Του Αλέξη Παπαχελά
Από την ώρα που έκλεισαν οι κάλπες στην Τουρκία είναι πολλά τα απελπισμένα μηνύματα από γνωστούς και φίλους, που δεν αντέχουν στην ιδέα μιας ακόμη πενταετίας αυταρχισμού και καταπίεσης. Είχαν πιστέψει, ειδικά μετά τον σεισμό, πως η αντιπολίτευση θα κέρδιζε τις εκλογές. Η πραγματικότητα τους συνέθλιψε. Ξαφνικά συνειδητοποίησαν πως δεν καταλαβαίνουν την ίδια τους τη χώρα. Μερικοί φωνάζουν με οργή: «Αυτή η χώρα δεν μας αφορά πια». Ψάχνουν τρόπο να έλθουν στην Ελλάδα ή σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα για να διδάξουν και να εργαστούν χωρίς φόβο, χωρίς περιορισμούς. Οπως λέει ένας φίλος, «θα γεμίσουμε “Λευκούς Τούρκους” σε λίγο»…
Μου θυμίζουν τους ανθρώπους των δύο ακτών στις ΗΠΑ το πρωί μετά την εκλογή του Τραμπ. Η ίδια απελπισία, η ίδια αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνουν και δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με τις τεκτονικές αλλαγές στον τόπο τους. Δημοσιο-γράφοι, πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες, επιχειρηματίες βλέπουν τώρα το αδιέξοδο. Μπορούμε να φανταστούμε –και μόνο να φανταστούμε– πώς νιώθει ο Οσμάν Καβαλά, το πιο εμβληματικό θύμα του ερντογανικού κράτους, καθώς δεν ξέρει πόσα ακόμη χρόνια θα μείνει φυλακισμένος βάσει σαθρών και ανυπόστατων κατηγοριών.
Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι πιστεύουν ότι, εφόσον κερδίσει, ο Ερντογάν θα προχωρήσει σε φιλοδυτικά ανοίγματα και χειρονομίες καλής θέλησης απέναντι στους επικριτές του. Η πίεση που δέχεται η τουρκική οικονομία μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Τα σημάδια δεν είναι όμως καλά. Ο Τούρκος πρόεδρος δεν «χρωστάει» στη Δύση, αλλά στη Ρωσία και στο Κατάρ, που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…
Αναρωτιέμαι αν η Ευρώπη, η Ελλάδα, εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε τους απογοητευμένους Τούρκους που θέλουν μια εξευρωπαϊσμένη Τουρκία. Πρέπει να το σκεφθούμε σοβαρά. Είναι ένα ζωτικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, το οποίο έμενε πάντοτε μακριά από τις ανθελληνικές ακρότητες και λειτουργούσε εξισορροπητικά. Η Ευρώπη ξεγελάστηκε αρχικά από τον Ερντογάν στον ρόλο του μεταρρυθμιστή και αντιπάλου του στρατιωτικού κατεστημένου. Και στη συνέχεια δεν σκέφθηκε ποτέ κάποια «καρότα», που θα δυνάμωναν τους οπαδούς της και θα λειτουργούσαν σαν ανάχωμα απέναντι στον αυταρχισμό και τον εξισλαμισμό. Προτίμησε τον δρόμο του συμβιβασμού, που εμπεριείχε ήπια κριτική, έμφαση στα επιχειρηματικά συμφέροντα και την αγωνία να μη «χαθεί» εντελώς η Τουρκία. Στο τέλος, αντί για συγκεκριμένη πολιτική, καλλιεργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι η αντιπολίτευση θα κέρδιζε και όλα θα ήταν ρόδινα. Με εμφανή αποτελέσματα.