Του Αλέξη Παπαχελά
Η διασπορά της Αμερικής κινδυνεύει να χαθεί. Και δεν πρέπει. Η γενιά που έπαιξε σημαντικό ρόλο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, έχει φύγει είτε από την ενεργό δράση είτε από τη ζωή. Η γενιά που ωρίμασε και απέκτησε ισχύ με την υποψηφιότητα του Μάικλ Δουκάκη το 1988 επίσης μεγάλωσε και περνάει στο περιθώριο. Το ποσοστό των Ελληνοαμερικανών που ταυτίζονται με την Ελλάδα μειώνεται χρόνο με τον χρόνο. Είναι φυσικό επακόλουθο, καθώς αυξάνονται θεαματικά οι μεικτοί γάμοι, και αποδυναμώνεται η «ελληνική» ταυτότητα της επόμενης γενιάς.
Η Εκκλησία μοιάζει να περνάει μια βαθιά κρίση, που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες. Λανθασμένες επιλογές και αυταρχικές συμπεριφορές έχουν προκαλέσει αντιδράσεις, που κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξουν. Και αυτό σε μια φάση που ο αριθμός των τελετών στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μειώνεται και ενίοτε αμφισβητείται η ανάγκη να τονίζεται η ελληνικότητα της Εκκλησίας ή ακόμη και η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας σε ναούς κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων.
Το εθνικό κέντρο δεν έχει σχεδιάσει και ακολουθήσει μια μακρόπνοη πολιτική, για να συντηρήσει ζωντανό τον ελληνισμό στην Αμερική και να τον φέρει πιο κοντά στην πατρίδα.
Το εθνικό κέντρο δεν έχει σχεδιάσει και ακολουθήσει μια μακρόπνοη πολιτική, για να συντηρήσει ζωντανό τον ελληνισμό στην Αμερική και να τον φέρει πιο κοντά στην πατρίδα. Η καλλιέργεια σχέσεων και διασυνδέσεων με ισχυρούς Ελληνοαμερικανούς είναι ζωτικής σημασίας. Και δεν πρέπει να υποτιμάται. Δεν φτάνει, όμως.
Ενίοτε λειτουργεί, άλλωστε, και αντίστροφα. Ορισμένοι εκ των επαγγελματιών ή επιφανών ομογενών που συνωστίζονται στα λόμπι κεντρικών ξενοδοχείων κυνηγούν απλώς ένα καλό ντιλ, αλλά με τη λογική του «θείου από την Αμερική» που τα θέλει όλα φθηνά. Ή εξαντλούν την επιρροή τους «πουλώντας» πρόσβαση σε κέντρα εξουσίας στις ΗΠΑ.
Πρέπει να πάμε παρακάτω. Η Ελλάδα του 2023 είναι πολύ πιο προσιτή και δημοφιλής στους νέους ομογενείς, ακόμη και σε αυτούς της δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Ενθουσιάζονται όταν έρχονται εδώ. Μερικοί γενναίοι αποφασίζουν και να επενδύσουν. Χρειάζεται, όμως, να σχεδιάσουμε το μέλλον. Πώς θα συντηρηθεί η, μερική έστω, εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στις νεότερες γενιές; Πώς θα επεκτείνουμε τα προγράμματα, που ήδη υπάρχουν αλλά είναι περιορισμένα, για να έρχονται περισσότεροι ελληνικής καταγωγής στην Ελλάδα για σπουδές, καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, εξάσκηση σε κάποια εταιρεία; Δεν είναι ζήτημα μόνο του κράτους αυτό. Ιδρύματα και ο ιδιωτικός τομέας έχουν ρόλο να διαδραματίσουν. Θα δούμε ασύλληπτα αποτελέσματα όταν οργανωθούμε καλύτερα ως κράτος απέναντι στη διασπορά.
Το έχουμε ανάγκη. Και για να μας φέρουν λίγο από τον δικό τους «αέρα»· αλλά και για να προκύψει μια νέα γενιά που θα πονάει την Ελλάδα, θα την καταλαβαίνει και θα την υπερασπίζεται εκεί που χρειάζεται. Οχι μόνο με πανηγύρια, αλλά επαγγελματικά και αποτελεσματικά.