Με αφορμή τα αποτελέσματα του α΄ γύρου των κυπριακών προεδρικών εκλογών ξεκίνησε και πάλι η εξαιρετικά άχαρη και ανούσια συζήτηση για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων.
Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα. Οι δημοσκοπήσεις των κυπριακών εκλογών δεν έπεσαν έξω. Στην Κύπρο υπάρχει απαγόρευση δημοσίευσης των δημοσκοπήσεων την εβδομάδα πριν από τις εκλογές. Οι τελευταίες δημοσιευμένες έρευνες, συνεπώς, δεν είχαν καταγράψει όλους εκείνους που αποφασίζουν την τελευταία εβδομάδα, ποσοστό διόλου ασήμαντο. Από τις έξι τελευταίες δημοσκοπήσεις που είχαν δημοσιευθεί πριν από την απαγόρευση, τρεις έδιναν δεύτερο τον κ. Μαυρογιάννη και τρεις τον κ. Νεοφύτου, όλες με πολύ οριακές διαφορές, στα όρια του στατιστικού σφάλματος.
Ολων όμως ανεξαιρέτως οι χρονοσειρές αποτύπωναν τη σταθερά ανοδική πορεία του κ. Μαυρογιάννη, καθιστώντας τον ουσιαστικά το φαβορί για την είσοδο στον β΄ γύρο. Αυτή η γενική τάση επιβεβαιώθηκε και στην τελική ευθεία, παρά το ότι δεν αποτυπώθηκε δημοσίως λόγω της μη δημοσίευσης ερευνών την τελευταία εβδομάδα. Αυτό από κανέναν καλόπιστο παρατηρητή δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτυχία. Κάποιες παραδοχές γύρω από τις δημοσκοπήσεις –των σοβαρών, εννοείται πάντα, εταιρειών του χώρου– μοιάζουν πλέον εδραιωμένες.
Ας σταθούμε σε τρεις από αυτές. Πρώτον, οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων κατά κανόνα επιβεβαιώνονται. Τουλάχιστον ως προς τη σειρά κατάταξης των κομμάτων υποψηφίων και το στατιστικό εύρος της εκτίμησης ψήφου. Υπάρχουν ασφαλώς και περιπτώσεις αστοχίας, δεν είναι ωστόσο τόσες που να δικαιολογούν τη συνολική αμφισβήτηση της εγκυρότητάς τους. Παραμένουν δε το πιο αξιόπιστο εργαλείο ανάλυσης των κοινωνικών τάσεων και σίγουρα πιο αξιόπιστο από την «ψηφιακή φούσκα» των social media. Δεύτερον, η επίδραση των δημοσκοπήσεων δεν εκδηλώνεται σε μία κατεύθυνση. Διαχρονικά έχουν καταγραφεί διαφορετικά φαινόμενα εκλογικής συμπεριφοράς, ως απόρροια των δημοσκοπικών μετρήσεων. Το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι το bandwagon effect (ελεύθερη απόδοση «ρεύμα νίκης»). Η περαιτέρω ενίσχυση δηλαδή εκείνου που προηγείται.
Σε καμία περίπτωση ωστόσο αυτό δεν αποτελεί μονόδρομο. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, π.χ., ο Τραμπ φαινόταν να χάνει σε 10 από τις 13 κρίσιμες πολιτείες (swing states). Τελικά κέρδισε τις έξι από αυτές τις 10, ενώ σε τρεις από αυτές (που έκριναν τελικά τις εκλογές) έχασε με διαφορά μικρότερη του 1%. Υπάρχει επίσης το backlash effect (ελεύθερη απόδοση «συμπεριφορά αντίδρασης»), που περιγράφει την αντίδραση ορισμένων ψηφοφόρων στο κλίμα που διαμορφώνουν οι δημοσκοπήσεις. Κλασικό παράδειγμα οι εκλογές του Ιουνίου 2012, όταν μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων των κομμάτων του τότε «ενδιάμεσου χώρου» στράφηκε τελευταία στιγμή προς τη Ν.Δ. (το ποσοστό της οποίας ανέβηκε 11% σε 40 μέρες) με βασικό κίνητρο «να μην κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ», ο οποίος είχε αναπτύξει εντυπωσιακή δυναμική μετά την έκπληξη των εκλογών του Μαΐου 2012.
Η νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές εκείνες ήταν αποτέλεσμα backlash και όχι bandwagon effect. Ενώ υπάρχει και το underdog effect (ελεύθερη απόδοση «τάση υπέρ αουτσάιντερ»), με το οποίο περιγράφεται το φαινόμενο ένας ψηφοφόρος, θεωρώντας δεδομένους τους ευρύτερους συσχετισμούς, να επιλέγει ένα μικρότερο κόμμα υποψήφιο, προκειμένου να στείλει ένα μήνυμα ή να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα μέσω τακτικής ψήφου.
Κλασικό case study αυτού του φαινομένου είναι οι γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2002. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις φαινόταν ότι στο δεύτερο γύρο θα περνούσαν ο τότε κεντροδεξιός πρόεδρος Σιράκ και ο υποψήφιος της Κεντροαριστεράς Λιονέλ Ζοσπέν. Αυτό οδήγησε πολλούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν στον πρώτο γύρο μικρότερους υποψηφίους είτε για να τους ενισχύσουν είτε για να στείλουν ένα (ανέξοδο) μήνυμα δυσαρέσκειας.
Ως αποτέλεσμα, ο Σιράκ πέρασε στον δεύτερο γύρο με το μικρότερο ποσοστό που έλαβε ποτέ εν ενεργεία πρόεδρος, ενώ ο Ζοσπέν –λόγω υπερβολικής χαλαρότητας των αριστερών ψηφοφόρων, που ψήφισαν τροτσκιστές, οικολόγους, κ.λπ.– έχασε οριακά τη δεύτερη θέση από τον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Τρίτον, οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις, ως αναλυτικό εργαλείο, εξελίσσονται. Κάποτε οι έρευνες διεξάγονταν μόνο μέσω σταθερών τηλεφώνων. Πλέον γίνονται και μέσω κινητών. Συχνά συνδυάζονται με διαδικτυακές έρευνες για την πληρότητα του δείγματος και για να διαπιστωθεί αν υπάρχει διαφορετική συμπεριφορά.
Η αναζήτηση για το πώς οι δημοσκοπήσεις θα βελτιώνονται διαρκώς συνδυάζοντας τις παραδοσιακές τεχνικές με big data, πιο στοχευμένη δειγματοληψία, έξυπνες σταθμίσεις, κ.ά., είναι συνεχής σε διεθνές επίπεδο. Μόνο που αυτό απασχολεί κυρίως τους επαγγελματίες του χώρου, καθώς αρκετοί πολιτικοί και δημοσιολογούντες επιχειρούν απλώς να φέρουν τη συζήτηση στις εκλογικές τους ανάγκες. Ξεχνούν όμως κάτι απλό: ότι δεν φταίει ο αγγελιοφόρος για το μήνυμα.
Τόσο η μυθοποίηση όσο και η δαιμονοποίηση του αγγελιοφόρου βλάπτουν την ουσιαστική πολιτική ανάλυση. Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.