Η προεκλογική περίοδος, εκτός από τη χαρά του δημοσκόπου και του επικοινωνιολόγου, είναι, λογικά, και η χαρά του πολίτη. Η πολιτική κοινότητα έχει τη δυνατότητα να κρίνει πώς τα κόμματα αποτιμούν το παρελθόν και σχεδιάζουν το μέλλον. Με όρους τυπικής ορθολογικότητας, τα κόμματα είναι υποχρεωμένα να διατυπώσουν προγραμματικό λόγο και να κριθούν από τους πολίτες επ’ αυτού. Οι αποσιωπήσεις τους είναι τόσο σημαντικές όσο οι διακηρύξεις τους.
Αν, λοιπόν, εν όψει των προσεχών βουλευτικών εκλογών, αναζητήσετε τον προγραμματικό λόγο των κομμάτων, πιθανότατα θα απογοητευθείτε. Θα διαβάσετε, επι το πλείστον, ανώδυνα ευχολόγια. Αυτό που σπάνια θα δείτε είναι δεσμεύσεις για την αναθέσμιση πεδίων της δημόσιας πολιτικής. Τα δύσκολα αποφεύγονται.
Ποιος διαφωνεί λ.χ. με «κλιματικά βιώσιμες πόλεις»; Με την «αφαίρεση καύσιμης ύλης από τα δάση»; Με το «πρόγραμμα αστικών αναπλάσεων» (όλα από το «πρόγραμμα» της Ν.Δ., παρόμοιας υφής είναι το «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ); Έχουν, όμως, τα τρία κόμματα που για δεκαετίες κυβέρνησαν τη χώρα κάτι να μας πουν για την πελατειακά υποβοηθούμενη οικιστική αυθαιρεσία που γελοιοποιεί την κατά νόμον οργανωμένη συμβίωση; Για την ανοχή αυθαιρέτων και την πρακτική ακύρωση των κατεδαφίσεων; Για τη διαφθορά που μαστίζει τις αρμόδιες υπηρεσίες; Σιωπή.
Τελευταίο αλλά, φοβούμαι, όχι έσχατο παράδειγμα: η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε θεσπίσει διετή αναστολή όλων των κατεδαφίσεων στους αιγιαλούς. Αποτέλεσμα; Η γιγάντωση της παρανομίας (βλ. τα εξαιρετικά ρεπορτάζ του Γ. Λιάλιου στην «Κ»). Ουδέν πρωτότυπο: παρομοίως είχαν ενεργήσει οι προκάτοχοί της. Ερώτημα: τι αξιόπιστες δεσμεύσεις αναλαμβάνουν τα κόμματα εξουσίας σήμερα, για να πιστέψουμε ότι θα υλοποιήσουν τις υψιπετείς διακηρύξεις τους αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος αύριο; Τι είδους ρεαλιστική και ρηξικέλευθη αναθέσμιση του περιβαλλοντικού πεδίου δημόσιας πολιτικής επαγγέλλονται; Αγνωστο.
Τα πολιτικά προγράμματα είναι σαν τις επιστημονικές θεωρίες: είναι ορθολογικά στο μέτρο που έχουν υψηλό πληροφοριακό περιεχόμενο, δηλαδή μας λένε τι δεν θα συμβεί. Όπως μια θεωρία στερείται πληροφοριακού περιεχομένου όταν οι προβλέψεις της εμπεριέχουν τα πάντα (συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί εμπειρικά), έτσι ένα πρόγραμμα στερείται ορθολογικότητας όταν είναι τόσο αοριστόλογο που επιτρέπει στους αποδέκτες του να προβάλλουν τις αντιφατικές επιθυμίες τους σε αυτό («θέλω αστική ανάπλαση», «δεν θέλω να κατεδαφιστεί το αυθαίρετό μου»). Η προγραμματική ασάφεια μειώνει το πληροφοριακό περιεχόμενο (αφού τίποτα δεν αποκλείεται) αλλά αυξάνει τη θελκτικότητα του προγράμματος σε ετερογενείς ομάδες ψηφοφόρων (αφού αντιφατικές επιθυμίες ικανοποιούνται). Γι’ αυτό και, ceteris paribus, η ασάφεια προτιμάται.
Ο προγραμματικά αδύναμος και υποκριτικός λόγος των κομμάτων εξουσίας δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Αυτό που είναι καινούργιο, σε αυτές τις διπλές εκλογές, είναι η απολυτοποίηση του κομματικού λόγου –η θεώρησή του ως θέσφατου, έτσι ώστε κάθε απόκλιση από αυτόν να τιμωρείται, ακόμη και με αποκλεισμό υποψηφίων από τα ψηφοδέλτια!
Ιδού το γενικό μοτίβο: (α) ένας υποψήφιος βουλευτής διατυπώνει δημοσίως μια άποψη, η οποία προκαλεί αντιδράσεις. (β) Στη μιντιόσφαιρα δημιουργείται η αίσθηση ότι, πιθανώς, η εκφρασθείσα άποψη είναι εκλογικώς επιζήμια για το κόμμα του. (γ) Η κομματική ηγεσία επεμβαίνει όχι μόνο για να διατυπώσει την ορθόδοξη άποψη, αλλά για να τον αποκηρύξει τιμωρώντας τον. Οι περιπτώσεις των υποψήφιων βουλευτών Κατρούγκαλου (ΣΥΡΙΖΑ) και Πνευματικού (Ν.Δ.) είναι χαρακτηριστικές.
Ο πρώην υπουργός κ. Κατρούγκαλος θεώρησε «λογικό να συνδέεται με το εισόδημα η ασφαλιστική υποχρέωση και όχι με ένα αυθαίρετο ποσό της επιλογής». Είναι μια θεμιτή άποψη (επιπλέον, είναι η κυρίαρχη πρακτική στη βόρεια Ευρώπη). Σε συνέντευξή του για την «αναμόρφωση» του ΕΣΥ, ο καθηγητής Ορθοπεδικής κ. Πνευματικός, ισχυρίστηκε, εν παρόδω, ότι είναι οικονομικά ασύμφορο να δαπανώνται πεπερασμένοι δημόσιοι πόροι σε καρκινοπαθείς τελικού σταδίου. Πρόκειται για μια, επίσης, θεμιτή άποψη (με τον ένα ή άλλο τρόπο, είναι η συνήθης πρακτική στον υγειονομικά προηγμένο κόσμο).
Οι κκ. Κατρούγκαλος και Πνευματικός δεν είπαν κάτι που παραβιάζει συγκεκριμένες προγραμματικές δεσμεύσεις των κομμάτων τους (έτσι κι αλλιώς αυτές σπανίζουν), διατύπωσαν προσωπικές, πρωτόλειες σκέψεις για θέματα δημόσιας πολιτικής. Δεν είναι απαραίτητο να γίνουν οι προτάσεις τους αποδεκτές. Έπρεπε, όμως, να γίνουν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, ακριβώς επειδή ήταν αντισυμβατικές και, συνεπώς, είχαν υψηλό πληροφοριακό περιεχόμενο. Όχι μόνο δεν έγιναν, αλλά οι υποψήφιοι αποκλείστηκαν από τα ψηφοδέλτια!
Τι απο-καλύπτει αυτή η ολοκληρωτικής εμπνεύσεως κομματική πρακτική; Στη μιντιοκρατούμενη κοινωνία, σε ένα ανώριμο πολιτικό σύστημα ωμής κατίσχυσης, τα κόμματα μετατρέπονται απροσχημάτιστα σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς, για τους οποίους το λεγόμενο «message discipline» θεωρείται πρώτιστη αρετή. Οτιδήποτε ξεφεύγει από το προγραμματικώς πλαδαρό, κεντρικά εκπορευόμενο κομματικό μήνυμα θολώνει την καθαρότητα του τελευταίου, και το καθιστά εκμεταλλεύσιμο από τους αντιπάλους. Η αντίληψη αυτή, ωθούμενη στα άκρα, ρομποτοποιεί τους υποψήφιους: όλοι, σαν προγραμματισμένες μηχανές, πρέπει να αναπαράγουν το ίδιο μήνυμα· οφείλουν να μην έχουν προσωπική γνώμη. Το αποτέλεσμα; Δεν συζητάμε, δεν εμβαθύνουμε, δεν προβληματιζόμαστε. Η προεκλογική περίοδος, στην οποία, λογικά, ανθεί ο πολιτικός λόγος, εκφυλίζεται στην «επικοινωνία» κεντρικά επιμελημένων, προγραμματικά ασαφών μηνυμάτων των κομματικών μηχανισμών. Παραδόξως, για να κερδίσουν ψήφους τα κόμματα, οι υποψήφιοί τους πρέπει να σιωπούν!
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.
www.htsoukas.com