ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η φιλελεύθερη εθνική παράταξη - Παρελθόν, παρόν και μέλλον

Του ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

11 σκέψεις  για τη φιλελεύθερη παράταξη

Μέσα από τις τελευταίες προεδρικές έχουν προκύψει κάποια νέα στοιχεία για το πολιτικό σύστημα. Ενώ οι εκλογές αυτές αναδείχτηκαν ως δύσκολη και βιώθηκαν ως τραυματική εμπειρία για τη φιλελεύθερη παράταξη. Μεσολάβησαν, ωστόσο, ραγδαίες εξελίξεις και προέκυψε μια νέα ηγετική ομάδα στον Δημοκρατικό Συναγερμό. Μαζί με τα συγχαρητήρια και τις ευχές στην νέα (και πρώτη) πρόεδρο, όπως και στα άλλα μέλη της ηγεσίας για επιτυχία στο ιδιαίτερα απαιτητικό έργο που αναλαμβάνουν, είναι ώρα να κατατεθούν κάποιες σκέψεις. Με την ευκαιρία και του πρόσφατου Παγκύπριου Συνεδρίου, ορισμένες σκέψεις που απευθύνονται σε όλο τον κόσμο που κινητοποιείται στην παράταξη και μπορεί να έχουν κάποια χρησιμότητα. Για θέματα που πολλοί ίσως τα σκέφτονται, αλλά δεν συζητιούνται επαρκώς.

Πρώτη σκέψη είναι για εκείνες τις «πρωτόγονες» πρακτικές εκφοβισμού, στην κρίσιμη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου για τις προεδρικές εκλογές (7 Φεβρουαρίου 2023). Αυτές οι τόσο θλιβερές που έφτασαν στα όρια του κοινού «τραμπουκισμού», δεν αρκεί μόνο να τις καταδικάσουμε και να τις «αφήσουμε πίσω». Γιατί ήταν ενορχηστρωμένες απόπειρες αποτροπής του διαλόγου και επιβολής μιας πολιτικής επιλογής.

Δεν μπορεί να μη σημειώσουμε ότι σκοπό είχαν να επιβάλουν μια επιλογή που σήμαινε ουσιαστικά στήριξη της πολιτικής του ΑΚΕΛ από τον ΔΗΣΥ. Κι αυτό θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό σημείο των καιρών. Δεν μαρτυρά αυτό και με ένα διαφορετικό τρόπο ένα φαινόμενο μηδενισμού των ιδεών («αποϊδεολογικοποίηση»); Φαίνεται να ενεδρεύει μια αντίληψη που κατατείνει να παρουσιάσει την πολιτική μόνο ως πρακτική «διακανονισμών» ή και «βολικών προσαρμογών». Δεν εξαντλείται σε εκείνο που αρκετοί ένιωσαν ως κάποιου είδους «ιεροσυλία». Εγκώμια για το ΑΚΕΛ από το βήμα του Συναγερμού είναι όχι μόνο άτοπο, αλλά αφαιρεί κάθε νόημα από την πολιτική πρακτική. Τέτοιες απεχθείς και κατά βάση ενορχηστρωμένες απόπειρες αποτροπής της έκφρασης και του πολιτικού λόγου και επιβολής κάποιας («παρά πολιτική φύση») επιλογής, δεν μπορεί να συμβαίνουν σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη. Ειδικότερα όμως εδώ, έρχονται και σε απόλυτη σύγκρουση με τη συλλογική μνήμη της φιλελεύθερης παράταξης.

Δεύτερη σκέψη είναι ότι δεν ήταν πρώτη φορά που ζήσαμε τέτοιες σκηνές. Ανάλογες θλιβερές πρακτικές εμφανίστηκαν και το 2004. Με την ίδια λογική: να μην ακουστεί άλλη πρόταση. Αφού μόνο έτσι μπορούσε να επιβληθεί επιλογή, η οποία προφανώς δεν ετύγχανε της έγκρισης των πολιτών.

Μια τρίτη σκέψη, όσο κι αν είναι μακριά εκείνη η εποχή, είναι ότι και τις δύο φορές που κλήθηκε η παράταξη αυτή την τελευταία εικοσαετία να τοποθετηθεί σε πολύ κρίσιμα ζητήματα, το κόμμα «πέρασε δίπλα». Γύρεψε να επιβάλει επιλογή αντίθετη από εκείνη που έκανε η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των συναγερμικών. Το κόμμα βρέθηκε να έχει αντίθετη θέση από τον κόσμο του.

Τέταρτη σκέψη είναι ότι θα πρέπει, βεβαίως, να κοιτάξουμε μπροστά. Τι βλέπουμε όμως κοιτάζοντας μπροστά; Βλέπουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα δικό μας υπουργό, από τους στενότερους (αν όχι τον στενότερο) συνεργάτες του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη. Εκλελεγμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος με τις ψήφους των υποστηρικτών του Δημοκρατικού Συναγερμού. Αλλά πολιτικά περιστοιχισμένο από τους ηγέτες άλλων κομματικών δυνάμεων και με τον Συναγερμό, απέναντι! Αρκετά παράδοξο.

Εκ των πραγμάτων ο ΔΗΣΥ έχει ταχθεί σε θέση αντιπολίτευσης. Είναι πάντως ένα ανοιχτό ερώτημα πώς ακριβώς θα σταθεί «απέναντι»… Ωστόσο, σε διακυβέρνηση που έχει κατ’ αρχάς σταθεί στη δική του πολιτική βάση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα μπορούσε να καθορίσει αποφασιστικά το πολιτικό πρόγραμμα και τις πρακτικές διακυβέρνησης. Ε, λοιπόν, κάτι πήγε στραβά! Πολύ στραβά και ανάποδα. Είναι άραγε το όλο ζήτημα μόνο θέμα προσώπων και χειρισμών ή «διαχείρισης συναισθημάτων»; Ή μήπως υπάρχει και ένα βαθύτερο θέμα νοοτροπίας και προσανατολισμού;

Πέμπτη σκέψη είναι το αυτονόητο. Ότι για να τραβήξουμε μπροστά, σε μια νέα πορεία, πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση και συναίσθηση των πραγμάτων. Ότι τα τελευταία 10-15 χρόνια ακολουθείται πορεία όπου η επιρροή του κόμματος στις καθαρά πολιτικές, τις βουλευτικές εκλογές, συνεχώς συρρικνώνεται. Από 34% το 2001 και 34,3% το 2011, μετά το 30,7% του 2016, φτάσαμε στο ιστορικό χαμηλότερο, 27,8% το 2021. Δηλαδή για πρώτη φορά λιγότερες από 100 χιλιάδες ψήφους σε βουλευτικές. Αλλά ακόμα πιο χαμηλό, το απολύτως χαμηλότερο στην ιστορία ποσοστό είχαμε φέτος στις προεδρικές εκλογές, 26,1%. Χωρίς να είναι ευθέως συγκρίσιμη, ίδια πορεία πάντως καταγράφεται και στις Ευρωεκλογές.

Μετά την ιδιόρρυθμη κατάσταση του 2004, από 35,7% το 2009 και 37,8% το 2014 (το ψηλότερο ποσοστό ποτέ), σε 29% το 2019 με 81 χιλιάδες ψήφους σε σύγκριση με 102 χιλιάδες το 2009 [και με ποσοστό πλέον 8,3% του ΕΛΑΜ, δηλαδή 23 χιλιάδες ψήφους]. Αυτή η εικόνα, σε αδρές γραμμές σημαίνει μια ολοένα και χαμηλότερη εκλογική επιρροή του κόμματος. Πώς συμβαίνει; Πρέπει να τεθεί το ερώτημα και να απαντηθεί τεκμηριωμένα. Διότι καίριο ζήτημα για το αύριο είναι με ποιους τρόπους δεν θα επιβεβαιωθεί (ή και να επιδεινωθεί, φοβάμαι) μια τέτοια καθαρά παρακμιακή πορεία μέσα στη δεκαετία που διανύουμε. Αλλά να αναχαιτισθεί και να ανατραπεί.

Έκτη σκέψη, συναφής, είναι ότι πρέπει να αναλογιστούμε τι λέει σήμερα ο Δημοκρατικός Συναγερμός στον κόσμο και τι έλεγε παλαιότερα. Τι λέγαμε το 2001 όταν ο ΔΗΣΥ επηρέαζε 34% του εκλογικού σώματος; Φαίνεται κάπου να χάθηκαν το μέτρο των μεγάλων αξιών, αλλά και η ισορροπία. Σαν να αποξενωνόμαστε από βασικές αξίες προσπάθειας και της εργασίας, της πρωτοβουλίας και της εμπνευσμένης επινοητικότητας, της ποιότητας των ανθρώπων, της οικογένειας, της κοινότητας. Από τις αναφορές του κόσμου μας στην πίστη του και τα μεγάλα ιδεώδη μας… Και από αυτήν την ίδια την εθνική αναφορά μας.

Υπάρχουν και μερικές ακόμα σκέψεις σχετικές…

«Πρέπει να γυρίσουμε να δούμε τις καταβολές και σταθερές και βασικές αξίες» (β' μέρος)

Μια έκτη σκέψη, απέναντι στην κατιούσα εκλογική επιρροή και για τη μελλοντική πορεία της παράταξης είναι ότι πρέπει να αναλογιστούμε τι έλεγε ο Συναγερμός στον κόσμο όταν μεγάλωνε, ανέβαινε και κέρδιζε εκλογές. Δεν είναι φυσικά το «απόλυτο μέτρο», αλλά θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε τι λέγαμε, για παράδειγμα, το 1998, όταν καταφέραμε επανεκλογή του Γλαύκου Κληρίδη, διαψεύδοντας προγνωστικά (όπως και στην πρώτη εκλογή του 1993). Μιλούσαμε για το νοικοκυριό και την οικογένεια, τις αξίες και τη ζωή των ανθρώπων. Για τους εθνικούς δεσμούς και την κοινή στρατηγική και αμυντική πορεία με την Ελλάδα, για τις εθνικές καταβολές και αξίες μας. Για το μέλλον της χώρας, μέσα από τη στρατηγική για την ενωμένη Ευρώπη. Προτείναμε την ευρωπαϊκή προοπτική και αντισταθήκαμε στα ίσα στις εκ διαμέτρου αντίθετες δοξασίες και προτάσεις του ΑΚΕΛ και ορισμένων άλλων, ακόμα και αν προφασίζονταν το Κυπριακό. Αφού, επίσημη θέση του ΑΚΕΛ ήταν ότι απρόθυμα δεχόταν ένταξη στην Ε.Ε. «μόνο εφόσον θα βοηθούσε σε λύση του Κυπριακού». Πώς μπορεί σήμερα κάποιοι, επικαλούμενοι το «Κυπριακό να πλέκουν εγκώμιο του ΑΚΕΛ και να ζητούν τη στήριξή του»;

Η οικονομία δεν ήταν αυτοσκοπός. Απορρίπταμε αξιόπιστα την προπαγάνδα των κομμουνιστών ότι ο Συναγερμός ήταν «κόμμα των συμφερόντων και των τραπεζών». Στη διακυβέρνηση το επιβεβαιώσαμε. Τη μια φορά με την κοινωνική σύνταξη και φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά και πρόσφατα με το Γενικό Σχέδιο Υγείας, το σχέδιο προστασίας με το εγγυημένο εισόδημα και τόσα άλλα… Τόσα άλλα, που δυστυχώς χάθηκαν μέσα στην εντελώς παράδοξη συγκυρία των τελευταίων προεδρικών, όπου δεν μπορούσαμε καν να επισημάνουμε στους πολίτες ότι ψηφίζουν γι’ αυτές τις πολιτικές!

Άλλη μία, έβδομη σκέψη. Σε κομματικές συγκεντρώσεις ακούγονται συνεχώς αναφορές στις καταβολές μας, στο κόμμα που ίδρυσε ο Γλαύκος Κληρίδης. Ναι, πρέπει να γυρίσουμε να δούμε τις καταβολές και σταθερές και βασικές αξίες. Την Ιδρυτική Διακήρυξη του 1976 κι ακόμα τη Διακήρυξη της Ευρωδημοκρατίας (1999). Ταυτόχρονα, πρέπει να έχουμε και συνείδηση ότι αυτή η παράταξη είχε βέβαια πρωταγωνιστές και ένα μεγάλο αρχηγό, αλλά ιδρύθηκε από έναν κόσμο που βρέθηκε τότε ανένταχτος, αλλά είχε σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Κόσμος πολιτικά άστεγος απέναντι σε ένα συνονθύλευμα κομμάτων, παραγόντων και πολιτικών ομάδων, που προεκτάθηκε ως συνέχεια του «μακαριακού μετώπου», μετά την προδοσία και την τραγωδία της Κύπρου και του Ελληνισμού. Απέναντι σε ένα μέτωπο που οριζόταν ως «πατριωτικές-δημοκρατικές δυνάμεις» και είτε τους απέκλειε είτε δεν είχαν την παραμικρή συνάφεια μαζί του.

Στήθηκε από έναν κόσμο που εν πολλοίς ερχόταν με το Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα. Το οποίο, απέναντι στο μπλοκ των «μακαριακών», είχε στις εκλογές του 1970 ποσοστό γύρω στο 12%. Το ΔΕΚ, που ήταν κόμμα ενωτικό, αλλά αντίθετο προς την ΕΟΚΑ Β΄. Έτσι ήρθαν το 1976 δυνάμεις του Ενιαίου, του οποίου είχε ηγηθεί ο Γλαύκος Κληρίδης, το ΔΕΚ και σημαντική μερίδα ανένταχτων (πολλοί των οποίων και «αποδιοπομπαίοι»), και έστησαν τον Δημοκρατικό Συναγερμό. Ως κόμμα πρωτίστως εθνικό, με ηγέτη τον Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος, αποσπασμένος από το «μακαριακό μέτωπο», μπόρεσε και το ανέδειξε ως τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Κύπρου και την κυρίως έκφραση του Κυπριακού Ελληνισμού. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν μπορεί χωρίς συνέπειες να την αγνοούμε. Είναι ιστορικό παρελθόν, αλλά τα βασικά νήματα κρατάνε από εκεί μέσα και φτάνουν μέχρι σήμερα.

Μια όγδοη σκέψη είναι ότι πρέπει πλέον να απομυθοποιήσουμε και να διαβάσουμε με θάρρος τη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας που συνεχίζεται και σήμερα, κι έτσι να βρούμε σωστές κατευθύνσεις. Πέρα από στερεότυπα που επικράτησαν «βολικά» και έστησαν δόγματα και «άλλοθι». Γιατί με τον Συναγερμό κατατέθηκε τότε, ως πολιτική πρόταξη, η επίγνωση των τεράστιων ευθυνών της περιόδου 1963-64. Όταν κάποιοι γκρέμισαν τη διπλωματική στρατηγική του Παπανδρέου… Ενώ, ως συνέχεια, με την αποχώρηση της Μεραρχίας μισάνοιξαν οι πόρτες της Κύπρου για την Τουρκία, για να τις ορθανοίξει δέκα χρόνια αργότερα η φρικαλέα μωρία της Χούντας (μαζί με ενεργούμενα της) με το Πραξικόπημα. Από την αρχή και ως εκ της πολιτικής φυσιογνωμίας του, αυτή η παράταξη έφερνε μαζί της τη θαρραλέα επίγνωση της πραγματικής και τραγικής ιστορίας, απέναντι σε αποκρύψεις και μισόλογα όσων έστησαν καριέρες και πολιτικούς σχηματισμούς μόνο και μόνο πάνω στο ότι «δεν έκαναν το πραξικόπημα»…

Αυτή η παράταξη έφερε πολιτικό λόγο αντίθεσης σε εκείνους που μανιασμένα πολέμησαν (μαζί με τον Πιπινέλη και τη Χούντα) την Ελληνική Μεραρχία. Αυτούς που δεν ήθελαν τη δύναμη που έστειλε ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τα (τόσο αμφιλεγόμενα) γεγονότα του 1963-64 και που απέσυρε η Χούντα, συγκατανεύοντας σε τουρκικά τελεσίγραφα (προς πλήρη ανακούφιση των εδώ «αποσχιστικών» και εθνομηδενιστών). Άρα και σε όσους κρατούν το ίδιο νήμα. Ήταν πολιτική παράταξη απέναντι σε εκείνους που αντιπάλεψαν χυδαία την Ελληνική Μεραρχία, τη δύναμη ασφάλειας του Ελληνισμού στην Κύπρο, επειδή ήθελαν να προστατεύσουν «κεκτημένα» και τις «ευκαιρίες τους» εναντιωνόμενοι στο εθνικό πεπρωμένο. Τη διατρέχει η συνείδηση ότι η ασύλληπτη πολιτική μωρία εκείνων που απέρριψαν την ευκαιρία για την Ένωση που εξασφάλισε με επιδέξιους χειρισμούς και πάλι ο Γεώργιος Παπανδρέου, συνεχίζεται ως δόγμα και πρέπει να αναχαιτίζεται. Αφού δεν υπάρχει χειρότερο μνημείο πολιτικής μωρίας και ασυναρτησίας από την αφορμή που πρόταξαν «ναι, θέλουμε την Ένωση, αλλά όχι το ΝΑΤΟ». Ήθελαν, έλεγαν, την Ένωση με τη νατοϊκή Ελλάδα, αλλά όχι το ΝΑΤΟ! Τέτοιες φαρσοκωμωδίες πληρώνει η Κύπρος… Αφού με την προσθήκη της προδοτικής αφροσύνης της Χούντας η φάρσα έγινε τελικά τραγωδία…

«Μιλάμε στο όνομα του ελληνισμού της Κύπρου» (γ' μέρος)

Ένατη σκέψη είναι ότι δεν πρόκειται, όμως, μόνο για ανάγνωση της Ιστορίας. Πρόκειται για βασικό πρόταγμα στρατηγικής και για πολιτική νοοτροπία: Κύπρος και Ελλάδα πάμε μαζί.

Έτσι οδηγήθηκε η παράταξη και στη στρατηγική ανάγνωση ενός «ενιαίου αμυντικού δόγματος» (διακυβέρνηση Κληρίδη), σε πλήρη διάσταση με την αποσχιστική κακεντρέχεια και την ηττοπάθεια του «ξιπετσισμένου κουρκουτά» (του κ. Χριστόφια). Είναι δυνατό σήμερα, στο όνομα μιας «λύσης», να προτείνονται κατά καιρούς οι πιο αλλοπρόσαλλες ενέργειες –μέχρι και η «παρά πολιτική φύσιν» συμπόρευση με το ΑΚΕΛ; Μπορεί κάποιοι να ολισθαίνουν σε εθνομηδενιστικές, «νεοκυπριακές» αντιλήψεις και άλλες νεόκοπες «αιρέσεις»; Αστέρευτη πολιτική κληρονομιά αυτής της παράταξης είναι η πολιτική συνείδηση του ελληνικού λαού μας που είδε τον ερχομό της Ελληνικής Μεραρχίας ως δικαίωση του ελληνισμού στην Κύπρο και ως λύτρωση. Είναι η πολιτική συνείδηση και η εντιμότητα όσων αγανακτισμένοι είδαν τοπικά συμφέροντα να προφασίζονται το ΝΑΤΟ για να μην ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Όλα αυτά έχουν βεβαίως συνέπειες και προεκτάσεις στη σημερινή εποχή και πολιτική… Πολιτευόμενοι, τις συναισθανόμαστε;

Μια δέκατη σκέψη, κεντρική, είναι ότι με τη λύση επιδιώκουμε, πολύ σωστά, να εξασφαλίσουμε την επιβίωση και τη συνέχεια του ελληνισμού στην Κύπρο. Όπως το υπογράμμιζαν πάντα ο ΔΗΣΥ και ο Γλαύκος Κληρίδης. Επιβίωση, προκοπή και μέλλον, μέσα σε συνθήκες όμως ασφάλειας, ελευθερίας και δημοκρατίας. Δεν νοείται δηλαδή ως «λύση» κάποια διευθέτηση που είτε δεν θα είναι δημοκρατική και θα όζει «ρατσιστικής λογικής», είτε θα θέτει εκποδών την ασφάλεια των Ελλήνων της Κύπρου (εγγυήσεις, επεμβατικά κ.λπ.). Δεν γίνεται στον δρόμο για την αναζήτηση λύσης να ξεχνάμε ότι μιλάμε στο όνομα του ελληνισμού της Κύπρου.

Αν, όμως, με τη λύση του Κυπριακού επιδιώκουμε να διεκδικήσουμε το παρόν και το μέλλον του ελληνισμού σε αυτόν τον τόπο (που η ιστορική συνέχεια ανέδειξε ως τόπο ελληνικό) δεν γίνεται την ίδια ώρα, για τις ανάγκες, λέει, της λύσης, να αρνηθούμε ουσιαστικά ή και να ξεχνάμε ότι είμαστε Έλληνες. Δεν έχει νόημα για την εξυπηρέτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητας να λειτουργούμε πολιτικά με άλλους τρόπους. Το ΑΚΕΛ δεν ενδιαφέρεται. Ναι, από το 1926 και το 1941 κάτι άλλο ήθελαν. Από εμάς, λοιπόν, εξαρτάται. Από εμάς και από ένα τόξο άλλων πολιτικών δυνάμεων που μαζί μπορεί να αντιπροσωπεύουμε περίπου δύο τρίτα, αν όχι μέχρι και τρία τέταρτα των πολιτών (γι’ αυτό και πρέπει –ειρήσθω εν παρόδω– να επιστρέψουμε σε πολιτικές προσεγγίσεις που δυνητικά ανοίγουν δρόμους προεδρικής πλειοψηφίας).

Μια ενδέκατη –κρίσιμη– θέση, έχει να κάνει ειδικά με τη λύση του Κυπριακού και την απελευθέρωση. Επειδή πάντα θα τείνει να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό, αν και ίσως όχι πια και στα ίδια τα κριτήρια των πολιτών, θα πρέπει να λειτουργήσουμε και ορθολογικά και με πολιτική εντιμότητα.

Μπορεί να ακολουθούμε συνεχώς την πεπατημένη ρητορική, να αναμασάμε δίκην μονολόγου αυτό που περιγράφηκε ως «λύση» και να αγνοούμε την πραγματικότητα που έχουμε μπροστά μας; Μπορεί να αγνοούμε ότι εκείνος με τον οποίο θεωρείται ότι θα κάνουμε συμφωνία, αφού κατ’ αρχάς –με την ισχύ και τον εκβιασμό της κατοχής– έχει επιβάλει την επιλογή του (δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία), στο μεταξύ την έχει εγκαταλείψει επιτακτικά και την απορρίπτει συλλήβδην; Μπορεί να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε; Τι να εννοούμε άραγε; Ότι θα κάνουμε εκείνη τη λύση χωρίς την Τουρκία; Ότι θα την «επιβάλουμε» στην Τουρκία; Είναι δυνατό να μην παρακολουθούμε την τακτική διαδοχικών παγιδεύσεων και εξαναγκαστικών μετατοπίσεων που μας έχει επιβάλει η Τουρκία, από την εποχή του Νιχάτ Ερίμ, φτάνοντας σήμερα στη νέα θρασύτατη επινόηση της «κυριαρχικής ισότητας»; Δεν ελέγχουμε πια ούτε αυτόν τον λογισμό μας;

Όσο συνεχώς αναλωνόμαστε σε διπλωματικές μαραθώνιες περιπλανήσεις, ανάμεσα σε δαιδάλους και λαβυρίνθους, με παραγράφους και υποπαραγράφους, ο κόσμος δεν παρακολουθεί ούτε και πιστεύει. Δεν μπορεί να εμπνέεται από μια καθαρά ακυρόλεκτη πολιτική, ενώ όχι μόνο τα κατοχικά δεδομένα εδραιώνονται, εμπεδώνονται και επεκτείνονται ακόμα, αλλά ζούμε καθημερινά επιδρομικές εξάρσεις της Τουρκίας. Πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά και με βαθύτερη μελέτη και βάσανο. Να επαναλαμβάνουμε μηχανικά την ίδια «καθιερωμένη» ρητορική, δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί ως άξια λόγου πολιτική...

Ενώ πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη και κάτι που εμφανίζεται ως «χάσμα γενεών». Μπορεί οι παλαιότεροι και με προσωπική εμπειρία και συναισθηματική σύνδεση με τους τόπους και τα δραματικά γεγονότα του τελευταίου μισού αιώνα, να βρίσκουν ακόμα οριακά κάποιο νόημα σε αυτή τη «ρητορική-ευχολόγιο». Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τους νεότερους οι οποίοι, λογικά, απομακρύνονται. Κλείνουν τα αφτιά τους οι νεότεροι, αφού αυτό που ακούν δεν βγάζει νόημα ή δεν έχει συνοχή. Αυτοί, όμως, οι νεότεροι είναι ολοένα και περισσότεροι…

Στη βάση αυτής της πολιτικής φυσιογνωμίας του, ο Δημοκρατικός Συναγερμός οφείλει σήμερα να αρθρώσει καίριο πολιτικό λόγο για τη χώρα μας και μια έγκυρη, όσο και καθαρή, εθνική στρατηγική για τον ελληνισμό της. Δηλαδή για το σπίτι μας, για την πίστη μας και τη γλώσσα μας, τις ιδέες και τις αξίες μας, τα παιδιά και την ελπίδα μας για τη ζωή και την προκοπή μας μέσα στον κόσμο, μέσα στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Λόγο που να ξεκινά από το έρεισμα και την υπόθεση του ελληνισμού της Κύπρου και μετά να επεκτείνεται σε όλα τα άλλα. Να υπερασπιστούμε και να συνεχίσουμε τα όσα έχτισε η παράταξή μας ως προς τον εθνικό γεω-στρατηγικό προσανατολισμό και σχεδιασμό, μαζί με την Ελλάδα. Να συνεχίσουμε και να τα αναβαθμίσουμε. Ρητά και χωρίς αναστολές.

Ο κ. Πρόδρομος Προδρόμου είναι τέως υπουργός Παιδείας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X