Έβρισκα πάντα εντυπωσιακή την προθυμία με την οποία πρόσωπα του δημόσιου βίου επιλέγουν την ασυναρτησία προκειμένου να βγουν από μια δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει. Ενδύονται φύλα συκής, ελπίζοντας ότι η γύμνια τους δεν θα γίνει αντιληπτή. Θα θυμάστε ασφαλώς τη διαβόητη ρήση του κ. Χριστόφια, στο δημοψήφισμα του 2004, «λέμε όχι για να τσιμεντώσουμε το ναι». Δεν είναι η μόνη περίπτωση.
Τι λέει σήμερα η ηγεσία του ΔΗΣΥ; «Κατεβήκαμε αυτόνομα [στις προεδρικές εκλογές] για να κυβερνήσουμε με τις θέσεις μας. Ο κυπριακός λαός μάς κατέταξε στην αντιπολίτευση», δήλωσε ο κ. Αβέρωφ Νεοφύτου. Κάλεσε, επιπλέον, «τα μέλη και τους φίλους του κόμματος να ζυγίσουν τις επιλογές που έχουν μπροστά τους και να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα κατά συνείδηση, θέτοντας πάντα ως απόλυτη προτεραιότητα το καλώς νοούμενο συμφέρον της πατρίδας». Κάτι παρόμοιο είπε και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κασουλίδης σε συνέντευξή του. Αποποιήθηκε τον ρόλο του «ρυθμιστή» για τον ΔΗΣΥ, έχοντας προηγουμένως τονίσει την κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται το Κυπριακό, το οποίο χαρακτήρισε ως «το κύριο θέμα» της χώρας.
Ο κ. Κασουλίδης, όπως και ο υπουργός Οικονομικών κ. Πετρίδης, δήλωσε απερίφραστα ότι θα υποστηρίξει τον κ. Μαυρογιάννη, με κύριο κριτήριο τον χειρισμό του Κυπριακού. Ο κ. Νεοφύτου καταφέρθηκε κατά «προδοτών» και «αποστατών» (διάβαζε Χριστοδουλίδη) και δήλωσε ότι «δεν θα ψηφίσει λευκό». Συνεπώς θα ψηφίσει κι αυτός τον κ. Μαυρογιάννη.
Ιδού λοιπόν η ασυναρτησία: κορυφαία στελέχη της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τον κ. Μαυρογιάννη, με κριτήριο «το συμφέρον της πατρίδας». Επιπλέον, καθότι κατέχουν ηγετικά αξιώματα, εμφανίζονται να προτρέπουν, διά του παραδείγματός τους, και τους ψηφοφόρους τους να κάνουν το ίδιο. Την ίδια στιγμή, όμως, έχουν συν-αποφασίσει το κόμμα τους να μην πάρει θέση.
Με άλλα λόγια, λένε: ως άτομα, επιλέγουμε τον υποψήφιο Μ, αλλά, ως κόμμα, αρνούμαστε να επιλέξουμε (επιλέγουμε τη μη επιλογή). Αυτό που θεωρούμε σωστό για την πατρίδα ως άτομα, δεν το θεωρούμε σωστό ως κόμμα. Την «υπέρβαση» που κάνουμε ως πολιτικοί, δεν πρέπει να την επιχειρήσει το κόμμα ως οργανισμός. Πώς συμβιβάζονται λογικά αυτά τα δύο, νοουμένου ότι το κριτήριο επιλογής είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις («το συμφέρον της πατρίδας»);
Για την ηγεσία του ΔΗΣΥ, το μόνο αποτέλεσμα που θα δέχονταν ήταν αυτό που θα τους διασφάλιζε την «αυτόνομη διακυβέρνηση». Το εκλογικό σώμα, όμως, δεν τους απέδωσε τον επιδιωκόμενο ρόλο. Ούτε στην αντιπολίτευση, όμως, τους κατέταξε αναγκαστικά. Αν ο ΔΗΣΥ αυτοτοποθετηθεί στην αντιπολίτευση ή θα επιλέξει τον ρόλο του κυβερνητικού εταίρου (ρυθμιστή) είναι θέμα επιλογής, όχι αναγκαιότητας.
Έχοντας υιοθετήσει κριτήριο επιλογής («το συμφέρον της πατρίδας»), το ερώτημα είναι: τι συμφέρει περισσότερο τη χώρα; Η «υπεύθυνη αντιπολίτευση» σε μια κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, τον οποίο ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ και ο υπουργός Εξωτερικών ουδόλως εμπιστεύονται στη διαχείριση του σημαντικότερου προβλήματος της χώρας (του Κυπριακού) ή εταίρος σε μια κυβέρνηση συνασπισμού, υπό την προεδρία ενός κεντρώου ευρωπαϊστή πολιτικού που έχουν ομολογήσει ότι εμπιστεύονται περισσότερο, τουλάχιστον στο Κυπριακό; Ακόμα κι αν τρομάζει ο ΔΗΣΥ για τυχόν επιρροή του ΑΚΕΛ στην οικονομία, θα μπορούσε να διεκδικήσει το υπουργείο Οικονομικών και εγγυήσεις για την οικονομική πολιτική. Θα δημιουργείτο έτσι ένας πρωτοφανής ιστορικός συνασπισμός, στα πρότυπα του αντίστοιχου της Γερμανίας, ο οποίος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα μείζονα προβλήματα της χώρας, με ισχυρότατη λαϊκή εντολή.
Το γεγονός ότι η ηγεσία του ΔΗΣΥ απαξιώνει τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας, χαρακτηρίζοντάς την ποταπή επιδίωξη για «καρέκλες» και «ανταλλάγματα», δείχνει ότι η διάθεση εκδίκησης του εκλογικού σώματος («αφού δεν μας ψηφίσατε καλά να πάθετε») και το κομματικό συμφέρον («η μη επιλογή μάς απαλλάσσει από το άχθος της επιλογής») τους ενδιαφέρουν περισσότερο από το συμφέρον της πατρίδας. Μεταξύ αυτόνομης διακυβέρνησης και συμμετοχής στη διακυβέρνηση, επιλέγουν εγωιστικά το πρώτο, το οποίο όμως απέρριψε το εκλογικό σώμα. Αν και υποτίθεται πραγματιστές και πατριώτες, προτιμούν να λησμονούν ότι στη δημοκρατία, η συμμετοχή στην εξουσία είναι αυτή που, κυρίως, παρέχει δυνατότητες υπηρέτησης του κοινού καλού.
Δείγμα ότι ένα κόμμα βρίσκεται σε αποσύνθεση είναι όταν προσφεύγει στην ασυναρτησία και αδυνατεί να δει το συμφέρον του υπό το πρίσμα του εθνικού συμφέροντος. Είμαστε ακόμη στην αρχή του κατήφορου.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.