Η αλήθεια δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Η αλήθεια είναι μια θέση. Κατ’ επέκταση η δημοσιογραφία, μέλημα της οποίας είναι να αναζητεί την αλήθεια, δεν έχει το δικαίωμα, όταν την ανακαλύπτει, να κρύβεται πίσω από την ουδετερότητα.
Μια αλήθεια που βρισκόταν σε κοινή θέα για χρόνια είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν διέθετε ποτέ τα προσόντα να είναι πρόεδρος. Ούτε το 2016, ούτε και τώρα, ακόμα και αν 71 εκατ. Αμερικανοί τον ξανάστειλαν στον Λευκό Οίκο. Δεύτερη, πιο εκτυφλωτική αλήθεια, είναι ότι ο Τραμπ σιχαίνεται την ανεξάρτητη δημοσιογραφία.
Η Washington Post, έχοντας για χρόνια καλύψει κάθε προβληματική διάσταση της εγωμανούς προσωπικότητάς του και της γεμάτης καταδίκες κακουργημάτων προεδρίας του, δεν τόλμησε, πριν από την περασμένη Τρίτη, να πάρει θέση ανοιχτά γι’ αυτές τις αλήθειες. Επικαλούμενη την αμεροληψία ως δικαιολογία κρύφτηκε πίσω από το πέπλο μιας λεγόμενης ουδετερότητας για αλήθειες που ήταν αυτονόητες και αναντίλεκτες.
Τα οικονομικά συμφέροντα του ιδιοκτήτη της, Τζεφ Μπέζος, επιβεβαίωσαν την ιδιοτέλειά του αλλά αποκάλυψαν τη δειλία του συντακτικού συμβουλίου της εφημερίδας, το οποίο, ενώ είχε καταλήξει σε μια σαφή θέση αυτολογοκρίθηκε και δεν τη δημοσιοποίησε. Η εφημερίδα πρότυπο, εκείνη των αποκαλύψεων των Pentagon Papers και του Watergate, που δεν υπέκυψε στον αδίστακτο Ρίτσαρντ Νίξον, εξευτελίστηκε υποκύπτοντας στον ασυνάρτητο Ντόναλντ Τραμπ.
Πολλά αμερικανικά ΜΜΕ είχαν επιλέξει από παλιά την «ουδετερότητα» στο ζήτημα Τραμπ, όχι ως θέμα αρχής αλλά ως στρατηγική έλξη του ενδιαφέροντος των αναγνωστών τους στην προεκλογική κούρσα για να εξαργυρώσουν στην κούρσα του δικού τους ανταγωνισμού. Ο Τραμπ «πουλούσε» από τη δεκαετία του 1990, όταν τα ΜΜΕ έκαναν τη μεγάλη στροφή στην ψυχαγωγική δημοσιογραφία. Τον ανέδειξαν και τον συντήρησαν πολύ πριν τον «κανονικοποιήσει» το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ώθησαν ψηφοφόρους να εμπεδώσουν την παράνοια ότι, ως μιντιακή προσωπικότητα είχε τα προσόντα να είναι υποψήφιος, ενώ γνώριζαν πολύ καλά το αντίθετο.
Είναι περίπου η αντίστοιχη περίπτωση με τον Φειδία Παναγιώτου στην Κύπρο. Η αλήθεια –σε κοινή θέα– ήταν ότι ο Παναγιώτου δεν είχε τα προσόντα να είναι ευρωβουλευτής. Η ταπεινωτική υποδούλωση μερικών ΜΜΕ στη νοοτροπία του clickbait, η αυτόματη, αμήχανη ανάγκη εκμετάλλευσης τύπων όπως τον Παναγιώτου, που τυχαίνουν έλξης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώθησε πολλά από αυτά να λειτουργήσουν ως «ουδέτερες» πλατφόρμες εις βάρος τού ορθολογισμού και της αλήθειας.
Διανύουμε μια περίοδο στην οποία πολλά ΜΜΕ δεν φαίνεται να έχουν πλέον ως προτεραιότητα την εξυπηρέτηση της αλήθειας, μεροληπτώντας μόνο υπέρ της κερδοφορίας τους. Κατά συνέπεια, δεν έχουν τη βούληση –πόσο μάλλον το σθένος– να υπερασπιστούν δημοκρατικές αξίες. Αρκούνται σε μια βολική ουδέτερη αδιαφορία που αγγίζει τα όρια της δειλίας και η οποία άρχισε να έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για τα ίδια όσο και για τη δημοκρατία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η προσέγγιση του BBC στο απόγειο της συζήτησης για το Brexit. Παραγωγοί σημαντικής ειδησεογραφικής εκπομπής του έβρισκαν μέσα σε μόλις πέντε λεπτά δεκάδες σοβαρούς οικονομολόγους που τάσσονταν εναντίον του Brexit. Αντιθέτως, όπως αποκάλυψε δημοσιογράφος της εκπομπής, οι παραγωγοί του πάσκιζαν για ώρες για να βρουν ένα σοβαρό οικονομολόγο που θα υπερασπιζόταν το Brexit. Στη συζήτηση στην εκπομπή όμως, οι τηλεθεατές έβλεπαν μόνο δύο οικονομολόγους στους οποίους το BBC παρείχε ίσο χρόνο, δημιουργώντας μια ψευδή εντύπωση ισοδύναμων απόψεων. Η λογική του «both-sides-journalism» απονεύρωσε τη βρετανική δημοσιογραφία από την υποχρέωσή της να κρίνει τα δεδομένα, να υποστηρίζει το αυτονόητο και να παρουσιάζει την αλήθεια που βρισκόταν σε κοινή θέα.
Ξεκάθαρα η δημοσιογραφία έχει να ανταγωνιστεί τους δημιουργούς περιεχομένου που κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ). Όμως, οι έννοιες της αμεροληψίας, της επαλήθευσης, της δεοντολογίας είναι ανύπαρκτες για τους δημιουργούς περιεχομένου. Οι ατεκμηρίωτες και συχνά ακραίες απόψεις τους είναι όμως αυτό που κάνει τόσο εθιστικό τον οχετό που ρέει κατά την ψηφιακή πλοήγησή μας. Η δημοσιογραφία οφείλει να τους αναχαιτίσει, όχι να τους προβάλλει και, κυρίως, να μην τους αντιγράφει. Το επιχείρημα ότι το πληροφοριακό μας οικοσύστημα έχει καταστεί πιο δημοκρατικό και ότι τα ΜΜΕ δεν είναι πλέον απαραίτητα ως μεσάζοντες μεταξύ των πολιτών και της εξουσίας, τη στιγμή που πολίτες και εξουσία έχουν άμεση και ισότιμη πρόσβαση στα ΜΚΔ, καταρρέει μέρα με την ημέρα. Διότι τον ρόλο των μεσαζόντων έχουν οικειοποιηθεί οι μεγάλες πλατφόρμες, των οποίων οι ιδιοκτήτες-ολιγάρχες κάνουν παιχνίδι εναντίον των ιδίων των ΜΜΕ και της δημοκρατίας, προωθώντας το εμπόριο του θυμού, της πόλωσης και της σαχλαμάρας. Όπως στην περίπτωση του Έλον Μασκ στο Χ και την αλγοριθμική στήριξή του σε τύπους όπως τον Τραμπ και τον Παναγιώτου.
Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί έχουν ευθύνη για το πού βρισκόμαστε, όπως και για το ότι ο Τραμπ επανεκλέγηκε. Παρά ταύτα, μπορούν ακόμα και τώρα να ανακτήσουν τον κρίσιμό τους ρόλο και να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό ενός πολωμένου και συγχυσμένου κοινού. Αυτό θα γίνει μόνο όταν ρίξουν φως στις συντακτικές πρακτικές τους, στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, όταν σταματήσουν να μιμούνται τα ΜΚΔ και τις μεθόδους τους και κυρίως όταν ξανακτίσουν σχέσεις ειλικρίνειας με τους αναγνώστες τους.
Ο κ. Νικόλας Καρύδης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Universitas.