Του Αλέξη Παπαχελά
Ξέρω ότι θα εκνευρίσω πολλούς με την επόμενη φράση, αλλά κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται. Χρωστάμε ένα ευχαριστώ σε αφόρητους, δύσκολους, γκρινιάρηδες συμπολίτες μας που έδωσαν μάχες πριν από πολλά χρόνια για να προστατεύσουν το περιβάλλον στον τόπο μας. Αν δεν ήταν κάποιοι αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και άλλοι ευαισθητοποιημένοι Ελληνες, δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο. Υδρα, Ζαγόρια, Πήλιο, Μάνη, Κυκλαδονήσια και πολλά ακόμη μέρη δεν θα έμοιαζαν με αυτό που αντικρίζουμε σήμερα και που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που αποκαλούμε «ελληνική ομορφιά». Αν δεν ήταν οι άνθρωποι της Ελληνικής Εταιρείας και η Ελένη Βλάχου στην Πύλο θα υπήρχε σήμερα διαλυτήριο πλοίων…
Το παράδοξο, και σπουδαίο, είναι πως έδιναν μάχες ακόμη και 50 χρόνια πριν. Οταν η διατήρηση φυσικών τοπίων και παραδοσιακών οικισμών δεν ήταν ακόμη κομμάτι μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Και όταν η ελληνική κοινωνία δεν είχε καταλάβει πόσο σημαντικό ήταν αυτό το κομμάτι της κληρονομιάς της και ήταν έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα στον βωμό της γρήγορης, και εύκολης, ανάπτυξης. Το ελενίτ ή το αλουμίνιο ήταν η προφανής λύση, που κανείς δεν καταλάβαινε καν γιατί ήταν πρόβλημα.
Στη διαδρομή προφανώς φτάσαμε σε ασύλληπτες υπερβολές που έχουν δημιουργήσει πολλές αντιδράσεις. Συχνά ακούμε ιστορίες επενδύσεων που έχουν μπλοκαριστεί από κάποια αρχαία στέρνα που κανείς δεν μπορεί να εντοπίσει, για εμμονές αρχαιολόγων ή άλλων που ωθούν επιχειρηματίες ή ιδιώτες στα όρια της νευρικής κρίσης. Αυτά τα φαινόμενα πήγαν ίσως το εκκρεμές στο άλλο άκρο.
Τώρα βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Πρέπει να βρούμε την ισορροπία μας ανάμεσα στην ανάγκη για ανάπτυξη αλλά και την προστασία της κληρονομιάς μας και του περιβάλλοντος. Ο υπόλοιπος πλανήτης έμαθε και αγάπησε την Ελλάδα την εποχή του κορωνοϊού και μετά, γιατί ανακάλυψε πολλές γωνιές της που δεν έχουν ομογενοποιηθεί και που προβάλλουν κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Περάσαμε τη λαίλαπα της δεκαετίας του ’70 με τα περίφημα «χουντικά» κτίσματα που κυριολεκτικά βγάζουν μάτι. Χάσαμε κάποιες περιοχές στον βωμό της ευκολίας και της επιβίωσης. Είναι όμως εντυπωσιακό πόσα κομμάτια του τόπου μας σώθηκαν και σήμερα του δίνουν μια τόσο μεγάλη υπεραξία. Και, το ξαναλέω, αυτό το χρωστάμε σε εκείνους που γκρίνιαζαν, φώναζαν, έδιναν μάχες όταν δεν ήταν μόδα.