Πολλοί βλέπουν παρανομίες ή αυθαιρεσίες, αλλά έχουν αυτοεκπαιδευθεί να τις προσπερνούν. Πολλοί βιώνουν εξευτελισμούς ή αδικίες, αλλά έχουν μάθει να σιωπούν. Κάποιοι, όμως, λίγοι αρχικά, αγανακτούν. Γι’ αυτούς, η σιωπή δεν είναι επιλογή.
Η Ρόζα Παρκς δεν επιδόθηκε σε ωφελιμιστικούς υπολογισμούς όταν βίωσε τον ρατσιστικό εξευτελισμό σε λεωφορείο του Μοντγκόμερι, στην Αλαμπάμα, το 1955. Αρνήθηκε αυτονόητα να σηκωθεί από τη θέση της για να καθίσουν λευκοί επιβάτες, ανάβοντας το φυτίλι του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Ενώ οι πολλοί σιωπούν και καταπίνουν, κάποιοι λίγοι αγανακτούν και διαμαρτύρονται. Τους κινητοποιεί, πρωτίστως, το πάθος, η προ-λογική βούληση· ο λόγος έπεται. «Ως εδώ. Δεν πάει άλλο».
Οι ομάδες πρωτοβουλίας για ελεύθερες παραλίες, που ξεπήδησαν στη Ρόδο, την Πάρο, τη Νάξο, τη Χαλκιδική, και αλλού, παθιάζονται με κάτι που αφορά όλους: τη χρήση δημόσιων αγαθών, εν προκειμένω των παραλιών. Τα δημόσια αγαθά είναι περίεργα: ενώ ανήκουν σε όλους, δεν κινητοποιούμαστε όλοι να τα προστατεύσουμε. Γιατί;
Διότι η προστασία ενός δημόσιου αγαθού πάσχει από το πρόβλημα της συλλογικής δράσης: αν και όλοι ωφελούμαστε από το αγαθό, η συμμετοχή μας στην προσπάθεια της προστασίας του κοστίζει (σε χρόνο, χρήμα, ταλαιπωρία), οπότε έχουμε κίνητρα να απέχουμε («ας το κάνουν άλλοι»). Γνωρίζουμε ότι αν η έκβαση της δράσης των άλλων είναι επιτυχής, θα ωφεληθούμε κι εμείς. Πολύ απλά, αν, με πρωτοβουλίες ακτιβιστών, όλες οι παραλίες γίνουν πραγματικά κοινόχρηστες, θα ωφεληθώ, χωρίς να μου έχει κοστίσει τίποτε.
Οι περισσότεροι είμαστε, όπως έλεγε η αείμνηστη ΄Ελινορ ΄Οστρομ (Νόμπελ Οικονομικών, 2009), «ορθολογικοί εγωιστές». Υπάρχει, όμως, ποικιλία ανθρώπινων τύπων. Δεν βιώνουμε όλοι την αυθαιρεσία με τον ίδιο τρόπο, ενώ όσοι παθιάζονται με τα κοινά (αυτοί δηλαδή που, υπερβαίνοντας τον ορθολογικό εγωισμό, παίρνουν στα σοβαρά την ιδιότητα του πολίτη και, συνεπώς, νιώθουν συνυπεύθυνοι για την προστασία των κοινών) μεταποιούν εύκολα το πάθος τους σε συλλογική δράση.
Αυτό, επιτέλους, συνέβη στα νησιά μας. Οι αυθαιρεσίες που, ως λουόμενοι, χρονίως βιώνουμε, κινητοποίησαν ομάδες πολιτών για να διαμαρτυρηθούν, αξιώνοντας την προστασία της νομιμότητας. Στην εποχή της γενικευμένης επικοινωνίας, οι προσπάθειές τους απέφεραν καρπούς γρήγορα: εκατοντάδες άνθρωποι συντονίστηκαν διαδικτυακά και διαμαρτυρήθηκαν με φυσική παρουσία σε παράνομα κατειλημμένες ακτές· χιλιάδες άλλοι συνέδραμαν την προσπάθεια διαδικτυακά· σε μήνα ειδησεογραφικής ξηρασίας, το θέαμα διαδηλωτών εν μέσω λουόμενων ήταν αρκούντως ασυνήθιστο (άρα ελκυστικό) για να αναδειχθεί από τα ΜΜΕ. Το θέμα, τελικά, κλιμακώθηκε: έφθασε μέχρι την κεντρική πολιτική σκηνή, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να παρέμβει.
Οι ομάδες πρωτοβουλίας πέτυχαν γιατί άρθρωσαν πειστικό λόγο: βιωματικό (αγγίζοντας πολλούς), πολιτικό (αναδεικνύοντας τη θεσμική διάσταση), αξιακό (προασπίζοντας κοινές αξίες), μη ιδεολογικό (αποφεύγοντας την κατάρα του κομματισμού). «Μας ενώνει η έγνοια για τη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου και ο εκτοπισμός μας από τις παραλίες του τόπου μας», γράφει σε ανάρτησή της η Κίνηση Πολιτών Πάρου για Ελεύθερες Παραλίες. «Ανησυχούμε για την παγίωση της ανομίας και ασυδοσίας στις παραλίες της Πάρου από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τμήματα παραλιών και καταλαμβάνουν αυθαίρετα […] τον κοινόχρηστο χώρο, πολύ πέραν των ορίων που προβλέπουν οι συμβάσεις παραχώρησης […]. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των πολιτών και επισκεπτών του νησιού μας για ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες που αγαπάμε». Πρόκειται για έξοχο δείγμα ώριμου πολιτικού λόγου – κυριαρχεί η μέριμνα για την «πόλιν».
Δεν αρκεί, όμως, ένα καλοδιατυπωμένο σκεπτικό που απηχεί το γενικότερο αίσθημα. Χρειάζεται και αξιόπιστη στρατηγική. Σε ένα, κατ’ αρχήν, ορθολογικό σύστημα, δεν είναι αρκετό να καταγγέλλεις την παρανομία –πρέπει να την αποδεικνύεις. Η παραλιακή αυθαιρεσία αποδεικνύεται σχετικώς εύκολα: αρκεί να συγκρίνεις τι συμβαίνει με αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει. Στην εποχή των Google Maps, της «Διαύγειας» και της θεσμικής διαφάνειας, τίποτα δεν μένει κρυφό (βλ. άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη, «Κ», 6/8/23), αρκεί, βεβαίως, να ψάξεις (η αναζήτηση είναι μέρος του κόστους της προσπάθειας για την προστασία του αιγιαλού ως δημόσιο αγαθό).
Οι Κινήσεις της Πάρου και της Νάξου αντιπαρέβαλλαν τις αποφάσεις εκμίσθωσης του αιγιαλού με την πραγματικότητα της κατάληψης των ακτών από ομπρελοκαθίσματα, και –ω τι έκπληξη στη χώρα του Ζορμπά – αποκαλύφθηκε διάχυτη η παρανομία. Η ακτιβιστική δράση τους κατέδειξε αυτό που έπρεπε να είχαν εντοπίσει (και αποτρέψει) οι ελεγκτικές αρχές του κράτους: ο δημόσιος χώρος είναι ξέφραγο αμπέλι. Ακόμη χειρότερα, οι θεσμικώς αρμόδιοι ξεδιάντροπα αδιαφορούν, ψοφοδεώς ανέχονται, ή διεφθαρμένα συμπράττουν.
Το κίνημα για ελεύθερες παραλίες δείχνει τι μπορεί να κάνει η κοινωνία πολιτών όταν οργανώνεται όπως πρέπει. Η οργανωμένη αυθαιρεσία σε βάρος του κοινού καλού μπορεί να αντιμετωπισθεί με την οργανωμένη προάσπιση των κοινών αξιών της «πόλεως». Οι πολίτες της Πάρου, της Νάξου και αλλαχού, αφενός μας δείχνουν πώς να υπάρχουμε ως ενεργοί πολίτες, αφετέρου θέτουν το «λερναίο κράτος» ενώπιον των ευθυνών του.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.
www.htsoukas.com