Τον Δεκέμβριο του 2023 εγκρίθηκε η στρατηγική έρευνας και καινοτομίας 2024-2026 του υφυπουργείου Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής. Βασική στόχευση της Στρατηγικής, όπως η ίδια ορίζει, είναι να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, συνεισφέροντας στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στην ελκυστικότητα της Κύπρου στο διεθνές περιβάλλον ως επενδυτικού και επιχειρηματικού προορισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι για την αποτελεσματική κατανομή των εθνικών πόρων σε δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας, εισάγεται μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης των επιδόσεων των δημόσια χρηματοδοτούμενων ερευνητικών οργανισμών σε διάφορους τομείς. Το κείμενο δεν εμπεριέχει περαιτέρω πληροφορίες για το τι είδους μηχανισμοί θα εισαχθούν, αλλά είναι σαφές πως στόχος της ρύθμισης είναι η έρευνα που διεξάγεται από δημόσια χρηματοδοτούμενους ερευνητικούς μηχανισμούς να αξιολογείται.
Δεδομένου, ότι δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα διεξάγεται κυρίως από τα δημόσια πανεπιστήμια, το βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι το πώς θα γίνεται αυτή η αξιολόγηση και τι θα εξυπηρετεί. Και ερχόμαστε στα δύσκολα. Πώς αξιολογείται η έρευνα και γιατί; Η αξιολόγηση δεν είναι μια έννοια άγνωστη στην ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα και δεν την ξενίζει ούτε την φοβίζει. Κάθε άλλο. Οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές αξιολογούνται διαρκώς: από τους φοιτητές, από τους συναδέλφους τους, από ανεξάρτητους επιστημονικούς κριτές, από τα σώματα του Πανεπιστημίου. Η άσκηση βάσιμης και γόνιμης κριτικής είναι η πεμπτουσία του επιστημονικού διαλόγου. Η αξιολόγηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων είναι μια ακαδημαϊκή διεργασία, η οποία στοχεύει στην επιστημονική αριστεία, στην προαγωγή της γνώσης και, εν τέλει, στο κοινωνικό όφελος. Η αξιολόγηση, ωστόσο, των ερευνητικών αποτελεσμάτων υπό αμιγώς οικονομικούς όρους και στόχους (οικονομική ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ελκυστικότητα της Κύπρου στο διεθνές περιβάλλον ως επενδυτικός και επιχειρηματικός προορισμός) είναι κάτι τελείως διαφορετικό και επικίνδυνο.
Φυσικά, το διακύβευμα δεν είναι νέο. Υπό μια απλουστευμένη προσέγγιση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα πρέπει να είναι ωφέλιμη για την οικονομία. Το δημόσιο χρήμα πρέπει να αποδίδει και, μάλιστα, άμεσα και μετρήσιμα.
Κάτι που όντως συμβαίνει. Η επίδραση των δημόσιων πανεπιστημίων στην εξέλιξη της κοινωνίας, της οικονομίας και του πολιτισμού είναι καταλυτική. Η δημόσια παιδεία μετουσιώνει στην πράξη την κοινωνική ισότητα, ως μια μετασχηματιστική δύναμη με πολλαπλασιαστικά οφέλη για τον τόπο. Από το 1992, έτος που το Πανεπιστήμιο Κύπρου δέχτηκε τους πρώτους φοιτητές του, γενιές αποφοίτων του στελεχώνουν την αγορά εργασίας, ανταποδίδοντας ως κοινωνικό όφελος τους καρπούς του δημόσιου αγαθού της πανεπιστημιακής παιδείας.
Η δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα, εμποτισμένη από την ακαδημαϊκή ελευθερία, ενσαρκώνει τον πλουραλισμό των ιδεών, των γνώσεων και των επιστημονικών πεδίων. Πέρα από τα οικονομικά δεδομένα των ερευνητικών επιτευγμάτων του Πανεπιστημίου Κύπρου που είναι άκρως διαφωτιστικά και ατράνταχτα (πάνω από 320.000.000 ευρώ από εξωτερική χρηματοδότηση) η αξία της δημόσια χρηματοδοτούμενης έρευνας βρίσκεται ακριβώς εδώ. Στην ελεύθερη και ατίθαση δυναμική της, στην ανεξαρτησία της, στην ανάδειξη του πανεπιστημίου σε έναν αυτόνομο πυλώνα δημιουργικότητας και καινοτομίας, όπου παιδεία και έρευνα ανθίζουν χωρίς ωφελιμιστικούς στόχους και σκοπιμότητες. Οποιαδήποτε στράτευση της έρευνας, ακόμη και αν συνοδεύεται από καλές προθέσεις, είναι περιττή και δεν μπορεί παρά να είναι ατελέσφορη.
Μια στρατηγική έρευνας που θα εξαρτά την κρατική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων από την άμεση διασύνδεση των ερευνητικών αποτελεσμάτων με την επιχειρηματικότητα και την αγορά παραγνωρίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία, θέτει σε κίνδυνο την επιστημονική εξέλιξη σε πολλαπλά επιστημονικά πεδία και οδηγεί σε υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου και, κατ’ επέκταση, και του κοινωνικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει αποδείξει ότι ξέρει να καινοτομεί. Πρωταγωνιστεί σε άντληση πόρων από ιδιαίτερα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα, διεκδικεί και εφαρμόζει την διασύνδεση της έρευνας με την καινοτομία και την αγορά όπου αυτό είναι δόκιμο, προσφέρει με πολύτιμη εμπειρογνωμοσύνη σε κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς και πάνω από όλα, καινοτομεί υπό κοινωνικούς όρους μεταλαμπαδεύοντας την επιστημονική γνώση και την παραγόμενη έρευνα με υψηλά πρότυπα παιδείας και ποιότητας στη νέα γενιά. Πόσο αξίζει αυτό, άραγε; Καιρός να αναρωτηθούμε.
Η καθηγήτρια Τατιάνα Ελένη Συνοδινού είναι αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων, στο Πανεπιστημίου Κύπρου.