Του Γιάννη Ιωάννου
Η «τρίτη κάθοδος» της κας Ολγκίν στην Κύπρο, τον προσεχή Μάιο, εκτός απροόπτου θα είναι αυτή που στη διπλωματική αργκό χαρακτηρίζεται ως τυπική. Μέχρι στιγμής η προσωπική απεσταλμένη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό έχει εξαντλήσει τους πρώτους τέσσερις μήνες των όρων εντολής της και ακόμη και αν η θητεία της φτάσει μέχρι το τέλος του χρόνου δεν διακρίνει κανείς φως στον ορίζοντα του αδιεξόδου στο Κυπριακό. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που βλέπουμε ενώπιόν μας έχουν αρκετά σκηνογραφική τοποθέτηση: Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηριακές θέσεις, η πρόθεση της ε/κ πλευράς να μην απωλέσει –έναντι τρίτων– το blame game για το αν η κα Ολγκίν αποτύχει να επαναφέρει τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η εμμονή Τατάρ –αλλά και Άγκυρας– να εκκινούν από μια πολύ σκληρή θέση προκειμένου να κερδίσουν διαπραγματευτικά οφέλη με απτό αποτύπωμα έναντι μιας πραγματικής επανόδου στο τραπέζι των συνομιλιών.
Η σκηνοθεσία επίσης θυμίζει short film: Μουσική που δεν ακούγεται, έλλειψη μεγάλων καρέ και μέτριο μοντάρισμα, και μια υπόθεση που την έχουμε δει πολλές φορές κινηματογραφικά ως πλοκή –αυτή που κανείς εν μέσω πολέμων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή δεν έχει απολύτως κανένα διακύβευμα για την επίλυση του Κυπριακού ακόμη κι αν το αδιέξοδό του πάει και στον 8ο και στον 9ο και στον 10ο χρόνο. Η συνειδητοποίηση αυτής της παραδοχής αν και σκληρή, είναι συνάμα ρεαλιστική –ίσως και λυτρωτική όπως συμβαίνει με όλα τα εργάκια που έχουν πάνω-κάτω την ίδια πλοκή. Ακριβώς σαν τις μικρού μήκους που φτιάχνουν οι φοιτητές σχολών κινηματογράφου.
Το αν το Κυπριακό λήξει όπως το γνωρίσαμε ιστορικά ως άλυτο πρόβλημα διεθνών σχέσεων στον 20ό αιώνα, είναι μια πραγματικότητα που έχει ενδιαφέρουσα σημειολογία στην επέτειο πενήντα χρόνων από το 1974 και την τουρκική εισβολή. Και είναι ένα πεδίο που κανείς δεν θα σπεύσει να αναλύσει ως προς τον συμβολισμό καθώς συμβαίνει, γιατί πιθανόν να μην υπάρχει αυτή η αντίληψη ούτε μεταξύ των πολιτικών ελίτ αλλά ούτε εντός της κυπριακής κοινωνίας σε ένα υγιώς σκεπτόμενο πλειοψηφικό ρεύμα. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί πως ως κοινωνία, ως πολιτικό σύστημα και σε επίπεδο ηγεσίας μπορούμε να σκεφτούμε –για σκοπούς επιβίωσης αλλά και πέραν τούτου– τα εναλλακτικά σχέδια.
Το Plan B. Προσοχή! Όχι ως προς τα σχέδια λύσης έναντι του προτεινόμενου πλαισίου με το οποίο δεν κατορθώσαμε να λύσουμε το Κυπριακό μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αλλά και από ανάγκη, μιας και στον σύγχρονο κόσμο τα δεδομένα στο διεθνές σύστημα και δη στα άλυτα προβλήματα διεθνών σχέσεων όχι μόνο επιταχύνονται αλλά και γιατί η βία, συχνά, επανέρχεται ως μέσο επίλυσης. Το είδαμε στην Ουκρανία και το παρακολουθούμε και στη γειτονιά μας μετά τις 7 Οκτωβρίου.
Το να εγκύψουμε συλλογικά πάνω από αυτή τη δημόσια συζήτηση τα επόμενα χρόνια, αποτελεί, επίσης, και μια χρυσή ευκαιρία για ένα σημειακό πείραμα: Που θα δοκιμάσει όχι μόνο την ωριμότητα όλων (πολιτών, κομμάτων, πολιτικών, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων, κ.λπ.) αλλά και τη συλλογική μας ικανότητα να συζητήσουμε νηφάλια, νούσιμα, ενεργητικά και με αυτοσεβασμό στο ερώτημα «τι στο διάβολο θα κάνουμε, αν δεν υπάρξει λύση του Κυπριακού σε βάθος δέκα, είκοσι, ακόμη και τριάντα χρόνων;». Είναι ένα ερώτημα κινηματογραφικό, βγαλμένο από μια πραγματικά συναρπαστική ταινία και όχι από ένα βαρετό φιλμ μικρομηκάδων. Και θα χρειαστεί να το θέσουμε.