Όταν ο Αβέρωφ Νεοφύτου έκανε λόγο για αναβάθμιση του ΡΙΚ στα πρότυπα του βρετανικού BBC, δεν έδωσε τροφή για προβληματισμό, παρά μόνο γέλιο και καλαμπούρι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όχι γιατί δεν ήταν ενδιαφέρουσα πρόταση, ούτε γιατί μας λείπουν οι αξιόλογοι δημοσιογράφοι κι οι επαγγελματίες που θα έφερναν εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα. Αλλά γιατί πολύ απλά ούτε ο ίδιος, κομίζοντας αυτήν την πρόταση, δεν πίστευε στα αλήθεια τι εκστόμιζε. Ειδικότερα γιατί είναι ο ίδιος που κομπάζει πως μπορεί να ελίσσεται και να παρεμβαίνει παρασκηνιακά οπουδήποτε.
Επί Δημοκρατικού Συναγερμού και Αβέρωφ Νεοφύτου, που κυβερνούν τα τελευταία δέκα χρόνια, η προσπάθεια χειραγώγησης των Μέσων Ενημέρωσης έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Κι επειδή κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να στοιχειοθετηθεί, ως πολίτες μπορούμε να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Εξηγούμαι με συγκεκριμένα παραδείγματα. Όταν ο Μαλαισιανός Jho Taek Lo (απατεώνας διεθνούς εμβέλειας) υπέβαλε αίτηση για απόκτηση διαβατηρίου τον Μάρτιο του 2015, η εταιρεία διεκπεραίωσης των απαραίτητων ελέγχων, διαπίστωσε τέσσερα προβληματικά σημεία υψηλού ρίσκου από τα 14 που ήταν προαπαιτούμενα. Η πολιτογράφηση προχώρησε κανονικά, ο Jho είχε λαδώσει κρατικές υπηρεσίες, πολιτικούς, έφτασε μέχρι και τον Αρχιεπίσκοπο, αλλά η είδηση ήρθε κοντά μας τυχαία, από ξένα μέσα σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα. Κανένα εγχώριο Μέσο που επί τόπου μπορούσε να αλιεύσει στοιχεία δεν μπήκε στον κόπο να τα αναζητήσει.
Γενικότερα για το μέγιστο σκάνδαλο της Προεδρίας Αναστασιάδη-ΔΗΣΥ, την πώληση διαβατηρίων, η αντίθετη άποψη, που από το 2017 φώναζε για τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις, δεν βρήκε βήμα στα κυπριακά ΜΜΕ. Αγνοήθηκαν οι παραινέσεις του μόνου Κύπριου οικονομολόγου-νομπελίστα που με δάφνες καλωσόρισε η κυβέρνηση στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο, αλλά όταν ξαφνικά εξαφανίστηκε, κανένα ΜΜΕ δεν τον πίεσε να μας εξηγήσει γιατί η κυβέρνηση αρνήθηκε να ακολουθήσει τις γνωματεύσεις του Συμβουλίου εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τη χώρα.
Έπειτα αξίζει αναφοράς ο προκλητικός αποκλεισμός του Μ. Δρουσιώτη, όχι μόνο από το κρατικό κανάλι, αλλά απ’ όλα τα παραδοσιακά Μέσα. Ασχέτως του αν συμφωνεί κανείς με τους ισχυρισμούς που προβάλλει στα δύο τελευταία βιβλία του, του έχει επιβληθεί κανονικό εμπάργκο, ωσάν ασπίδα προστασίας της κυβέρνησης. Σε άλλες χώρες, το βιβλίο ενός πρώην συνεργάτη του Προέδρου θα ήταν πρώτη είδηση.
Η ίδια ασπίδα υψώθηκε και σε τόσα άλλα σκάνδαλα. Στις ψευδείς παραστάσεις του οικογενειακού δικηγορικού γραφείου του Προέδρου στη διαδικασία πώλησης των Κυπριακών Αερογραμμών, στα ιδιωτικά ταξίδια του με τζετ πολιτογραφημένων ολιγαρχών, στην κατάρρευση του Συνεργατισμού και των τραπεζών που ουδέποτε λογοδότησε κανείς. Η συμπερίληψη του ονόματος του Προέδρου στα «Pandora Papers» με αναφορές σε περίεργες διαδρομές χρημάτων, έπεσαν στα μαλακά από τα ΜΜΕ με σχεδόν καθολική υιοθέτηση του γελοίου επιχειρήματος ότι πρόκειται για το «πρώην γραφείο». Οι ελάχιστες μονάδες δημοσιογράφων που τόλμησαν να το αμφισβητήσουν, δαιμονοποιήθηκαν ως «εχθροί» των εθνικών συμφερόντων.
Είναι λογικό όμως κάποιος να διερωτηθεί, τι θα άλλαζε αν όλα τα πιο πάνω τα μαθαίναμε στην ώρα τους; Δεν είμαι σε θέση να δώσω ασφαλή απάντηση, αλλά σίγουρα αυτό προνοεί το κατοχυρωμένο δικαίωμά μας στην πληροφόρηση. Όταν ο πολίτης έχει τη μέγιστη δυνατή, έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση, τότε έχει περισσότερες πιθανότητες να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα προς όφελος του συνόλου, διατηρώντας όσους λάμβαναν αποφάσεις εκ μέρους του, υπόλογους. Αυτό αποτελεί ισχυρό θεμέλιο μιας σύγχρονης δημοκρατίας.
Ο ρόλος της τέταρτης εξουσίας στη λογοδοσία των όσων ασκούν εξουσία, είναι τεράστιος. Φυσικά δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά να τους συμπληρώνει. Ιδιαίτερα σε μια δημοκρατία που χαρακτηρίζεται ως ελλειμματική όπως η Κύπρος (βλέπε ετήσια έκθεση του «Economist»), η δημοσιογραφία έχει χρέος να εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον.
Αντιθέτως στη χώρα μας, η έλλειψη ανεξαρτησίας στα ΜΜΕ αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους η δημοκρατία παραμένει σε νηπιακό στάδιο. Το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους είναι απαρχαιωμένο, δεν υπάρχουν αξιόπιστοι εποπτικοί μηχανισμοί, ενώ τα χρόνια μετά την κρίση, παρατηρήθηκε υψηλή συγκέντρωση Μέσων σε λίγα χέρια. Ενώ σε αναλογία πληθυσμού διαθέτουμε αρκετά τηλεοπτικά κανάλια, στα μεγάλα ζητήματα όλα σχεδόν ακολουθούν το ίδιο αφήγημα χωρίς να το αμφισβητούν, κάτι που μαρτυρεί την έλλειψη πλουραλισμού. Έλλειψη υπάρχει και στον εσωτερικό πλουραλισμό, αφού στο ίδιο μέσο δύσκολα φιλοξενούνται διαφορετικές προσεγγίσεις.
Συνεπώς, δεν βλέπω προς τι η έκπληξη από το άθλιο «κόψιμο» του βουλευτή κ. Ευσταθίου από το ΡΙΚ τις προάλλες. Ούτε είναι τυχαία η κατρακύλα της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα, που από τη 16η θέση στην οποία βρισκόταν το 2011, προσγειώθηκε στην 65η. Στην πρόσφατη έρευνα των «Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα» γίνεται αναφορά σε άμεσες ή έμμεσες παρεμβάσεις από πολιτικά κόμματα, εμπορικά συμφέροντα και την Ορθόδοξη Εκκλησία, που όλα καταλήγουν σε πλήγμα στην ελευθερία της έκφρασης.
Για όσο ακόμα εργαζόμενοι στο ΡΙΚ, δεν κλείνουν τα μόνιτορ και να βγουν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τις ντροπιαστικές παρεμβάσεις που βιώνουν ή για όσο ακόμα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα αποδέχονται τις παρεμβάσεις περιμένοντας τη δική τους σειρά για να παρέμβουν, ο Αβέρωφ Νεοφύτου και ο κάθε βουλευτής του ΔΗΣΥ θα δηλώνει θιγμένος για την κατρακύλα της ελευθερίας του Tύπου, ωσάν να βρίσκεται στην αντιπολίτευση όλα αυτά τα χρόνια της κατηφόρας.