Τον περασμένο Μάρτιο συμμετείχα σε ένα συνέδριο στο πανεπιστήμιο των προπτυχιακών μου σπουδών, το ΑΠΘ. Είχα τριάντα χρόνια να επισκεφθώ το εσωτερικό της πανεπιστημιούπολης. Το τοπίο, οικείο και ξένο μαζί. Η ματιά αλλάζει όχι μόνον εξαιτίας των παρατηρήσιμων αλλαγών στο περιβάλλον, αλλά και εξαιτίας της εσωτερικής αλλαγής που έχει επέλθει στον παρατηρητή. Δεν ήξερα τι να περιμένω, αλλά εντόπισα τι με εξέπληξε: από τη μία η αίσθηση του «ασάλευτου χρόνου» (οι βρωμισμένοι με γκράφιτι τοίχοι, τα ακαλαίσθητα πολιτικά πανό, η ακατέργαστη ρητορική των πολιτικών συνθημάτων – όλα στοιχεία της δικής μου εποχής), από την άλλη, η επιδείνωση του προβλήματος της δημόσιας τάξης, όπως φαινόταν, λ.χ., από τα σιδερένια κάγκελα μπροστά από αμφιθέατρα και εσωτερικούς διαδρόμους (δεν υπήρχαν τη δεκαετία του 1980). Αν δεν ήξερες πού είσαι, θα νόμιζες ότι βρίσκεσαι σε αποθήκες ή κρατητήριο, όχι σε πνευματικό ίδρυμα! Οι «εσωτερικοί» το έχουν συνηθίσει. Οι «εξωτερικοί» εκπλήσσονται.
Η λειτουργία των ελληνικών πανεπιστημίων υπογραμμίζει ένα μείζον πρόβλημα της νεότερης Ελλάδας, το οποίο ο εορτασμός της Παλιγγενεσίας προσπέρασε πέρυσι: ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο; Ο Καποδίστριας σύντομα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να μοιράζεται την κυβερνητική εξουσία με τα οργανωμένα συμφέροντα της εποχής – τους προκρίτους της Μάνης και τους πλοιοκτήτες της Υδρας. Οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας, σήμερα, θα πρέπει να παίρνουν την άδεια των συνδικαλιστών για να εφαρμόσουν την πολιτική που επέλεξε το εκλογικό σώμα. Το «γενικό καλό» χρησιμοποιείται περισσότερο ως φενακιστικό σχήμα λόγου και λιγότερο ως κατευθυντήριος οδηγός πολιτικής συμπεριφοράς. Οι δυναμικές μειοψηφίες διαμαρτύρονται, διεκδικώντας δικαίωμα αρνησικυρίας στις επιλογές της νόμιμης εξουσίας που θίγουν τα συμφέροντά τους. Ζητούν προσχηματικά «διάλογο», αλλά αυτό που πραγματικά επιδιώκουν είναι η συνδιοίκηση. Δεν μιλάω για το αυτονόητο δικαίωμα διαμαρτυρίας σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίον ασκείται η διαμαρτυρία – ο τρόπος εκφράζει νοο-τροπία. Στα ελληνικά πανεπιστήμια, σχεδόν μισόν αιώνα τώρα, ο τρόπος αυτός είναι, ως επί το πλείστον, η εκχυδαϊσμένη διαμαρτυρία – αυθαιρεσία, προπηλακισμός, βία. Οι πρόσφατες καταστροφές στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ, με αφορμή την έξωση των επί δεκαετίες καταληψιών από χώρο του Τμήματος, προκειμένου αυτός να χρησιμοποιηθεί όπως κρίνει η διοίκηση του πανεπιστημίου, πιστοποιούν τον εκχυδαϊσμένο χαρακτήρα της διαμαρτυρίας. Καταλαβαίνουμε την υφή του όταν τον αντιπαραβάλλουμε με την ορθολογική διαμαρτυρία. Στην ακραία της μορφή, η ορθολογική διαμαρτυρία είναι παράδοξη: ο διαμαρτυρόμενος, νιώθοντας έντονα για μια αδικία ή την καταπάτηση μιας κοινής αξίας, εκφράζει με δυναμικό τρόπο το φρόνημά του, υπάγοντας παράλληλα τον εαυτό του στους κανόνες του κράτους δικαίου. Υφίσταται προθύμως τις κυρώσεις, προκειμένου, με την προσωπική ταλαιπωρία του, να αναδείξει την αδικία στην οποία αντιτίθεται. Η ορθολογική διαμαρτυρία εμπεριέχει την παράδοξη λογική της αυτοθυσίας – την αντίθεση και, ταυτόχρονα, την υπαγωγή σε κανόνες.
Η εκχυδαϊσμένη διαμαρτυρία είναι, αντιθέτως, ξεδιάντροπα ιδιοτελής. Οι Μανιάτες να μην αποδίδουν φόρους στο κράτος, οι συνδικαλιστές δημόσιων οργανισμών να συνδιοικούν, οι καταληψίες να οικειοποιούνται δημόσιο χώρο αυθαίρετα. Η δημόσια εξουσία αμφισβητείται όχι χάριν ενός κοινού ιδεώδους, για την υπεράσπιση του οποίου οι διαμαρτυρόμενοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν κάτι πολύτιμο γι’ αυτούς (π.χ. την ελευθερία τους), αλλά χάριν της προστασίας ενός μονομερώς ορισθέντος αγαθού (π.χ. την οικειοποίηση δημόσιου χώρου).
Αντιθέτως, οι νεαροί και οι νεαρές των κινημάτων Occupy, Extinction Rebellion ή Black Lives Matter συνιστούν υποδείγματα ορθολογικής διαμαρτυρίας: αντιπαρατίθενται δυναμικά (και, εν πολλοίς, μη βίαια) στις οικονομικές ανισότητες, στην καταστροφή του περιβάλλοντος και στον ρατσισμό, αντιστοίχως. Το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας τους αναδεικνύεται εξαιτίας του τρόπου της εκφοράς της: αφενός, του τιμήματος που προσωπικά καταβάλλουν οι φορείς της, αφετέρου, της σπανιότητάς της· ακτινοβολεί ηθικοπολιτικά και ξεχωρίζει από τον μιντιακό θόρυβο επικοινωνιακά. Κανένα από τα γνωρίσματα αυτά δεν διαθέτει η εκχυδαϊσμένη διαμαρτυρία. Ποιο κοινό ιδεώδες υπερασπίζουν οι καταληψίες στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ; Στο όνομα ποιας κοινής αξίας είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν την ελευθερία τους; Τελώντας σε εννοιολογική σύγχυση, ονομάζουν «αυταρχισμό» τη νόμιμη άσκηση νόμιμης εξουσίας της διοίκησης του ιδρύματος (να αξιοποιεί τους χώρους της όπως αυτή αποφασίζει) και «τρομοκρατία» τη νόμιμη άσκηση νόμιμης βίας προκειμένου να προστατευθούν δημόσια αγαθά (δημόσια περιουσία).
Αυτό που δυσκολεύονται να αρθρώσουν οι πολιτικοί χούλιγκαν, το κάνουν οι σταδιοδρομιστές της ψευδο-ριζοσπαστικής ψευδοαριστεράς για λογαριασμό τους. «Η αξιοποίηση του χώρου [από τους καταληψίες] είναι πέρα και έξω από τις ταξινομητικές λογικές του πανεπιστημίου», παρατήρησε εμβριθώς ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τζανακόπουλος, παπαγαλίζοντας ένα ακατέργαστο μεταμοντέρνο λεξιλόγιο. Κάπως έτσι, μεταμοδέρνα, θα εκφραζόταν και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, σήμερα: η αξιοποίηση των κρατικών εσόδων δεν υπακούει απαραίτητα στην ταξινομητική λογική του κράτους! Φανταχτερό περιτύλιγμα ξεδιάντροπης ιδιοτέλειας.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.