ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Βιώσιμη επένδυση στην έρευνα και την καινοτομία

Της δρος ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΤΡΑΤΗ

To Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης στη χώρα της έρευνας που αφορά την υγεία, επενδύει περίπου τον μισό προϋπολογισμό του στη βασική έρευνα με τη λογική ότι η δημόσια δαπάνη για βασική έρευνα έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας. Βασίζεται, για παράδειγμα, σε μελέτες που υπολογίζουν ότι 1 δολάριο επιφέρει επιπρόσθετη επιστροφή της επένδυσης κατά 8 περίπου δολάρια μέσα σε οχτώ χρόνια, και τροφοδοτεί την είσοδο νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων στην αγορά με θετικό οικονομικό αντίκτυπο.

Τι είναι όμως ακριβώς η βασική έρευνα; Η βασική έρευνα, ή αλλιώς η έρευνα ανακάλυψης, η οποία ωθείται από την ανθρώπινη περιέργεια και την ανάγκη να κατανοήσουμε τον κόσμο, είναι η έρευνα που διεξάγεται με άμεσο σκοπό τη γνώση και όχι την εφαρμογή. Γι’ αυτόν τον λόγο, η αξία της είναι παρεξηγημένη και έχει αναντίλεκτα υποβαθμιστεί, με αποτέλεσμα να θεωρείται πολυτέλεια για λίγους και ρομαντικούς. Με ποιους μηχανισμούς μπορεί ένα κύτταρο να αυξήσει τις μεταναστευτικές του ικανότητες; Ποιες οδούς χρησιμοποιεί ένας ιός για να εισβάλει σε ένα κύτταρο; Πώς διαχειρίζεται ένα φυτό τις συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης άλατος; Τα παραπάνω ερωτήματα αποτελούν παραδείγματα ερωτημάτων βασικής έρευνας (στον δικό μου τομέα, τη βιολογία).

Φυσικά, το θετικό πρόσημο της οικονομικής επίδρασης της βασικής έρευνας δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα των ΗΠΑ, αφού πολλές τεκμηριωμένες μελέτες έχουν καταδείξει ότι, πέρα από την επίδραση σε άλλους τομείς (κοινωνία, κουλτούρα), η βασική έρευνα επιδρά θετικά και στις οικονομίες χωρών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί αναπόσπαστη προϋπόθεση μεγάλου ποσοστού εφαρμογών και επένδυση η οποία οδηγεί μεσοπρόθεσμα σε απόσβεση του κόστους της και σε βελτίωση της παραγωγικότητας. Η πιο θεμελιώδης επίδραση της βασικής έρευνας είναι η παραγωγή γνώσης, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο με σημαντικές εφαρμογές σε επίπεδο τεχνολογίας ή εφαρμογής πολιτικής. Για παράδειγμα, η κατανόηση μηχανισμών εισβολής ενός ιού στα κύτταρα έχει αποτελέσει έναυσμα για εξεύρεση θεραπευτικών και προφυλακτικών παρεμβάσεων (π.χ. εμβόλια και αντιικά φάρμακα). Η διερεύνηση της ενδογενούς και συνθετικής παραγωγής RNA κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, οδήγησε με ταχύτητα στην παραγωγή εμβολίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Επιπλέον της αύξησης της διαθέσιμης γνώσης, μέσα από τη διεξαγωγή βασικής έρευνας απασχολούνται και εκπαιδεύονται με μεταβιβάσιμες δεξιότητες νέοι επιστήμονες, οι οποίοι μπορούν με ευελιξία να ενσωματωθούν στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Επομένως η βασική έρευνα λειτουργεί ως εκκολαπτήριο τόσο ανθρώπινου κεφαλαίου όσο και τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Χώρες οι οποίες υιοθετούν και επενδύουν σε τεχνολογίες στον τομέα της βασικής έρευνας, όπου και χρησιμοποιούνται αρχικά, έχουν προνομιακή πρόσβαση στην ταχεία και ομαλή μετάβαση της χρήσης αυτών των τεχνολογιών σε ευρύτερες πρακτικές εφαρμογές. Οι τεχνολογίες της γονιδιωματικής, για παράδειγμα, οι οποίες χρησιμοποιούνταν αρχικά για σκοπούς βασικής έρευνας, βρίσκουν πλέον διαγνωστική/κλινική χρήση. Επιπλέον, ο υψηλός βαθμός διεθνοποίησης με τον οποίο διεξάγεται η βασική έρευνα, επιδρά θετικά στη διεθνοποίηση των ιδρυμάτων και χωρών όπου διεξάγεται.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμπεραίνει πως η βασική έρευνα τροφοδοτεί την παραγωγικότητα. Προκρίνει μάλιστα τη σύσταση πολιτικών για αύξηση της χρηματοδότησης για βασική έρευνα που διεξάγεται σε δημόσιους οργανισμούς, όπως και αύξηση της επιδότησης της έρευνας που γίνεται σε επιχειρήσεις (για τη διαφορά μεταξύ της χρηματοδότησης και επιδότησης ας συζητήσουμε άλλη φορά). Δυστυχώς, παρόλο που οικονομικά μοντέλα προβλέπουν ότι η επένδυση στη βασική έρευνα αποσβένεται εντός δεκαετίας, αυξάνει την παραγωγικότητα και συνδέεται με αύξηση στους μισθούς, στις πλείστες χώρες η βασική έρευνα υποχρηματοδοτείται. Η ελλιπής επένδυση στη βασική έρευνα είναι χαμένη ευκαιρία για μια χώρα που θέλει να διαφοροποιήσει την οικονομία της, και δεν νοείται σε κράτος που διατείνεται ότι σφυρηλατεί οικονομία καινοτόμα και διεθνοποιημένη. Η Κύπρος, δυστυχώς, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις ως προς την επένδυση στην έρευνα σε σχέση με το Εθνικό Ακαθάριστο Προϊόν. Επενδύει λιγότερο από τα μισά σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις πίσω από χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία, που δεν θεωρούνται πρωτοπόρες όσον αφορά την απόδοση και επένδυσή τους στην καινοτομία.

Αν θέλει, λοιπόν, η Κύπρος να καρπωθεί τα αγαθά που αποφέρει η καινοτομία, η αύξηση του προϋπολογισμού που διατίθεται στη έρευνα επιβάλλεται. Η επένδυση, εκτός από αυξημένη, πρέπει να είναι στοχευμένη, ούτως ώστε να εξυπηρετεί πραγματικές ερευνητικές δαπάνες και όχι διαχειριστικό κόστος του εκάστοτε χρηματοδότη. Επίσης, πρέπει να βασίζεται σε σχεδιασμό που να διαφυλάττει τη βασική έρευνα ως κινητήριο δύναμη και όχι ως τροχοπέδη της οποιασδήποτε εφαρμογής. Εννοείται, φυσικά, ότι ο σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνεται με αυστηρά λογιστικούς όρους ούτε μπορεί να είναι ρεαλιστικός και υλοποιήσιμος χωρίς τη συμμετοχή ερευνητικά ενεργών επιστημόνων. Παρά τις δυσκολίες (η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης είναι μόνο μία από αυτές), έχουμε ευτυχώς αρκετούς και αρκετές στη χώρα μας που διεξάγουν έρευνα με επιτυχία, συμπεριλαμβανομένης της βασικής. Ας επενδύσουμε σε αυτό το δυναμικό και ας το αξιοποιήσουμε αν θέλουμε πραγματικά να έχουμε βιώσιμη επένδυση στην καινοτομία.

Η δρ Κατερίνα Στρατή (PhD) είναι αναπληρώτρια καθηγήτριας στο Τμήμα Βιολογικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση