Του Ιωάννη Σιδηρόπουλου*
Η Τουρκική εισβολή του 1974 δεν υπήρξε μόνον εθνική και ανθρωπιστική τραγωδία οι χιλιάδες των νεκρών, των αγνοουμένων, τα κατεχόμενα εδάφη και η απροκάλυπτη ληστεία του μόχθου ολόκληρων γενεών των εκπατρισμένων αποτελούν, πάντα, σκληρή υπενθύμιση της πρωτόγονης βαρβαρότητας του εισβολέα, της ιστορικής ροπής του προς την κατάκτηση και την αρπαγή και της τραγικής αδυναμίας της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει τη νομιμότητα, επί σχεδόν μισό αιώνα από τότε. Οι επιπτώσεις της εισβολής υπήρξαν, επίσης, τεράστιες και για την οικονομία της Κύπρου.
Από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας που κατελήφθη, περιλαμβανομένων πολλών από τις πλέον παραγωγικές και ανεπτυγμένες περιοχές, υπολογίζεται πως προερχόταν το 70%, περίπου, της αξίας της συνολικής παραγωγής της χώρας (Πατσαλίδης 1977). Απωλέσθηκε τεράστιος πλούτος πάγιου υλικού κεφαλαίου, παραγωγικών και φυσικών πόρων, υπό μορφή (πέραν των οικιών) εργοστασίων, ξενοδοχείων, καλλιεργήσιμης και αρδευόμενης γόνιμης γης, μεταλλευτικού και λατομικού πλούτου, υδάτινων πόρων και ανεκτίμητης αξίας τουριστικής γης.
Η καταστροφή οδήγησε στη κατακόρυφη μείωση της παραγωγής, στη συνακόλουθη δραματική ελάττωση των εξαγωγών και στη περιστολή των επενδύσεων, λόγω του δραστικού περιορισμού των καταναλωτικών και δημοσίων δαπανών (που επιβαρύνθηκαν από την αναπόφευκτη πτώση που σημειώθηκε στα κρατικά έσοδα), αλλά και της πολιτικής αστάθειας που αναμενόμενα προέκυψε. Ο βίαιος εκτοπισμός σχεδόν 200.000 Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους, δημιούργησε, εκτός των άλλων, πολύ υψηλή ανεργία, κατακόρυφη κάμψη των εισοδημάτων και συνθήκες μαζικής ένδειας (Πατσαλίδης 1977). Και όλα αυτά ενώ την περίοδο 1961-73 καταγραφόταν ταχεία ανάπτυξη της τάξης των 7,4%, κατά μέσο, όρο μονάδων αύξησης του ΑΕΠ ετησίως, η ανεργία είχε σχεδόν εξαλειφθεί και το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας ήταν σταθερά πλεονασματικό (Ορφανίδης, Συρίχας 2012).
Στο περιβάλλον αυτό, το οικονομικό επιτελείο της τότε κυπριακής κυβέρνησης αναζήτησε λύσεις. Λύσεις απαραίτητες για την επιβίωση του ίδιου του κράτους. Οι ιθύνοντες αντιλήφθηκαν εγκαίρως τη σημασία που θα μπορούσε να έχει ο δυναμισμός στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις για την επιβίωση της τραυματισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτως ή άλλως, ο τομέας του εξωτερικού εμπορίου διαχρονικά διαδραμάτιζε πολύ σημαντικό ρόλο στη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Η Κύπρος είναι χώρα μικρή, που πάντοτε βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές για την εξασφάλιση των αναγκαίων πρώτων υλών, καυσίμων, κεφαλαιουχικών και ακόμα και βασικών καταναλωτικών αγαθών για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης (Matsis 1999).
Η ιδιαίτερη σημασία του εξωτερικού εμπορίου για την Κύπρο πηγάζει και από τη συμβολή του στην απορρόφηση της εγχώριας παραγωγής. Λόγω του μικρού μεγέθους της εγχώριας αγοράς, η διάθεση μεγάλου μέρους της παραγωγής στις αγορές του εξωτερικού αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση της πλειοψηφίας των κυπριακών επιχειρήσεων. Την επαύριο της καταστροφής και της συνακόλουθης δραματικής διατάραξης των παραδοσιακών εσωτερικών οικονομικών δεδομένων, ισορροπιών και διατομεακών σχέσεων, αυτή η ανάγκη για εξωστρέφεια τονίστηκε ακόμα περισσότερο.
Συνεπώς, το κυριότερο χαρακτηριστικό του πρώτου εκτάκτου σχεδίου οικονομικής στρατηγικής που εκπόνησε η Κυπριακή κυβέρνηση μετά την εισβολή, έπρεπε να είναι, και πράγματι, ήταν, ο εξαγωγικός προσανατολισμός, η κατεύθυνση της εγχώριας παραγωγής προς τις εξωτερικές αγορές. Η προσπάθεια επαναδραστηριοποίησης ενισχύθηκε με μια σειρά φορολογικών και άλλων κινήτρων που αποσκοπούσαν στη σταδιακή ενίσχυση των επενδύσεων, γενικά. Ήδη από νωρίς, μεταξύ του 1975 και 1976, το εθνικό εισόδημα παρουσίασε ανάκαμψη με ρυθμό ανάπτυξης 15%, η ανεργία περιορίστηκε, οι επενδύσεις τονώθηκαν και ο τουρισμός επανήλθε με ικανοποιητικές τάσεις. Οι εξαγωγές αναζωογονήθηκαν με ευεργετικά επακόλουθα, σημειώνοντας αύξηση 90% το 1976.
Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη της περιόδου 1975-81 στηρίχθηκε, κυρίως, στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, με τις προσπάθειες να στέφονται από αξιοσημείωτη επιτυχία, ενώ, παράλληλα, παρατηρήθηκε μεγάλη διαφοροποίηση, τόσο στη σύνθεση των εξαγωγών, όσο και στη κατανομή τους ανά προορισμό. Σαν αποτέλεσμα της εισβολής, οι εξαγωγές μειώθηκαν στα 46,8 εκ. Λίρες το 1974 και σε 49 εκ. το ’75. Αλλά, μετά από τα μέτρα που ελήφθησαν για την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας, άρχισαν να αυξάνονται σταδιακά, και το 1984 είχαν φτάσει το ποσό των 244 εκ.!
Ένας απρόσμενος εξωγενής παράγοντας που ενίσχυσε σημαντικά την ορατότητα, την εξωστρέφεια και, στη συνέχεια, την ανάκαμψη της οικονομίας, σ’ ένα αρχικό μετά την εισβολή στάδιο, υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος που ξέ-σπασε το 1975 στο Λίβανο, ο οποίος έδωσε την ευκαιρία στην Κύπρο να υποκαταστήσει τη γειτονική αυτή χώρα και, ιδιαίτερα, τη πρωτεύουσά της, τη Βηρυτό, ως το εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου (Θεοφάνους 2000). Αυτό συνέβαλε και στην αναβάθμιση των σχέσεων με τις Αραβικές χώρες, οι συναλλαγές με τις οποίες υπήρξαν ένας από τους κυριότερους παράγοντες για τη συνολική θεαματική άνοδο στους δείκτες των κυπριακών εξαγωγών την περίοδο αυτή.
Οι χώρες αυτές είχαν αποκτήσει μεγάλη αγοραστική δύναμη, αφού η τιμή του πετρελαίου εκτοξεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 70’. H κυβέρνηση έδωσε από νωρίς έμφαση σ’ αυτές τις σχέσεις ο τότε Προέδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επισκέφθηκε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το Μάιο του 1975, με τον Τύπο της εποχής να κάνει, με ενθουσιασμό, λόγο για μια νέα εποχή εξωστρέφειας και ελπίδας. Ο τότε Διοικητής της Τράπεζας Κύπρου, Χριστάκης Στεφανή, σε έκθεσή του της 3/6/77, με τίτλο «Επί της ενισχύσεως των σχέσεων της Τραπέζης εις χώρας του Αραβικού Κόλπου», τόνιζε την ιδιαίτερη σημασία τους για την πρόοδο της εθνικής οικονομίας. Οι αραβικές αγορές απορρόφησαν προϊόντα αξίας 105 εκ. το 1981, σε σύγκριση με τα 13.6 εκ. το 1975.
Η (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) αποτελούσε πάντοτε τη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για τα Κυπριακά προϊόντα. Η Κύπρος είχε ήδη συνάψει Συμφωνία Συνδέσεως με την ΕΟΚ που ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τον Ιούνιο του 1973. Σύμφωνα με αυτήν, η ΕΟΚ προέβη σε ορισμένες δασμολογικές παραχωρήσεις προς την Κύπρο, αποτελούμενες από τη μείωση του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ κατά 70% για τα κυπριακά βιομηχανικά προϊόντα, με ορισμένους όρους. Πρόσθετη παραχώρηση, εδώ, υπήρξε το προτιμησιακό καθεστώς με τη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, κάτι που επέτρεψε στην Κύπρο να συνεχίσει να εξάγει, χωρίς δασμολογικές επιβαρύνσεις, μεγάλο μέρος της γεωργικής της παραγωγής στην παραδοσιακά σημαντικότερη αγορά της. Το 1977 υπεγράφη πρόσθετο Πρωτόκολλο, που συμπλήρωνε τη παραπάνω Συμφωνία και βελτίωνε το εξαγωγικό καθεστώς για τα βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία πλέον εδικαιούντο να εισέλθουν στην αγορά της ΕΟΚ χωρίς δασμό.
Όπως σημείωνε ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Ανδρέας Πατσαλίδης, σε ομιλία του στις 19/7/1977, στη βελτίωση της κατάστασης, συνέβαλε και η ξένη οικονομική βοήθεια, μέσω εξωτερικού δανεισμού, αλλά και χορηγιών και εμβασμάτων τόσο σε χρήμα, όσο και σε είδος. Τα τελευταία προέκυψαν, κυρίως, από την απασχόληση κυπριακού εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό. Το 1977, 14.700 Κύπριοι εργάζονταν σε χώρες όπως η Ελλάδα και τα Αραβικά κράτη, δημιουργώντας, έτσι, σημαντικές πηγές ξένου συναλλάγματος (Matsis 1999) και ενισχύοντας τις διεθνείς σχέσεις της Κύπρου.
Πρόνοια για τεχνική και οικονομική βοήθεια υπήρξε και στις σχέσεις με την ΕΟΚ, με την οποία, εκτός των παραπάνω συμφωνιών, υπεγράφη σχετικό Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο, με κύριο σκοπό την παραχώρηση χρηματοδότησης για την εκτέλεση διάφορων έργων στη χώρα. Το πρωτόκολλο προνοούσε για τη παραχώρηση ποσού 30 εκ. Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων (ECUs) για χρήση την περίοδο 1979-1983. Τον Δεκέμβριο του 1983 υπογράφτηκε δεύτερο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο για παραχώρηση 44 εκ. ECUs, έως το 1988. Στο θέμα του δανεισμού μεγάλη ήταν και η συμμετοχή Ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα παρείχαν, επίσης, στήριξη και τεχνική βοήθεια.
Αξιοσημείωτη υπήρξε και η αλληλεπίδραση με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, οι συναλλαγές με τις οποίες αυξήθηκαν με σταθερό ρυθμό τη περίοδο αυτή, συνεχίζοντας μια πολιτική συμπάθειας η οποία είχε οικοδομηθεί ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία. Όπως, επίσης, και με αυτές του Κινήματος των Αδεσμεύτων, στο οποίο η Κύπρος είχε σημαίνοντα ρόλο, περισσότερο δε με την Ινδία και τη Γιουγκοσλαβία. Ειδικά σε σχέση με την τελευταία, καθοριστικές υπήρξαν οι εγκάρδιες προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών, Μακαρίου και Τίτο.
Η επαφή με τους Γιουγκοσλάβους ήταν ιδιαίτερα επωφελής κυρίως αναφορικά με την παροχή τεχνογνωσίας στον τομέα της βιομηχανικής ανασυγκρότησης υπό συνθήκες ανεπάρκειας κεφαλαιουχικών αγαθών, καθώς η Γιουγκοσλαβία είχε αντίστοιχες εμπειρίες από την περίοδο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Mazower 2000). Οι οικονομικές σχέσεις με την ομάδα κρατών των Αδεσμεύτων εντάχθηκαν σε μια γενικότερη φιλοσοφία της κυπριακής πολιτικής, η οποία απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις συλλογικές τους αποφάσεις και στις παρεμβάσεις τους σε διεθνή fora για την επίλυση του Κυπριακού (Χριστοδουλίδης 2013).
Οι παραπάνω πολιτικές -μεταξύ άλλων- κατέστησαν δυνατή την επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ξεπέρασε από το 1979 τα προ εισβολής επίπεδα και το 1981, σε σταθερές τιμές του 1980, ήταν ήδη 783.5 εκ., σε σύγκριση με τα 655,7 εκ. το 1973. Εξέλιξη που αντικατοπτρίζει και τη σημαντική βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο του λαού. Παρόλα τα ελλείμματα που μοιραία προέκυψαν, η αυτόνομη εισροή ξένου κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τον εξωτερικό δανεισμό, επέτρεψαν τη διατήρηση και την αύξηση, ακόμα, του επιπέδου των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας.
Η επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας αρχικά, η δημιουργία των προϋποθέσεων για ανάκαμψη και περαιτέρω μεγέθυνση και η ανάπτυξη που ακολούθησε, χαρακτηρίστηκε από πολλούς παρατηρητές ως «οικονομικό θαύμα», αντίστοιχο με την πρόοδο της Δυτικής Γερμανίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Λυγερός 1993). Η αποτροπή και μόνο της κατάρρευσης της οικονομικής δραστηριότητας, παρά τις αντίξοες συνθήκες της ημικατοχής και της απώλειας ή της καταστροφής τεράστιων φυσικών πόρων και πηγών πλούτου, αποτελεί, πράγματι, ιστορικό επίτευγμα.
Η ίδια η κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διεθνής παρουσία της ήταν, ουσιαστικά, αλληλένδετες με την οικονομική επιβίωση, την ανάκαμψη και την περαιτέρω ανάπτυξη. Τυχόν κατάρρευση του οικονομικού με-τώπου το 1974 θα είχε τρομακτικές συνέπειες και για το εθνικό πρόβλημα. Όπως το έθεσε ο Α. Πατσαλίδης, η Κύπρος “έδειξε αποφασιστικότητα για μη υποταγή στην ωμή βία, εμμονή και αντοχή, μέχρι την εξεύρεση μιας αξιοπρεπούς και δίκαιης λύσης του πολιτικού προβλήματος”. Και αυτή η αποφασιστικότητα, η επιμονή, η ευφυής προσαρμοστικότητα και η εξάντληση κάθε δυνατότητας και ευκαιρίας που προσφέρθηκε στη διεθνή οικονομική σκηνή, υπό περιστάσεις, μάλιστα, ιδιαίτερα δυσμενείς, αποτελούν εθνικό κεκτημένο και παρακαταθήκη, που πρέπει να εμπνέουν και να χαλυβδώνουν, απέναντι στις προκλήσεις, τις δυσκολίες και τις απειλές της σημερινής συγκυρίας.
*Ιωάννης Σιδηρόπουλος, δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία Ηλίας Νεοκλέους και ΣΙΑ ΔΕΠΕ, LL.M Lοndon School of Economics (Commercial Law) και University of Amsterdam (International Trade and Investment), ακαδημαϊκός συ-νεργάτης νομικής σχολής Leiden University, Χάγη
To παρόν άρθρο εκφράζει αποκλειστικά τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα