Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα. Οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι αυξημένες συχνότητες ακραίων φαινομένων όπως καταιγίδες, πλημμύρες και πυρκαγιές έχουν άμεσο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας. Μία από τις λιγότερο εμφανείς αλλά εξίσου σημαντικές συνέπειες αυτής της νέας πραγματικότητας είναι η επίδραση που έχει στην αγορά ασφάλισης ακινήτων.
Θα αναλύσουμε πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την ασφάλιση ακινήτων, εξετάζοντας τις προκλήσεις και τις προσαρμογές που προκαλεί στην ασφαλιστική αγορά η νέα τάξη πραγμάτων. Η κλιματική αλλαγή έχει οδηγήσει σε αυξημένη συχνότητα και ένταση φυσικών καταστροφών όπως πλημμύρες, τυφώνες, πυρκαγιές και ξηρασίες. Οι ασφαλιστικές εταιρείες σε παγκόσμιο επίπεδο αντιμετωπίζουν αυξημένες αξιώσεις για αποζημιώσεις, καθώς τα γεγονότα αυτά προκαλούν σημαντικές ζημιές σε ακίνητα και υποδομές. Για παράδειγμα, οι καταστροφές που προκλήθηκαν από τυφώνες και πυρκαγιές στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια έχουν κοστίσει δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να καλύψουν τα αυξημένα κόστη αποζημιώσεων, κάτι που μεταφράζεται σε υψηλότερα ασφάλιστρα για τους καταναλωτές. Αυτή η αύξηση στις τιμές ασφαλίστρων μπορεί να δημιουργήσει ερωτηματικά σε πολλούς ιδιοκτήτες, στο κατά πόσο είναι πλέον αναγκαίο να ασφαλίσουν την περιουσία τους.
Απαραίτητη η ασφάλιση
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το καθήκον για ασφάλιση όχι μόνο δεν εξαλείφεται αλλά γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό. Αξίζει να αναφέρουμε πως οι αντασφαλιστικές εταιρείες, που αναλαμβάνουν μέρος του κινδύνου από τις ασφαλιστικές, επίσης αντιμετωπίζουν αυξημένα κόστη λόγω των καταστροφών. Οι αντασφαλιστικές εταιρείες ως γνωστό δραστηριοποιούνται παγκοσμίως, και αναπόφευκτα μέσω της αντασφάλισης προκύπτει σύνδεση των ζημιών από φυσικές καταστροφές σε μια περιοχή με τα ασφάλιστρα σε άλλες περιοχές. Για παράδειγμα, μια καταστροφή στη Νοτιοανατολική Ασία μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα αντασφάλιστρα στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική. Αυτή η παγκόσμια συνδεσιμότητα επικυρώνει την αξίωση ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν περιορίζονται σε μια περιοχή της υφηλίου στην οποία προκλήθηκαν κάποιες καταστροφές, αλλά αναπόφευκτα έχουν αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο.
Τόσο οι ασφαλιστικές όσο και οι αντασφαλιστικές εταιρείες, αναγκάζονται να αναθεωρούν και να αναδιαρθρώνουν τα συμβόλαιά τους προκειμένου να ενσωματώσουν τους νέους κινδύνους που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κάλυψη ζημιών αλλάζουν, με τις εταιρείες να θέτουν πιο αυστηρές προϋποθέσεις για την έκδοση ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές εταιρείες σε κάποιες χώρες είναι πιθανό να προσθέσουν εξαιρέσεις για συγκεκριμένα καιρικά φαινόμενα, καθιστώντας πιο δύσκολη την πλήρη κάλυψη των ζημιών από τους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Οι αυξημένες ασφαλιστικές ανάγκες και τα υψηλότερα ασφάλιστρα μπορεί να έχουν σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Με τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες να πιέζονται για να τερματίσουν την ασφαλιστική τους κάλυψη ή να μην την αναπροσαρμόσουν, αυξάνεται το ρίσκο να βυθιστούν οικονομικά σε περίπτωση καταστροφών, επιδεινώνοντας έτσι και την αστάθεια της οικονομίας γενικότερα. Αυτό οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο αφού το μόνο σίγουρο στην εξίσωση είναι η αύξηση της συχνότητας και έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων. Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή θέτει σε δοκιμασία και τη βιωσιμότητα των ίδιων των ασφαλιστικών εταιρειών.
Η αντιμετώπιση των αυξημένων αξιώσεων και η διαχείριση των κινδύνων απαιτούν σημαντικά κεφάλαια και στρατηγικές διαχείρισης ρίσκου. Οι ασφαλιστικές από την πλευρά τους οφείλουν συνεχώς να εξισορροπούν την ανάγκη για οικονομική σταθερότητα με τη δυνατότητά τους να παρέχουν ανταγωνιστικά ασφαλιστικά προϊόντα.
Η τεχνολογία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η κλιματική αλλαγή για την ασφάλιση ακινήτων. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες χρησιμοποιούν σύγχρονα εργαλεία και δεδομένα για την καλύτερη πρόβλεψη και αξιολόγηση των κινδύνων. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (GIS) για την ανάλυση των περιοχών που είναι επιρρεπείς σε φυσικές καταστροφές. Επιπλέον, οι δορυφορικές εικόνες και οι καιρικές προβλέψεις βοηθούν τις ασφαλιστικές εταιρείες να εκτιμήσουν τους κινδύνους και να προσαρμόσουν ανάλογα τα ασφάλιστρα και τις καλύψεις που προσφέρουν στους πελάτες τους.
Πώς μας επηρεάζει στην Κύπρο
Ως μεσογειακή χώρα, η Κύπρος δεν είναι άμοιρη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας διακριτής αύξησης στη συχνότητα και την ένταση των καιρικών φαινομένων που έχουν ως συνέπεια την πρόκληση μεγάλων καταστροφών. Οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας, οι καταιγίδες με έντονες βροχοπτώσεις, οι πλημμύρες και οι θερμοκρασίες ρεκόρ, στο παρελθόν ήταν λιγότερο συχνά φαινόμενα, ενώ τώρα η εμφάνισή τους δεν μας προκαλεί έκπληξη. Αναπόφευκτα, όταν δούμε στις τοπικές ειδήσεις ένα ιδιοκτήτη υποστατικού που καταστράφηκε λόγω ενός ακραίου καιρικού φαινομένου, στο μυαλό μας περιστρέφεται η σκέψη ότι η ασφάλεια θα καλύψει τις ζημιές του άτυχου ιδιοκτήτη και σύντομα θα μπορέσει να ορθοποδήσει. Ταυτόχρονα, λογικοποιούμε στο μυαλό μας μια αίσθηση ψευδούς ασφάλειας ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ποτέ σε εμάς.
Δυστυχώς, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η ίδια αίσθηση ψευδούς ασφάλειας κυριαρχούσε στο μυαλό του ιδίου του θύματος που βλέπουμε στην τηλεόραση, γιατί δεν αντιλήφθηκε ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει όλους μας. Η ζωή μας έχει αλλάξει τόσο πολύ, που πλέον δεν πρέπει να σκεφτόμαστε εάν θα μας επηρεάσει ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, αλλά το πότε θα συμβεί και πόσο έντονο θα είναι. Τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνουν το ρόλο της ασφάλισης, και δη της σωστής ασφάλισης, και αναδεικνύουν τους κινδύνους του φαινομένου της υποασφάλισης που είναι το κυρίαρχο πρόβλημα που απασχολεί την ασφαλιστική βιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η υποασφάλιση (underinsurance) είναι η κατάσταση κατά την οποία η ασφαλιστική κάλυψη που έχει ένας ασφαλισμένος δεν επαρκεί για να καλύψει την πλήρη αξία της περιουσίας ή των αγαθών που είναι ασφαλισμένα. Σε περίπτωση ζημιάς ή απώλειας, ο ασφαλισμένος δεν θα λάβει πλήρη αποζημίωση για την αντικατάσταση ή την αποκατάσταση της περιουσίας του, διότι η ασφαλιστική κάλυψη είναι χαμηλότερη από την πραγματική αξία του ασφαλισμένου αντικειμένου. Η υποασφάλιση μπορεί να προκύψει είτε από σκόπιμη επιλογή για μείωση του κόστους των ασφαλίστρων είτε από αδυναμία να εκτιμηθεί σωστά η αξία της περιουσίας.
Στην Κύπρο, με βάση προκαταρκτικά στοιχεία που συνέλεξε ο Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, μόνο περίπου το 47% των κατοικιών είναι ασφαλισμένα για ζημιές από καιρικά φαινόμενα, φωτιά και σεισμό. Για αυτές τις περιπτώσεις ασφαλισμένων κατοικιών, λίγο περισσότερες από τις μισές έχουν εκχωρημένη την ασφάλεια τους έναντι κάποιου δανείου. Με άλλα λόγια, γύρω στο 20%, δηλαδή ένας στους πέντε ιδιοκτήτες στη χώρα μας, θεωρούν αναγκαίο να προστατεύσουν την οικία τους έναντι κάποιου ακραίου καιρικού φαινομένου, φωτιάς ή σεισμού. Το ποσοστό αυτό θα πρέπει να προκαλέσει ανησυχία, τόσο σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων όσο και στο ίδιο το κράτος, το οποίο θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων χωρών και να δώσει κίνητρα για προστασία της κατοικίας από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες.
Η κλιματική αλλαγή έχει σημαντική επίδραση στην ασφάλιση περιουσίας. Η αύξηση των φυσικών καταστροφών θέτει ενώπιόν μας σημαντικές προκλήσεις και απαιτεί συνεργασία μεταξύ της πολιτείας, των ασφαλιστικών εταιρειών και των ίδιων των πολιτών. Στο Σύνδεσμο Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος του προβλήματος, θα προχωρήσουμε σε δράσεις ευαισθητοποίησης του κοινού για τους κινδύνους της υποασφάλισης στην οποία περιλαμβάνεται η απουσία κάλυψης αλλά και η μη επαρκής κάλυψη. Κάθε ένας από εμάς τους ιδιοκτήτες ακινήτου, θα πρέπει να επικοινωνήσουμε με τον ασφαλιστικό μας σύμβουλο για να προστατεύσουμε την περιουσία μας, είτε με νέα ασφάλιση είτε επικαιροποιώντας τις υφιστάμενες καλύψεις μας.
Παρόλο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα καιρικά φαινόμενα, έχουμε τη δυνατότητα να προστατεύσουμε την περιουσία μας μέσω της σωστής ασφαλιστικής κάλυψης. Το κόστος που θα καταβάλουμε για την ασφάλιση είναι ασυγκρίτως μικρότερο από το κόστος της απουσίας της σε περίπτωση μιας καταστροφής.
*Ο Ανδρέας Αθανασιάδης είναι Γενικός Διευθυντής Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου (ΣΑΕΚ).