Υπόθεση εργασίας. Τη μοιραία εκείνη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου ο Ιωάννης Μεταξάς, έχοντας μετρήσει το κόστος ενός πολέμου απέναντι σε μιαν από τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές του καιρού του, την Ιταλία, δέχεται το τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη. Η μικρή και αδύναμη Ελλάδα μετατρέπεται αμαχητί σε προτεκτοράτο του Αξονα. Και ο Ιωάννης Μεταξάς έχει τη συνείδησή του ήσυχη: γλίτωσε τον λαό που κυβερνούσε από έναν πόλεμο που ήταν χαμένος εκ των προτέρων. Σας παρακαλώ, μη μου αντιτάξετε τα διάφορα γεωπολιτικά επιχειρήματα των οποίων την αξία δεν αμφισβητώ. Αναφέρομαι στον Γεώργιο Β΄ και τους δεσμούς της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία, παρά τις εκλεκτικές ιδεολογικές συγγένειες του καθεστώτος Μεταξά με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Μια μικρή παρένθεση: ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός αναφερόταν στην αρχαία Ελλάδα. Ο ιταλικός φασισμός αναφερόταν στην αυτοκρατορική Ρώμη.
Συνεχίζω την υπόθεση εργασίας. Ο Ιωάννης Μεταξάς αποδεχόμενος το τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη σώζει τη χώρα του και τον λαό της από έναν πόλεμο που σημάδεψε ολόκληρη γενιά, ενδεχομένως δε, την παραδίδει σε μια κατοχή ηπιότερη απ’ αυτήν που έζησε η χώρα μας.
Ο Μεταξάς, όμως, δεν αποδέχεται το τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη. Αν και η ιδεολογία του καθεστώτος του είναι παραπλήσια, αν όχι ίδια, με αυτήν του Ιταλού, ο ίδιος την κρίσιμη στιγμή δεν επιλέγει την ιδεολογία του. Επιλέγει το Εθνος. Ενα Εθνος αδύναμο, που δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη πυρός της Ιταλίας, στην πραγματικότητα χωρίς συμμάχους. Κι όμως το επιλέγει τη νύχτα εκείνη στο σαλόνι της οδού στρατηγού Δαγκλή στην Κηφισιά. Για ποιον λόγο επιλέγει το Εθνος; Το επαναλαμβάνω. Δεν ενδιαφέρουν οι «τεχνικές» απαντήσεις περί δεσμεύσεων με τους Αγγλους. Ισχύουν. Αυτό όμως που ενδιαφέρει κατά μείζονα λόγο είναι η συνείδηση αυτού του ανθρώπου, που μέσα στη βαθιά νύχτα βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα: ή θα σπρώξω τον ελληνικό λαό σε μια περιπέτεια της οποίας το τέλος κανείς δεν γνωρίζει –είμαστε στο 1940– ή θα τον αφήσω στην ησυχία του. Και τον σπρώχνει στην περιπέτεια της οποίας το τέλος κανείς δεν γνώριζε τότε. Γιατί; Αφήστε τις υποχρεώσεις απέναντι στους Αγγλους. Πάντα κάποιες υποχρεώσεις λειτουργούν στην Ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων.
Γιατί ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το «όχι», το τελευταίο «εμείς» της συλλογικής μας συνείδησης; Ως αξιωματικός είχε ζήσει και τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Είχε ζήσει τον διασυρμό της «Μεγάλης Ιδέας». Και είχε αντιληφθεί τις συνέπειες της καταστροφής της. Χωρίς κάποια «Μεγάλη Ιδέα» αυτό το Εθνος ήταν καταδικασμένο να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη. Ο πόλεμος κατά της Ιταλίας ήταν το υποκατάστατο της Μεγάλης Ιδέας. Και απεδείχθη λυτρωτικό για μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων. Ο εμφύλιος που ακολούθησε, οι κακοφορμισμένες πληγές του πολέμου και της κατοχής, απλώς απέδειξαν ότι η τραγική λύτρωση που προηγήθηκε ήταν κακότεχνη.
Σκέψεις επετειακές και όχι μόνον. Σκέψεις επικαιρικές. Προχθές συζητούσα με φίλο για την Ουκρανία. Μήπως η χώρα προκάλεσε τη Ρωσία επειδή ζήτησε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Μπορεί. Αν και με τέτοια επικράτεια που διαθέτει η Ρωσία στον χάρτη, η διάθεσή της να εντάξει και την Ουκρανία μάλλον είναι της αρμοδιότητας διαιτολόγου. Και σκέφτεσαι πραγματιστικά: αν η Ουκρανία είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ εγκαίρως, η Ρωσία δεν θα τολμούσε να την απειλήσει. Και σκέφτεσαι ουσιαστικά: σε τι διαφέρει η σημερινή Ουκρανία από την Ελλάδα του 1940; Σε πολλά, αλλά και σε ορισμένα όχι.
Δεν διαφέρει στο γεγονός ότι είναι μια χώρα απέναντι σε μια μεγάλη δύναμη. Διαφέρει ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα του ’40, η βοήθεια των συμμάχων της είναι καθοριστική. Και το ουσιώδες: ένα ευρωπαϊκό έθνος διεκδικεί την ύπαρξή του εν έτει 2022, όπως η Ελλάδα διεκδικούσε την ύπαρξή της το 1940. Η συμπαράσταση στην Ουκρανία είναι ηθική υποχρέωση για τους Ελληνες.
Κι αν αναρωτιέστε τι στην ευχή εννοώ με την «ηθική υποχρέωση» και πόσο απέχει από την πολιτική, ένα θα σας πω: Αναφέρομαι σ’ αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε «εμείς».