Η ταινία μικρού μήκους Δάφνη, πραγματεύεται τις λανθάνουσες προκλήσεις της καθημερινότητας, χωρίς να σε κρατάει απ’ το χέρι. Ούτε επιχειρεί να εξαναγκάσει νοήματα. Ίσως το αντίθετο. Επιτρέπει τέτοιον αρνητικό χώρο ώστε κάποια από τα νοήματα να απορρέουν επαγωγικά. Αποτελεσματική η σκηνοθετική προσέγγιση της Τώνιας Μισιαλή. Στοχευμένη, ρεαλιστική, πλην του τέλους. Μπορεί και να είναι δηλαδή. Ίσως, εξ ιδίων κρίνοντας τ’ αλλότρια κι επιχειρώντας να προστατευτώ κρυμμένος στην άρνησή μου, να υποθάλπω έναν ευσεβή πόθο το τέλος να μην είναι αντιπροσωπευτικό της καθημερινότητας... Μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε προς την εξαργύρωση των ψυχοσωματικών μας επιταγών; Μετουσίωση ως άρρηκτη συνιστώσα διεξοδικής αποσυμφόρησης. Απλά κάποτε οι απόρροιές της δεν είναι ιδανικές. Οι εικόνες, οι αλήθειες, οι καταστάσεις, τα τεκταινόμενα διαδέχονται το ένα το άλλο με υποδειγματικό ρυθμό (μοντάζ Αιμίλιος Αβραάμ), φέρνοντας την πυκνότητα ωφέλιμου περιεχομένου στο μέγιστό της όριο. Η ηρωίδα (τόσο με την έννοια της πρωταγωνίστριας όσο και με αυτήν των υπερμεγεθυμένων ικανοτήτων και προσπαθειών για ισορροπία) χρωστά πολλά στη Νιόβη Χαραλάμπους που την κουβάλησε, που την έπλασε με τόση ακρίβεια, μηδενική υπερβολή και υποδειγματικά αναχαιτισμένη εκρηκτικότητα και που δικαιολόγησε πλήρως την επιλογή των περιορισμένων διαλόγων, αναπαράγοντας και επικοινωνώντας κάθε πολυδιάστατη διαβάθμιση της συναισθηματικής της φόρτισης.
Δάφνη. Χωρισμένη. Ένα μικρό παιδί. Μόνη. Φαίνεται καλά. Οι κανόνες του κοινωνικώς αποδεχτού φαίνεσθαι είναι γνωστοί άλλωστε. Κάποιες εκφάνσεις της αναμενόμενης ζωής σου πρέπει να τις υποκριθείς. Κάποιες άλλες, που δεν συνάδουν με το επιβεβλημένο ήθος –και δη ούσα γυνή, να τις κρύψεις, να τις θάψεις. Ο δρόμος για μια ειλικρινή αγκαλιά, για μια καθησυχαστική μυρωδιά κάποιου λαιμού, για τη σπάνια άνεση στις σιωπές, για την πολύτιμη, φορτισμένη, πλούσια, ουσιώδη μη λεκτική επικοινωνία, για αυθεντική, ανιδιοτελή συναισθηματική σύνδεση, οδηγεί μέσα από κρεβάτια. Ευελπιστεί πως αποτελούν ενδιάμεσο κομμάτι μιας πιο μακρινής διαδρομής. Το εκάστοτε δεύτερο μέλος το θεωρεί ως τον προορισμό. Ασυνέχεια εκατέρωθεν στόχων και συνεννόησης. Βαθύς, επιτακτικός κι εγγενής ο πόθος για σύνδεση. Κι αυτό είναι επικίνδυνο επειδή μπορεί κανείς να μείνει εκτεθειμένος σε ερεθίσματα που να τον καταστήσουν, ως ένα ακόμα Παβλόβιο σκυλί, έρμαιο μιας αυτοπρόκλητης θετικής ενίσχυσης συμπεριφοράς. Κι αυτό με τη σειρά του μπορεί να ξεφύγει ως αλυσιδωτή αντίδραση, να επιδεινωθεί ανεξέλεγκτα, να γίνει μανία, εξάρτηση. Εξάρτηση όχι στο κυνήγι αλλά στη μυθική, ανθρώπινη, ειλικρινή σύνδεση. Όταν όλη σου η ύπαρξη δονείται σε φυσικό συντονισμό για κάτι που θα έπρεπε να ήταν αβίαστο, η ικανοποίηση επαλήθευσής του είναι αιχμαλωτιστική. Και η αναζήτηση σταθερής επαναληψιμότητας μονόδρομος. Το επιτυχές ξύσιμο αυτής της ανικανοποίητης φαγούρας προκαλεί τόση έκκριση ντοπαμίνης και σεροτονίνης –ειρήσθω εν παρόδω, δρουν παρομοίως με την κοκαΐνη και τη μεθαμφεταμίνη– που εξ ορισμού καθίσταται ως εξάρτηση.
Υστερόγραφο: Η Covid-19 έφερε μοναξιά ή απλώς αποτέλεσε την τέλεια δικαιολογία κανονικοποίησης της παραδοχής της; Μπας κι ανέκαθεν μόνοι είμαστε;
Ο κ. Σωτήρης Χατζηδημητρίου είναι καθηγητής Φυσικής (BSc, MA) και φωτογράφος.