Ο δημόσιος διάλογος έχει κατακλυστεί από κείμενα υπέρ ή εναντίον της εξελισσόμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Παραδόξως υπάρχουν λίγες αναφορές στο Κυπριακό που απασχολεί, συνεχώς και αδιαλείπτως, την ελληνική εξωτερική πολιτική από τη δεκαετία του 1950. Διατυπώνεται η άποψη, ενίοτε άκομψα, ότι τα ελληνοτουρκικά πρέπει να αποσυνδεθούν από την επίλυση του Κυπριακού επειδή δήθεν χάθηκαν μεγάλες ευκαιρίες.
Η αλήθεια είναι ότι η προσπάθεια για εξεύρεση λύσης του προβλήματος έχει σχεδόν τελματώσει μετά τις διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά το 2017. Η Aγκυρα έχει παγιώσει μια κατάσταση που της επιτρέπει να διατηρεί το πάνω χέρι. Πολύ δύσκολα η τουρκική πλευρά θα απολέσει αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα στο ορατό μέλλον. Εντούτοις, το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει να μεθοδεύει την υπονόμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας: παράνομες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, παραβιάσεις του κυπριακού εθνικού εναέριου χώρου, άνοιγμα της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου, εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και μονομερείς ενέργειες στη νεκρή ζώνη. Ο κοινός παρονομαστής αυτών των ενεργειών είναι η στρατιωτική υπεροπλία των κατοχικών δυνάμεων στο νησί.
Τα πρόσφατα επεισόδια στην Πύλα εναντίον των δυνάμεων του ΟΗΕ συνιστούν πηγή μεγάλης ανησυχίας. Η συγκεκριμένη κοινότητα είναι η μοναδική που εξακολουθεί να έχει μεικτό πληθυσμό, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Η Αγκυρα δρομολογεί νέα τετελεσμένα για να πετύχει την οριστική διχοτόμηση. Επίσης, η κατασκευή του παράνομου δρόμου που θα συνδέει την Πύλα με το κατεχόμενο Aρσος έχει μια ολοφάνερη στρατιωτική λογική. Η Πύλα βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο της Λάρνακας και στον ηλεκτροπαραγωγό σταθμό της Δεκέλειας. Σε μια μελλοντική στρατιωτική κρίση, τυχόν έλεγχος της ευρύτερης περιοχής της Πύλας θα αποκόψει την ελεύθερη περιοχή της Αμμοχώστου από τα υπόλοιπα εδάφη στα οποία ασκεί έλεγχο η Κυπριακή Δημοκρατία. Σε αυτό το «ακριτικό» κομμάτι του νησιού βρίσκεται η καρδιά της τουριστικής βιομηχανίας (Αγία Νάπα, Πρωταράς), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία της κυπριακής οικονομίας.
Αν αποτολμήσει ποτέ η Τουρκία να ξεκινήσει μια επιθετική ενέργεια μεγάλης κλίμακας στην Πύλα, ποιος αλήθεια θα προσπαθήσει να την εμποδίσει; Η Ε.Ε. δεν διαθέτει τον δικό της στρατό, οι ΗΠΑ κάνουν συχνά τα στραβά μάτια για να κρατήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο και η Ρωσία πλέον προετοιμάζεται να αναβαθμίσει το ψευδοκράτος με το άνοιγμα προξενείου. Υπάρχει κάποιος που πραγματικά πιστεύει ότι μια στρατιωτική κρίση στην Κύπρο δεν θα επηρεάσει καταλυτικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακόμη και αν καταλήξουμε στη Χάγη; Μόνο και μόνο το γεγονός ότι η Αθήνα διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί (ΕΛΔΥΚ και ΕΛΔΥΚ 3/1) σημαίνει πρακτικά ότι η στρατιωτική μας εμπλοκή είναι δεδομένη. Συχνά αναφέρεται ότι Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν πολεμήσει μετά την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ το 1952. Δεν είναι καθόλου ακριβές αυτό. Το καλοκαίρι του 1974, οι εισβολείς επιτέθηκαν αμέσως στις ελλαδικές δυνάμεις στην Κύπρο και έγιναν σκληρές μάχες στη Λευκωσία. Δεκάδες Ελλαδίτες στρατιώτες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και κάποιοι παραμένουν δυστυχώς ακόμη αγνοούμενοι.
Η Ελλάδα έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου που δεν μπορεί να αποποιηθεί. Ως μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, η Ελλάδα συνεχίζει να δεσμεύεται για την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η θλιβερή ανάμειξη της χούντας των συνταγματαρχών στο πραξικόπημα εναντίον της κυπριακής κυβέρνησης, τη 15η Ιουλίου 1974, σημαίνει ότι η Αθήνα έχει ένα ηθικό χρέος που δεν μπορεί να διαγραφεί. Το κυριότερο είναι ότι ο κυπριακός Ελληνισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την αμέριστη διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη της Ελλάδας.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η επιχειρούμενη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα βοηθήσει στην επίλυση του Κυπριακού. Αν ο πολιτικός διάλογος με την Αγκυρα διεξαχθεί εντός ενός προκαθορισμένου πλαισίου που θα εδράζεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και στο διεθνές δίκαιο, τότε η Κύπρος θα επωφεληθεί. Μια νέα σχέση ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα θα μειώσει την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο και ίσως οδηγήσει σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Ετσι κι αλλιώς, η τουρκοκυπριακή ηγεσία είναι απόλυτα ελεγχόμενη από την Αγκυρα.
Στη μάλλον απίθανη περίπτωση που η Αθήνα προβεί σε σημαντικές «υποχωρήσεις» για «απομείωση της κυριαρχίας», η Αγκυρα θα εξαγάγει το συμπέρασμα ότι η εξαναγκαστική στρατηγική που εφάρμοσε στο Αιγαίο έχει φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ετσι η τουρκική πλευρά δεν θα έχει κανένα σοβαρό λόγο να υιοθετήσει μια μετριοπαθή στάση στο Κυπριακό και να αποφύγει τις προκλήσεις. Αναπόφευκτα θα συνεχίσει να προωθεί τη λύση των δύο κρατών, μέχρι οι συνθήκες να επιτρέψουν σε μερικές χώρες (π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Πακιστάν) να αναγνωρίσουν διπλωματικά το ψευδοκράτος. Καμία ελληνική κυβέρνηση, όμως, δεν μπορεί να μείνει αδρανής μπροστά στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας αδικίας. Η μοίρα της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη της Ελλάδας. Αυτό θα έπρεπε να το κατανοούν όλοι.
Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.