
Harvard Health Publishing
Tα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για τα πιθανά οφέλη, αλλά και τους κινδύνους, μιας τακτικής αγωγής με χαμηλή δόση ασπιρίνης. Αν και η συζήτηση έχει επικεντρωθεί κυρίως στο κατά πόσο η λήψη χαμηλής δόσης ασπιρίνης μπορεί να προστατεύσει από την καρδιαγγειακή νόσο, ένα μέρος της έχει εστιάσει επίσης στον καρκίνο του μαστού. Μπορούν οι τακτικές δόσεις αυτού του μη συνταγογραφούμενου παυσίπονου να μειώσουν τον κίνδυνο αυτού του συχνού τύπου καρκίνου;
Για κάποιο διάστημα, υπήρχαν υπόνοιες ότι οι ενδείξεις είναι υπέρ αυτής της κατεύθυνσης. Το 2017, αυτό το πεδίο έρευνας, αν και δεν είχε καταλήξει ακόμη σε οριστικά συμπεράσματα, έδειχνε σχετικά ελπιδοφόρο. Για παράδειγμα, μελέτη του 2017 σε 57.000 γυναίκες, η οποία δημοσιεύθηκε στο Breast Cancer Research, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που ανέφεραν λήψη χαμηλής δόσης ασπιρίνης (81 mg) τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα είχαν 16% χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού συνολικά και 20% χαμηλότερο κίνδυνο για έναν συγκεκριμένο τύπο καρκίνου του μαστού ορμονικής προέλευσης.
Η εικόνα όμως άλλαξε το 2018, όταν οι υποστηρικτές αυτής της άποψης δέχτηκαν ψυχρολουσία από τρεις νέες μελέτες που έγιναν γνωστές, αναφέρει η δρ Kathryn M. Rexrode, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και επικεφαλής του Τμήματος Υγείας των Γυναικών στο Brigham and Women’s Hospital.
Αν και καμία από τις μελέτες δεν είχε σχεδιαστεί ειδικά για να εξετάσει τον καρκίνο του μαστού, διαπιστώθηκε ότι η θεραπεία με ασπιρίνη ενδέχεται να μην επιτυγχάνει τους στόχους πρόληψης, ενώ θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλεί και βλάβη. «Μετά το 2018, τα δεδομένα για την ασπιρίνη και την πρόληψη ήταν σίγουρα λιγότερο ευοίωνα», σχολιάζει η δρ Rexrode.
Η μελέτη ASPREE (Ασπιρίνη για τη μείωση των συμβάντων στους ηλικιωμένους) ήταν αυτή που προκάλεσε τις περισσότερες ανησυχίες, αναφέρει η δρ Rexrode. Περιλάμβανε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, τα οποία χωρίστηκαν με τυχαίο τρόπο σε ομάδες, ώστε να λάβουν είτε θεραπεία με ασπιρίνη είτε ένα ανενεργό δισκίο (εικονικό φάρμακο). Τα συνολικά ποσοστά θανάτου ήταν υψηλότερα στην ομάδα της ασπιρίνης, δηλώνει η δρ Rexrode, και η διαφορά αυτή οφειλόταν στους θανάτους από καρκίνο. «Αυτή ήταν η μελέτη που με έκανε να σταματήσω τη συνταγογράφηση ασπιρίνης σε ορισμένες περιπτώσεις», προσθέτει. «Έως το 2018, τα στοιχεία έδειχναν ότι, εφόσον κάποιος δεν έχει υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας, η θεραπεία με χαμηλή δόση ασπιρίνης ήταν μια λογική στρατηγική». Αλλά μετά τη συγκεκριμένη μελέτη άρχισε να πλανάται το φάντασμα της πιθανής βλάβης, μεταβάλλοντας την αναλογία οφέλους-κινδύνου, καταλήγει.
Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε εκείνο το έτος ήταν η ASCEND (Μελέτη των καρδιαγγειακών συμβάντων στον διαβήτη), η οποία ενέτεινε τις ανησυχίες. Περιλάμβανε άτομα τα οποία είχαν υψηλό κίνδυνο για καρδιοπάθεια λόγω διαβήτη, αλλά δεν είχαν καρδιαγγειακά προβλήματα στην έναρξη της μελέτης. Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα πιθανά καρδιολογικά οφέλη από τη χαμηλή δόση ασπιρίνης επισκιάζονταν από τους κινδύνους, οι οποίοι περιλάμβαναν σοβαρή αιμορραγία του στομάχου ή του εγκεφάλου που, σε πολλές περιπτώσεις, απαιτούσε εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Μια τρίτη μελέτη του 2018 ήταν η ARRIVE (Ασπιρίνη για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης αγγειακών συμβάντων), η οποία δημοσιεύθηκε στο The Lancet. Διαπίστωσε ότι η χαμηλή δόση ασπιρίνης δεν προσέφερε κανένα όφελος στην καρδιά ή στα αιμοφόρα αγγεία σε άτομα ηλικίας 55 έως 60 ετών τα οποία είχαν μέτριο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Ως αποτέλεσμα αυτών των μελετών, ορισμένοι οργανισμοί άλλαξαν τις συστάσεις τους σχετικά με τη θεραπεία με χαμηλή δόση ασπιρίνης. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) και το Αμερικανικό Κολέγιο Καρδιολογίας (ACC) κάνουν πλέον συστάσεις κατά της θεραπείας με χαμηλή δόση ασπιρίνης σε άτομα που είναι υγιή και δεν έχουν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου. Η αλλαγή σύστασης δεν ισχύει για τα άτομα που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο είτε έχουν υποβληθεί σε επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (bypass). Στα άτομα αυτά, η σύσταση για λήψη θεραπείας με χαμηλή δόση ασπιρίνης παραμένει η ίδια, σύμφωνα με την AHA και το ACC.
Λίγες ενδείξεις οφέλους
Πέραν των προβλημάτων που αναδείχθηκαν από τις μελέτες του 2018, τα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η χρήση χαμηλής δόσης ασπιρίνης μειώνει τον κίνδυνο του καρκίνου του μαστού είναι ανεπαρκή, δηλώνει η δρ Rexrode. Αν και ορισμένες μελέτες έδειξαν όφελος, οι υψηλής ποιότητας και πιο αξιόπιστες ερευνητικές μελέτες –τυχαιοποιημένες μελέτες, όπως η Μελέτη για την Υγεία των Γυναικών– δεν το επιβεβαίωσαν, επισημαίνει η δρ Rexrode.
Χωρίς πειστικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η χαμηλή δόση ασπιρίνης παρέχει οφέλη, είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η χρήση της τη στιγμή που υπάρχουν ενδεχόμενοι σοβαροί κίνδυνοι.
Στάθμιση των στοιχείων
Δεδομένων των παραπάνω, είναι πολύ νωρίς για να συστήσουμε τη θεραπεία με χαμηλή δόση ασπιρίνης μόνο και μόνο για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού.
«Σίγουρα δεν διαθέτουμε τα δεδομένα που θα θέλαμε να έχουμε για να λάβουμε την απόφαση να συστήσουμε τη χρήση χαμηλής δόσης ασπιρίνης σε επίπεδο πληθυσμού για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού», δηλώνει η δρ Rexrode. «Από όσο μπορώ να γνωρίζω, οι ειδικοί στον καρκίνο του μαστού δεν συνιστούν τη χρήση ασπιρίνης για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού, ακόμη και στις γυναίκες υψηλού κινδύνου. Χωρίς πιο πειστικά στοιχεία, δεν θα συνιστούσα κάτι τέτοιο σε ασθενή προς το παρόν».
Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η θεραπεία με χαμηλή δόση ασπιρίνης έχει πράγματι κάποια αξία για ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών. Για παράδειγμα, η χρήση της μπορεί να δικαιολογείται στα άτομα με υψηλό κίνδυνο για έναν τύπο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου που ονομάζεται ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και το οποίο προκαλείται από την απόφραξη μιας αρτηρίας που τροφοδοτεί με αίμα τον εγκέφαλο – με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει υψηλός κίνδυνος αιμορραγίας.
Η χαμηλή δόση ασπιρίνης μπορεί επίσης να ωφελήσει τις γυναίκες που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο λόγω θρόμβου αίματος.
Πώς να μειώσετε τον κίνδυνο
Αφού, λοιπόν, η ζυγαριά δεν γέρνει υπέρ της χρήσης χαμηλής δόσης ασπιρίνης για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού, υπάρχει κάτι που μπορείτε να κάνετε για να μειώσετε τον κίνδυνο;
Παρότι κάποιοι παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό σας –όπως το οικογενειακό ιστορικό ή η ηλικία έναρξης της εμμηνόρροιας ή της εμμηνόπαυσης–, υπάρχουν κάποιοι άλλοι στους οποίους μπορείτε να παρέμβετε.
Ο πρώτος είναι η κατανάλωση αλκοόλ. Για να μειώσετε τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, περιορίστε το αλκοόλ ή κόψτε το τελείως.
«Αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι τα άτομα που πίνουν πάνω από επτά αλκοολούχα ποτά την εβδομάδα έχουν υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού», δηλώνει η δρ Rexrode. Και το πραγματικό όριο μπορεί να είναι πολύ χαμηλότερο – μόλις τρία ποτά την εβδομάδα.
Το αλκοόλ μεταβολίζεται στο ήπαρ (συκώτι), το οποίο παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη σύνθεση ορμονών εντός του οργανισμού, εξηγεί η δρ Rexrode. Η κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να επηρεάσει αυτή τη διαδικασία, αυξάνοντας το επίπεδο των οιστρογόνων (των θηλυκών ορμονών) στο αίμα, κάτι που οι ειδικοί έχουν αναγνωρίσει ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του μαστού.
Eρευνες έχουν δείξει υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα γυναικών που πίνουν τακτικά. Τα επίπεδα των κυκλοφορούντων οιστρογόνων είναι υψηλότερα στις γυναίκες που πίνουν επτά ή περισσότερα ποτά την εβδομάδα και μπορεί να είναι αυξημένα ακόμη και σε γυναίκες που πίνουν μόλις τρία ποτά την εβδομάδα, αναφέρει η δρ Rexrode. Η ίδια επίδραση παρατηρείται και στους άνδρες. Οι άνδρες που πίνουν πολύ έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μια πάθηση που ονομάζεται γυναικομαστία (διόγκωση των μαστών), λόγω των ορμονικών επιδράσεων του αλκοόλ στον οργανισμό, εξηγεί.
«Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μια κουλτούρα στην οποία το αλκοόλ είναι αποδεκτό. Αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μέρος του κοινωνικού ιστού της κοινωνίας μας», παρατηρεί η δρ Rexrode. Ως αποτέλεσμα, μπαίνουμε στον πειρασμό να αγνοήσουμε ή να υποβαθμίσουμε αυτόν τον κίνδυνο. Ωστόσο, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να το παραδεχτούμε, η συσχέτιση μεταξύ αλκοόλ και καρκίνου του μαστού είναι καλά τεκμηριωμένη.
«Είναι σαφές ότι το αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο και χώνουμε το κεφάλι μας στην άμμο γιατί δεν θέλουμε να το ακούσουμε», σχολιάζει η δρ Rexrode. «Σε όλες τις γυναίκες ασθενείς μου λέω ότι ένας από τους πλέον τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού είναι η κατανάλωση αλκοόλ». Ο στόχος θα πρέπει να είναι να μην υπερβαίνουμε τα επτά ποτά την εβδομάδα – αν είναι λιγότερα, ακόμη καλύτερα. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία συνιστά πλέον στις γυναίκες να κόψουν εντελώς το αλκοόλ για να μειώσουν τον κίνδυνο για καρκίνο.
Επιπρόσθετα στη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, μπορείτε ίσως επίσης να μειώσετε τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού αυξάνοντας τη σωματική δραστηριότητα και διατηρώντας υγιές βάρος, δηλώνει η δρ Rexrode. Τα λιποκύτταρα μπορούν να παράγουν οιστρογόνα και αυτή είναι η πιθανή αιτία του αυξημένου κινδύνου για καρκίνο του μαστού στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.