Με ποιες βιολογικές αναγκαιότητες, με ποιες χημικές διεργασίες, μπορεί να συνδεθεί η πείνα και η δίψα του ανθρώπου για δικαιοσύνη; Προκύπτει άραγε και αυτή από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, την κτηνώδη ορμή κυριαρχίας που συγκροτεί και τον αδυσώπητο νόμο της «φυσικής επιλογής»; Αλλά σε τι διαφορετικό εδράζεται και η θρασύτητα της αδικίας, σε τι άλλο από τον πρωτογονισμό της αξίωσης για αυτοσυντήρηση και ισχύ; Συναντώνται λοιπόν στις ίδιες ορμέμφυτες αιτίες η βαναυσότητα της αδικίας και η δίψα για δικαιοσύνη;
Πάντως η απαίτηση είναι πανανθρώπινη και διαχρονική: οι οιμωγές των θυμάτων να γίνουν κόλαση για τους βασανιστές. Να γίνει πνιγμός ασφυξίας η πίκρα των αδικημένων για όσους παγερά και εσκεμμένα αδικούν. Κάπου, κάποτε, να πληρώσουν με ανυπόφορη οδύνη όσοι ασέλγησαν στην ανημπόρια, στην αθωότητα, στην άγνοια, στην ευπιστία. Οχι μόνο ο δολοφόνος, ο βιαστής, ο παιδεραστής, όποιος βασάνισε σωματικά συνάνθρωπο. Αλλά και ο συκοφάντης, ο διαβολέας, ο ψεύτης, ο συναισθηματικά νεκρωμένος εγωιστής, ο αδιάφορος και ανάλγητος.
Σέρνει τα αποκαμωμένα του βήματα ο χιλιοταπεινωμένος υπερήλικας από γραφείο σε γραφείο, από όροφο σε όροφο στο ΙΚΑ ή ΕΤΕΑΜ ή όπως αλλιώς συνεχώς μετονομάζει τα «προνοιακά» του χαζοκαμώματα το κάθε κομματικό κράτος. Συντρίβεται η ζωή του Ελληνα πολίτη και το κουράγιο του πάνω στην ιταμή θρασύτητα του κάθε σαδιστή ή αδιάφορου υπαλληλίσκου, γιατί; Μια ζωή πλήρωνε από το μεροκάματο της πείνας την ασφάλιση των γηρατειών του. Και αυτό το χρήμα αίμα του το άρπαξε από το Ταμείο του κάποια διεφθαρμένη κυβέρνηση, να το κάνει φιέστες προεκλογικές, κρετινική κομματική προπαγάνδα, να στήσει με την αποταμίευση του φτωχού σπάταλο κομματικό κράτος. Στο βλέμμα του αδικημένου ανθρώπου, που του κλέψανε τη ζωή, δεν υπάρχει μένος εκδίκησης, υπάρχει μόνο πόνος λαχτάρας για δικαιοσύνη: Κάπου κάποτε να λειτουργήσει νέμεση για τους αδίστακτα ψευδόμενους, τους καπήλους των κοινωνικών οραμάτων, τους αρρωστημένους μανιακούς της εξουσίας και της χλιδής. Αυτή είναι η δίψα των ανθρώπων που βλέπουν τη μία και μοναδική ζωή τους να έχει δαπανηθεί μέσα στην πίκρα και στην απογοήτευση, τη βλέπουν τη ζωή να τελειώνει μέσα σε ταπεινώσεις, στερήσεις, εξευτελισμούς. Ομως, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αν δίκαζαν καθένα συνάνθρωπό τους χωριστά, δύσκολα θα απέδιδαν τη δικαιοσύνη που τώρα απαιτούν. Προτού καταδικάσει, θα έψαχνε τα ελαφρυντικά: πώς και γιατί φτιάχτηκε έτσι ανάλγητος ο κρατικός υπάλληλος που τον τυραννάει, γιατί έγινε ασυνείδητος ο γιατρός, γιατί φυγόπονος ο νοσηλευτής, γιατί κλέφτης ο εργολάβος, γιατί ανήθικος ο πολιτικός. Τι είδους μάνα είχε ο καθένας, τι λογής πατέρα, πώς έζησε τα παιδικά του χρόνια, ποια τραύματα ψυχικά κουβαλάει, πόση στέρηση στοργής και τρυφερότητας, ποιο σαράκι κρυφής μειονεξίας, πόση ανασφάλεια πλάθει τελικά τους βασανιστές της ζωής μας.
Οσο πιο σμιλεμένος από τη θλίψη ο άνθρωπος τόσο πιο εύκολα λυπάται, δύσκολα δικάζει, γρήγορα συγχωρεί. Η απαίτησή του για δικαιοσύνη είναι περισσότερο όραμα ή μέτρο ζωής και λιγότερο ή καθόλου επιθυμία εκδίκησης.
Ερείσματα η μεταφυσική του δεν βρίσκει στην ανάγκη για υπερβατικά δικαστήρια και αιώνιες κολάσεις. Το πιο πραγματικό έρεισμα της μεταφυσικής το διαβλέπει στο κάλλος του κόσμου, όταν το κάλλος συλλαβίζεται ως δώρημα αγάπης και η αγάπη αποκρυπτογραφείται όχι ως «συναίσθημα», αλλά ως εμπειρία ελευθερίας, δηλαδή αυτοπροσφοράς.
Ο Αριστοτέλης συνοψίζει τον ορισμό και προορισμό των Ελλήνων στον καίριο αφορισμό του: «Το ζητείν πανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόττει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις» (Πολιτικά Θ3, 1338α 30-32). «Το να αναζητάς παντού το χρήσιμο, καθόλου δεν ταιριάζει στους μεγαλόψυχους και ελεύθερους ανθρώπους». Το κυνήγι της χρησιμότητας είναι πάντα εγκλωβισμός στον πρωτογονισμό της εγωτικής εξασφάλισης, της θωράκισης του ατομικού συμφέροντος.
Αν ο αναγνώστης μελετήσει απροκατάληπτα κάθε περίπτωση όπου η νεώτερη κρατική Ελλάδα γνώρισε μια καταστροφική αποτυχία (με συνέπειες ανήκεστες για το μέλλον του Ελληνισμού) θα πιστοποιήσει, νομίζω, πίσω από τα γεγονότα μια πελώρια πάντοτε, τυπικά ιθαγενή ηλιθιότητα. Ηλίθια ευπιστία, ηλίθια φοβία, ηλίθια κρίση και επιλογή, ηλίθιο σχεδιασμό. Δεν έχει σημασία το πώς εκφράστηκε η ηλιθιότητα, καθόριζε όμως κάθε περίπτωση.
Υπήρχε πίσω από τον πόλεμο του 1897. Πίσω από την αποπομπή του Βενιζέλου, το 1915, από την πρωθυπουργία. Πίσω από τις «πρωτοβουλίες» που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Πίσω από τα καίρια εναύσματα τής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Ζαχαριαδικής παράνοιας. Πίσω από τον επιπόλαιο εκπατρισμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης Ιμβρου Τενέδου. Πίσω από τα «Ιουλιανά» του ’65. Πίσω από τα προσχήματα της δικτατορίας του ’67-’74. Πίσω από την απώλεια της μισής Κύπρου. Πίσω από την επίσημη αυτοχειρία του Ελληνισμού με την επιβολή της μονοτονικής γραφής. Πίσω από τον απροσχημάτιστο αφελληνισμό της Βόρειας Ηπείρου. Πίσω από τη νύχτα στα Υμια. Μήπως είναι απλώς αποτέλεσμα συγκυριών, προϊόν τυχαιότητας η αλυσιδωτή διαδοχή ηλίθιων λαθών;