παραβίαση των συνόρων μας ήταν μια εύκολη υπόθεση. Ερχόμενος στο σήμερα παρατηρούμε τον μαινόμενο Ερντογάν να απειλεί ότι θα έλθει «ξαφνικά μια νύχτα». Ακριβώς την ίδια φράση χρησιμοποίησε επανειλημμένως εναντίον της Συρίας. Είχε υποσχεθεί μάλιστα στην τότε υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον ότι θα την καλούσε στη Δαμασκό πολύ σύντομα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: η οργή του Ερντογάν για τη Συρία του Ασαντ κατέστη γι’ αυτόν μια διαρκής «εφιαλτική νύχτα» με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς αμάχους, εκατομμύρια πρόσφυγες, την Τουρκία εγκλωβισμένη σε μια αιματηρή περιπέτεια και τον Ασαντ ισχυρό στη θέση του.
Ωστόσο, στη μακρά θητεία του Τούρκου προέδρου, είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται στα νησιά του Αιγαίου με τόσο έντονο και απειλητικό τόνο. Το ίδιο και το κόμμα του, το ΑΚΡ, σε αντίθεση με πολλά εθνικιστικά κόμματα που το έθεταν διαχρονικά ως κυρίαρχο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Γιατί λοιπόν υιοθέτησε τη ρητορική των εθνικιστικών κομμάτων; Προσπαθεί, πρωτίστως, να ανασχέσει την παλίρροια που προκαλεί η άνοδος των εθνικιστών ενόψει των εκλογών του 2023. Η εικόνα της Ελλάδας ως ηττημένου εχθρού έχει ριζώσει βαθιά στην ψυχή των Τούρκων από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας το 1923 και παραμένει κοινός παρονομαστής για το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού συστήματος της χώρας, από εθνικιστές, συντηρητικούς και ισλαμιστές έως νεο-εθνικιστές και σοσιαλδημοκράτες. Μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να είναι σωστή, αλλά όχι επαρκής για να δικαιολογήσει τις εκ νέου οργίλες απειλές. Η οργή του αντικατοπτρίζει επιπλέον και τη ματαίωσή του για το γεγονός ότι η Ελλάδα έγειρε τη ζυγαριά προς το μέρος της στα γεωπολιτικά της ΝΑ Μεσογείου. Οχι μόνο γαλάζια πατρίδα δεν εγκαθίδρυσε η Τουρκία, αλλά με τις χώρες της περιοχής η Ελλάδα έχει συνάψει στρατηγικού χαρακτήρα συμμαχίες και συμφωνίες που την καθιστούν πλέον σημαντικό παράγοντα σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή. Νιώθει επίσης δυσάρεστα γιατί, ενώ στις σχέσεις Τουρκίας ΗΠΑ επικρατεί βαθύ χάσμα εμπιστοσύνης και καθεστώς κυρώσεων κατά της χώρας του, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις για πρώτη φορά, ίσως, αποκτούν τόσο μεγάλο στρατηγικό βάθος.
Το στρατηγικό αυτό βάθος και η σημασία της Ελλάδας ενισχύονται ακόμη περισσότερο με μια νέα διάσταση που αφορά την Αλεξανδρούπολη και τις εκεί αναδυόμενες πρωτοβουλίες. Είναι σε μειονεκτική θέση άλλωστε, ο ίδιος και η χώρα του, αφού επί των ημερών του αποβλήθηκε από το κοινό πρόγραμμα των μαχητικών F-35, την ώρα που η Ελλάδα κινείται γρήγορα για την ένταξή της στο πρόγραμμα, ενώ έχει συνάψει συμφωνίες για την αναβάθμιση των F-16 και άρχισε να παραλαμβάνει τα πρώτα Rafale. Μια επιπλέον ματαίωση πηγάζει από την αποτυχία του να απομονώσει την Ελλάδα και την Κύπρο από τον ενεργειακό ανταγωνισμό στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο εσωτερικό μέτωπο ο κ. Ερντογάν είναι ακόμη περισσότερο απελπισμένος.
Ονειρεύτηκε να γίνει ο «Πατέρας της σύγχρονης Τουρκίας» ακολουθώντας τα χνάρια του Κεμάλ. Εχει αποτύχει και στα τρία μέτωπα για τα οποία δημιουργήθηκαν μεγάλες προσδοκίες από τον ίδιο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια. Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων έχει εξαλειφθεί κάθε ίχνος φιλελεύθερης δημοκρατίας, με συλλήψεις δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων και εξαναγκασμό περισσότερων από 150.000 δημοσίων λειτουργών σε εγκατάλειψη των θέσεών τους. Στον τομέα της συμφιλίωσης και της δημιουργίας σύγχρονης τουρκικής εθνικής ταυτότητας, παρά τις προσπάθειές του, οι συνομιλίες με τους Κούρδους κατέρρευσαν και, αυτή τη στιγμή, μαίνονται συγκρούσεις. Στην οικονομία η κατάσταση κινδυνεύει να γίνει χαοτική με την κρίση να διαβρώνει τα εισοδήματα. Τέλος, στην εξωτερική πολιτική ενώ ο Τούρκος πρόεδρος ανακηρύσσει τον εαυτό του «ηγέτη του αιώνα» καλώντας, αστειευόμενος, τον Μακρόν να ενταχθεί στην «τουρκική Ενωση», οι Τούρκοι πολίτες υποστηρίζουν κατά 60% την ένταξη στην Ε.Ε. Τι εξηγεί το χάσμα μεταξύ αυτών που είχε υποσχεθεί ο κ. Ερντογάν και της Τουρκίας που υπάρχει σήμερα; Μια πρώτη κοινή ερμηνεία που μοιράζονται φιλελεύθεροι διανοούμενοι, εστιάζει στην προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία του ηγέτη. Υπάρχει όμως και πρόσθετη εξήγηση «μακράς διάρκειας», πιο δομική.
Η Τουρκία, μετά τον ένθερμο, κοσμικό Ατατούρκ, εγκατέλειψε τη ριζοσπαστική κοσμικότητα και επέτρεψε τη σταδιακή και μερική αποκατάσταση του Ισλάμ στη δημόσια ζωή και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση. Εν τω μεταξύ, η βάση του ΑΚΡ καταρρέει, το ίδιο και του μικρότερου συμμάχου του ΜΗΡ. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπό προϋποθέσεις φαίνονται ενωμένα και αποφασισμένα να αμφισβητήσουν την κυριαρχία και να νικήσουν τον Ερντογάν, που για πρώτη φορά είναι τόσο κοντά στην ήττα. Θα κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στην εξουσία και αυτό αποτελεί μια πρόκληση με δυνητικά αποτελέσματα εντός, αλλά και εκτός της χώρας στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.
O κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είναι πρώην υπουργός της Ελλάδας.