Την προπατορική στιγμή που ο άνθρωπος άφησε την ανύποπτη περιπλάνησή του μέσα στον κόσμο, και στάθηκε απέναντί του θεωρώντας τον, τότε ακριβώς, συνειδητοποίησε χωριστή απ’ εκείνον την ύπαρξή του: Έγινε τώρα αυτός υποκείμενο, κι έκανε εκείνον αντικείμενο.
Την ίδια όμως εκείνη στιγμή, που ο άνθρωπος βρέθηκε αντι-κείμενος προς τον κόσμο, αισθάνθηκε ταυτόχρονα και την ανάγκη επιστροφής του σ’ εκείνον, να ενωθεί πάλι μαζί του, να ξανάρθει δηλαδή, με το πνεύμα του, πίσω στην πηγή του. Η θεμελιακή αυτή ανάγκη επιστροφής του ανθρώπου στον κόσμο (είτε ο κόσμος αυτός ήταν ο θεός, είτε η φύση, είτε ακόμα ο άλλος άνθρωπος) δημιούργησε την Τέχνη, άλλως δημιούργησε την πνευματική του ιστορία: Η ανάγκη να ενωθεί με τον Θεό δημιούργησε τη Θρησκεία (η λέξη εδώ χρησιμοποιείται με την ελληνορθόδοξή της έννοια, που καμιά σχέση δεν έχει με τη δυτική νοοτροπία μεταβολής της σε ηθικό κώδικα καταναγκασμού) η ανάγκη να ενωθεί με τη φύση δημιούργησε την ποίηση και η ανάγκη τέλος να ενωθεί με τον άλλο άνθρωπο δημιούργησε την κοινωνία.
Ο δε μύθος δηλοί κυρίως ότι πρωταρχική αιτία γέννησης της κοινωνίας είναι η εσχατολογική ανάγκη επικοινωνίας του ανθρώπου με τον άνθρωπο, της «κοινωνίας» του από το πνεύμα του άλλου, της επιστροφής του στη γένεσή του. Το αίτημα του «κοινωνείν», υπήρξε (ιδίως για τον ελληνικό τρόπο του βίου) αίτημα πνευματικής ανάγκης του ανθρώπου, δευτερευόντως δε προϊόν πραχτικής βιοτικής ανάγκης. Κατ’ ακολουθίαν, κοινωνικός προορισμός του έργου Τέχνης, και ιδίως της Αρχιτεκτονικής, είναι ότι στο έργο τους συντελείται η πνευματική επικοινωνία των ανθρώπων: Η επικοινωνία δηλαδή του θεατή με το πνεύμα του έργου, και, που είναι το μέγα, η επικοινωνία των θεατών μεταξύ τους. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα εκείνη του Πλάτωνα, (Ίων) που παρομοιάζει το έργο τέχνης με τον «μαγνήτη λίθο»: Έλκοντας το μεταλλικό δακτυλίδι, το κάνει και αυτό ικανό να έλκει επάνω του άλλα δακτυλίδια, ώστε με τη διαδοχική αυτή ελκτική δράση να δημιουργείται μια πυραμίδα, με κορυφή της το πνεύμα του καλλιτέχνη).
Στον κοινωνικό τώρα προορισμό της Τέχνης, κυρίαρχο ρόλο αναλαμβάνει η Αρχιτεκτονική! Δεδομένου ότι το δικό της έργο, δεν έχει δυνατότητα να «κρύβεται», είτε στις πινακοθήκες, είτε στις βιβλιοθήκες, είτε στις αίθουσες των συναυλιών. Ούτε εξαρτάται αυτό από τη διάθεση του ανθρώπου να έλθει σ’ επαφή μαζί του ή όχι, αφού μονίμως και εξ ανάγκης είναι μπροστά του, ως, που τον περιβάλλει, χώρος. Εξάλλου, ενώ στις άλλες τέχνες, προηγείται η δημιουργία του καλλιτεχνήματος, και ακολουθεί η αποδοχή του από την κοινωνία, στην αρχιτεκτονική η κοινωνία προηγείται στη δημιουργία του έργου: Χωρίς εργοδότη δεν μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονικό έργο. Τούτο σημαίνει ότι το αρχιτεκτόνημα χρειάζεται την κατ’ αρχήν έγκριση της κοινωνίας προτού δημιουργηθεί!Αξιολόγησήτου δε, ώστε οριστικά να εγκριθεί από την κοινωνία-εργοδότη του, μοιραία ακολουθεί μετά την υλοποίησή του! Προκειμένου δηλαδή να διαπιστωθεί αν «διαλέγεται» μαζί της, αν δηλαδή την εκφράζει ως κοινωνία. Αν, με άλλα λόγια, εκπληρώνει τον «κοινωνικό» προορισμό του ως (παραγγελθέντος) έργου τέχνης. Ή βεβαίως, και αν, η που τα παρήγγειλε, αποτελεί πράγματι όντως «κοινωνία»! Και εννοώ βεβαίως κοινωνία και όχι «συναρμολογημένη» societa…
Δύο έργα αρχιτεκτονικής λοιπόν απόκτησε πρόσφατα η κοινωνία της Λευκωσίας. Το ένα ο καθεδρικός ναός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και το άλλο η γέφυρα στο τείχος της πόλης, καλούμενη «Πλατεία Ελευθερίας»! Άκρα όμως του τάφου, αισθητική βέβαια, σιγή ακολούθησε και τα δύο αυτά έργα. Διότι φυσικά οι θορυβώδεις αναφορές σε «απίστευτο» κόστος, όσες ακούστηκαν για το, επίσης, θορυβώδες φλύαρο έργο στο ενετικό τείχος της πόλης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αισθητική κρίση κοινωνίας. Για δε το (και) κυρίαρχο, ως όφειλε να είναι, κοινωνικό έργο του νέου καθεδρικού ναού, εκτός βέβαια των κρωξιμάτων από τις (που βγήκαν από το κοτέτσι) δημοσιογραφικές χήνες, δεν αρθρώθηκε από την κοινωνία άλλος σοβαρός κριτικός λόγος. Και όμως, όφειλε η κοινωνία να το γνωρίζει: Ειδικά έναν ναό, δεν τον γεννά μόνο ο αρχιτέκτονάς του, αλλά ολόκληρη η, που περιβάλλει (και «εργοδοτεί») τον αρχιτέκτονα, κοινωνία. Στην περίπτωση ειδικά του συγκεκριμένου ναού, δημιουργός δεν είναι καν ο αρχιτέκτονάςτου! Είναι και ο προκαθήμενος της Εκκλησίας (ο προκαθήμενος ειδικά είχε δημιουργημένη μάλιστα από τον ίδιο, κάθε προϋπόθεση για να ανεγείρει, μέσω βεβαίως του ΕΤΕΚ, ένα σωστό ναό. Πλην όμως, ο ίδιος ακύρωσε τόσο τον εαυτό του, όσο και το ΕΤΕΚ. Και πολλά άλλα...) και η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, συμπαρομαρτούσης φυσικά και της διαβόητης Επιτροπής «Αισθητικού» (και να ακούγεται...) Ελέγχου, και πλήθος άλλοι, ιδίως (ανευθυνοϋπεύθυνοι) παντογνώστες,...Συνεπώς όλοι κρίνονται! Τόσο για εκείνο το αποτέλεσμα, όσο και γι’ αυτή την, περί το φαινόμενο, παντελή απουσία αισθητικού (κοινωνικού) λόγου...
Είναι όμως καιρός, λέει τώρα ο γράφων, το ΕΤΕΚ, που στην παρούσα φάση ευτυχεί να έχει πρόεδρό του αρχιτέκτονα, (και ας μου επιτραπεί να πω, μετά λόγου γνώσεως δε, αισθητικά μορφωμένο αρχιτέκτονα) να αναλάβει να κάνει ό,τι απέτυχε να πράξει η κοινωνία: Έχοντας και την οικονομική ευχέρεια του ΕΤΕΚ, σε συνεργασία δε με τα αρμόδια όργανα των αρχιτεκτόνων, να προκαλέσει, μία οργανωμένη σε δημόσιο χώρο, συνεδριακή συζήτηση, με θέμα την αισθητική θεώρηση των δύο αυτών έργων αρχιτεκτονικής. Ιδού λοιπόν κύριε πρόεδρέ μου «στάδιο δόξης λαμπρόν».
Ο κ. Χάρης Φεραίος είναι διδάκτωρ του ΕΜΠ.