Το σκληρό πόκερ που εκτυλίσσεται ενώπιον όλων μας, προκαλώντας δέος και σύγχυση, αλλά και οι εν γένει συνισταμένες και προεκτάσεις της συνεχιζόμενης έκρυθμης κατάστασης και των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και ο κίνδυνος ευρύτερης ανάφλεξης, παραπέμπουν αβίαστα στον πιο πάνω αφορισμό του Clausewitz («Περί πολέμου»).
Μπορούμε σίγουρα να ανατρέξουμε στον Θουκυδίδη και τον Ξενοφώντα ή στον Μακιαβέλλι, αλλά σίγουρα, περισσότερο, ο Πούτιν τουλάχιστον, φαίνεται να είναι καλός μαθητής του σύγχρονού τους Sun Tzu («Η Τέχνη του πολέμου»), αφού « κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ανά πάσα στιγμή ποιες είναι οι ακριβείς του προθέσεις» και «η υπέρτατη τέχνη του πολέμου υποτάσσει τον εχθρό δίχως μάχη».
Ορθολογικά ομιλούντες θα ήταν δύσκολο να δει κανείς τη Ρωσία που εισβάλλει μαζικά στην Ουκρανία με το συμβατικό σενάριο διαδοχής στρατιωτικής νίκης /συνθηκολόγησης /επιβολής των όρων της ανακωχής που όσο και να είναι τεχνικά πραγματοποιήσιμο σενάριο, όπως δείχνουν και υπό εξέλιξη επιχειρήσεις, φαίνεται να είναι ασαφές ως προς τα τελικά οφέλη. Παρά τη γενικότερη αμηχανία και την έλλειψη διάθεσης πολεμικής εμπλοκής των δυτικών χωρών επι του εδάφους στην Ουκρανία, δεν είναι τόσο απλό στον σημερινό κόσμο της αλληλεξάρτησης, της παγκοσμιοποίησης, των σκληρών οικονομικών μέτρων και άλλων τιμωρητικών αντιδράσεων και κυρώσεων που, αν ακολουθηθούν με αποφασιστικότητα και είναι ισχυρές και μακρόπνοες, θα μπορούν να λυγίσουν τη ρωσική ηγεμονία και υπεροπλία και ν’ αντισταθμίσουν το αδιαμφισβήτητο στρατιωτικό πλεονέκτημα, μετατρέποντας τελικά τη νίκη της σε πύρρειο. Σαφώς η αντιπαράθεση ξεπερνά την ιδία την Ουκρανία και τα επιμέρους ζητήματα του Ντόνμπας και της Κριμαίας και ακόμα και το θέμα του συσχετισμού δυνάμεων Ανατολής – Δύσης, αφού αν υιοθετήσουμε μια ευρύτερη προσέγγιση, πέρα από τις πυρηνικές δυνατότητες, κατάλοιπα και αυτές μια άλλης εποχής, η Ανατολή εκπροσωπείται πλέον ολοένα και περισσότερο από την Κίνα και όχι από τη Ρωσία, μια μετατόπιση που τα ίχνη της ανάγονται ήδη στη δεκαετία του 1980, με τον περιβόητο πόλεμο των άστρων του Προέδρου Ρήγκαν. Ως εκ τούτου και όπως αποδεικνύεται, για τη Ρωσία η αντιπαράθεση αυτή αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις και είναι συνυφασμένη με περιχαράκωση για την προάσπιση της παλιάς της θέσης ως το αντίπαλο δέος, ως η άλλη μεγάλη δύναμη και ο ισότιμος συνομιλητής των ΗΠΑ, όσο και αν αυτό βρίσκεται πλέον στον χώρο του φαντασιακού ή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Οι ανελέητοι νόμοι της ζούγκλας καλά κρατούν.
Δεν είναι εν τέλει, όμως, όλα αυτά –εν μέρει τουλάχιστον– υποπροϊόντα της αδυναμίας του διεθνούς συστήματος να εντάξει έγκαιρα τη Ρωσία στις ευρωπαϊκές δομές ασφάλειας και εν γένει στο σύγχρονο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενώ η προς Ανατολάς διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η ένταξη δέκα χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην Ε.Ε. δημιούργησαν ένα νέο πλέγμα σχέσεων; Οι σημερινοί βρυχηθμοί δεν είναι παρά το αντίτιμο αυτής της αποτυχίας, η οποία βαραίνει όλους τους πρωταγωνιστές.
Ούτε οι ρωσικοί υπολογισμοί για τον καταλυτικό ρόλο της ενέργειας και των φυσικών πόρων στη στερέωση πρωτεύουσας θέσης έχουν επαληθευθεί, αλλά ούτε οι δυτικές προσεγγίσεις για εξουδετέρωση του ρωσικού παράγοντα, μέσα και από την περικύκλωσή του από το ΝΑΤΟ και την επικράτηση συγκεκριμένων συμφερόντων στη γεωπολιτική σκακιέρα, όπως το είδαμε και με την πολεμική για τον αγωγό North Stream 2. Σε κάθε περίπτωση, ευλόγως ξενίζει και δημιουργεί απέχθεια το εξ αντικειμένου διεστραμμένο αμοιβαίο όφελος της Ρωσίας και των λοιπών δρώντων και ενεργειακών κολοσσών, που μαζί και με πρώιμες αναταράξεις της ενεργειακής μετάβασης και η επιλεκτική επίκληση της ενεργειακής ασφάλειας, οδηγούν στην εκτόξευση των τιμών, ενώ η πραγματικά διαθέσιμη προσφορά είναι πολλαπλάσια της ζήτησης, θυμίζοντας είτε τη λενινιστική θεώρηση περί ιμπεριαλισμού ως το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ο κόσμος ανάποδα, είτε τους εκβιασμούς του καρτέλ των παραγωγών, σίγουρα σε κάθε περίπτωση, τις απαράκαμπτες κατακλυσμιαίες συνέπειες του πολέμου και της έντασης.
Ας μην παραβλέπουμε επίσης τις προεκτάσεις από την ουσιαστική ακύρωση της Συμφωνίας για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (INF) που εν πολλοίς ξεγυμνώνει από ασφαλιστικές δικλίδες, το δόγμα της εγγυημένης αμοιβαίας καταστροφής που δημιουργούσε την ισορροπία του τρόμου. Μπορούμε βεβαίως στα επιμέρους να βρούμε και διάφορα χαρακτηριστικά παρόμοια με άλλες παγιωμένες συρράξεις στην περιοχή και στοιχεία που θυμίζουν και διαστάσεις του κυπριακού προβλήματος και της συνεχιζόμενης τουρκικής επιβουλής.
Έχει συζητηθεί πολύ και αμφισβητηθεί το raison d’etre, μιας φύσει αμυντικής συμμαχίας, προϊόντος του μεταπολεμικού ψυχρού πολέμου που τα κεκτημένα ενός κατ’ εξοχήν στρατιωτικο-βιομηχανικού πλέγματος επιθυμεί να διαιωνίσει, ενώ οι χώρες της πρώην κεντροανατολικής Ευρώπης, ευλόγως για τις ίδιες, θεωρούν πως είναι όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνώνυμο με το «ανήκομεν εις την Δύση», και εργαλειοποιείται στις σχέσεις με τη Ρωσία ως διάδοχο της πρώην «προστάτιδάς» τους, Σοβιετικής Ένωσης. Δεν θα ήταν παρά ευφημισμός να διαπιστώσουμε πως το αφήγημα περί επαναπροσδιορισμού του ΝΑΤΟ ως συνεταιριστικού οργανισμού ασφάλειας για προώθηση κυρίως του διαλόγου και της συνεργασίας με τους προς Ανατολάς γείτονες και τη διαχείριση διενέξεων στην περιφέρεια της Ευρώπης, και η πολιτική της «ανοικτής πόρτας», δεν έπεισαν ή εκλαμβάνονται τουλάχιστον ως επίμαχες.
Τα δεδομένα του προβλήματος όπως διαμορφώθηκαν με την επανένωση της Γερμανίας, και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και του Ανατολικού Μπλοκ, εξακολουθούν να δημιουργούν σοβαρές αναταράξεις με τη Ρωσία να επικαλείται αθέτηση υποσχέσεων («NATO will not shift one inch eastward») και ακύρωση αναγνώρισης ενός είδους ζωτικού χώρου (που μετουσιώνεται εσχάτως στις απαιτήσεις για μη επέκταση του ΝΑΤΟ, την απόσυρση στρατευμάτων, τη μη παρουσία πυραυλικών εγκαταστάσεων που να απειλούν τη Μόσχα και τη φινλανδοποίηση της περιοχής), που δεν διαφέρει κατά πολύ της παλαιάς αμερικανικής θέσης στην κρίση της Κούβας, θέτοντας από τη μία την αναγκαία αντίδραση στην απειλή χρήσης βίας, αλλά αποκαλύπτοντας από την άλλη, με κυνικό τρόπο, τα όρια του περί δικαίου αισθήματος και της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας, το υπόβαθρο της διεθνούς έννομης τάξης, εξόχως ενοχλητική και απαράδεκτη, όχι μόνο επι της αρχής, αλλά και όλως ιδιαιτέρως για όσους ζούμε στη σκιά μεγάλων και ισχυρών γειτόνων.
Το βραχύβιο εγχείρημα με τον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη και οι μαζικές προσχωρήσεις στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, οιονεί μοιραία οδήγησαν στα γεγονότα της Γεωργίας το 2008, εξηγώντας εν μέρει μία από τις βασικές παραμέτρους και της ουκρανικής κρίσης. Η αποτυχία επίτευξης των στόχων της Μόσχας μέσα από τις συμφωνίες του Μινσκ και τη δυνατότητα βέτο των αυτονομιστών των περιοχών Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, ακολούθησαν ως αναμενόταν τις τελευταίες μέρες, τακτικές τύπου Γεωργίας, με την αναγνώριση της ανεξαρτητοποίησης, δημιουργώντας επί του εδάφους την επιδιωκόμενη ενδιάμεση ζώνη και με «ειρηνευτική επιχείρηση και στρατιωτική παρουσία» και άλλες εκτεταμένες στρατιωτικές επιθέσεις, μια εισβολή σε πλήρη ανάπτυξη για εξουδετέρωση που αποκαλείται ουδετεροποίηση, της αυτόνομης ύπαρξης της Ουκρανίας, που θυμίζουν mutatis mutandis, και τα καθ’ ημάς. Και βρισκόμαστε ακόμα σε μια πλήρως ρευστή κατάσταση, απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη, και διαρκώς επιδεινούμενη.
Από τη σύντομη αυτή περιγραφή των δεδομένων αβίαστα συμπεραίνεται πως σε αυτήν την εξίσωση, πλείστοι όσοι θα βγούμε χαμένοι και μόνο τα γεράκια, και όσοι θρέφονται από την κρίση, θα τρίβουν τα χέρια τους. Ας έχουμε περισσότερο παρά ποτέ στο μυαλό και τη σκέψη μας όλα εκείνα τα θύματα που αδόκητα, αχρείαστα και απάνθρωπα προκαλεί η ανάφλεξη, και όλες τις άλλες καταστροφές και αρνητικές συνέπειες. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται και στο μοντέλο που ανέπτυξε Jervis, εμπνευσμένος από τον Θουκυδίδη, ο σπειροειδής που δημιουργείται σε τέτοιες καταστάσεις εύκολα μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο των μερών, ακόμα και σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που δεν το έχουν από πριν σχεδιάσει, πόσο μάλλον εδώ.
Σε κάθε περίπτωση, αφού μοιραία φαίνεται ότι θα συνεχίζεται επί μακρόν, η αντιπαράθεση, κατάλοιπο αλλων εποχών και της πολιτικής της κανονιοφόρου, και παρωχημένων μακιαβελικών υπολογισμών και προσεγγίσεων, αδιαφορώντας για τον ανθρώπινο πολιτισμό, την τραγωδία, τη δοκιμασία και τον πόνο και την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και της λογικής της διεθνούς συνεργασίας, και έστω και αν έχουμε ήδη βρεθεί πέρα από το χείλος του γκρεμού και της αναστρεψιμότητας, ας επιστρέψουμε όσο γίνεται περισσότερο στις λέξεις και τα επιχειρήματα, και όσο γίνεται λιγότερο να συνεχίζεται η πολιτική με άλλα μέσα.
Ο κ. Ανδρέας Δ. Μαυρογιάννης είναι πρέσβης (ε.τ.).