
ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε ομόφωνα την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του 2020 στην υπόθεση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Εφεσείουσα) κατά του Σταύρου Χατζηκυριάκου (Εφεσίβλητου), το οποίο είχε ακυρώσει διοικητικό πρόστιμο €25.000 που είχε επιβληθεί λόγω παράνομης συγκρότησης της επιτροπής αφού το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης διορισμού μέλους του Συμβουλίου της Επιτροπής δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί τα προσόντα του αρκούσαν για διορισμό.
Σημειώνεται ότι το 2017 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε στον εφεσίβλητο διοικητικό πρόστιμο ύψους €20.000 για παράβαση του Άρθρου 139 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, Ν. 144(Ι)/2007 και διοικητικό πρόστιμο ύψους €25.000 για μη συμμόρφωση με την παράγραφο 9(1) της Οδηγίας ΟΔ 144-2007-01 του 2012 για τις Προϋποθέσεις Χορήγησης Άδειας και Λειτουργίας ΚΕΠΕΥ.
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Αρκούσε για να κριθεί η προσφυγή του, αλλά και επιβαλλόταν, κατά πρώτο να αποφασιστεί ο λόγος ακύρωσης ότι ένα εκ των μελών του Συμβουλίου της Επιτροπής, ο κ. Κύπρος Ιωαννίδης, δεν διέθετε «εγνωσμένη πείρα και κατάρτιση στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά», προσόν απαιτούμενο εκ του Νόμου.
Σημειώνεται ότι η απόφαση για διορισμό του κ. Ιωαννίδη λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 22.9.2014 μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, με το Υπουργικό Συμβούλιο να κρίνει ότι ο κ. Ιωαννίδης πληρούσε τις πρόνοιες των περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμων για διορισμό του ως μέλος του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρεται, αφού σημείωσε ότι από το βιογραφικό του κ. Ιωαννίδη προκύπτει πως πρόκειται για αξιόλογο και ικανό νομικό, έκρινε ότι «δεν αποδεικνύεται η απαίτηση του Νόμου για εγνωσμένη πείρα και κατάρτιση στην χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά. Η ενασχόληση του με ζητήματα εταιρικού δικαίου μπορεί να εκληφθεί ως συναφής, αλλά δεν είναι εξειδικευμένη ως ο Νόμος απαιτεί σε θέματα χρηματαγοράς και κεφαλαιαγοράς και μάλιστα στο βαθμό της κατοχής αναγνωρισμένης πείρας και κατάρτισης".
"Το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης διορισμού του κ. Ιωαννίδη περιορίστηκε στην περιγραφή των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων του χωρίς να αιτιολογήσει, ως όφειλε, πώς τα προσόντα αυτά - τα οποία δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ικανοποιούν το ψηλό επίπεδο εξειδίκευσης που απαιτεί ο Νόμος - αρκούν για τον διορισμό του εν λόγω προσώπου. Συνεπώς, η συγκρότηση της καθ’ ης η αίτηση κρίνεται παράνομη και ως τέτοια οδηγεί σε εξ υπαρχής ακύρωση της διαδικασίας χωρίς την ανάγκη εξέτασης του άλλου λόγου ακύρωσης που αφορά στην έλλειψη αιτιολογίας.»
Το Ανώτατο σημειώνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόταν στον πρώτο λόγο ακύρωσης με τον οποίο προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 13.2.2017 ήταν αναιτιολόγητη.
Ως αποτέλεσμα, αναφέρει, με τον μοναδικό λόγο έφεσης προσβλήθηκε το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η συγκρότηση της Επιτροπής ήταν παράνομη καθότι από το βιογραφικό του κ. Ιωαννίδη δεν αποδεικνύεται η απαίτηση του Νόμου για εγνωσμένη πείρα και κατάρτιση, και ότι το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης διορισμού δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί τα προσόντα του αρκούσαν για διορισμό.
Αγορεύοντας η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι από το βιογραφικό σημείωμα επιβεβαιώνεται η εκτεταμένη κατάρτιση και εμπειρία του κ. Ιωαννίδη σε θέματα εταιρικού δικαίου στα οποία περιλαμβάνεται η κεφαλαιαγορά και η χρηματαγορά. Το ζητούμενο, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας, δεν είναι το κατά πόσον η πείρα και η κατάρτιση του συγκεκριμένου μέλους συναρτάται αποκλειστικά με την χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά, ούτε και ζητείται κάτι τέτοιο από το Νόμο.
Ζητούμενο, προστίθεται, είναι το κατά πόσο η πείρα και η κατάρτιση που διαθέτει είναι τέτοια ώστε εύλογα να μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχει την απαιτούμενη πείρα και κατάρτιση στην χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά.
"Τέτοια πείρα και κατάρτιση αποκτάται με την ενασχόληση με τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά και με το σχετικό νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εταιρείες αυτές και τη λειτουργία τους. Επομένως, ένα πρόσωπο όπως ο κ. Ιωαννίδης, με ιδιαίτερη εξειδίκευση στον τομέα των εταιρειών, ασφαλώς και έχει την απαιτούμενη πείρα και κατάρτιση. Αρκεί απλή ανάγνωση των περιεχομένων του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, για να διαπιστώσει κανείς με ευκολία τη συνάρτηση και αλληλεξάρτηση της ενασχόλησης και πείρας με το δίκαιο των εταιρειών και της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς".
Τούτο αναφέρεται, επιβεβαιώνεται και από το προοίμιο του περί Εταιρειών Νόμου που περιλαμβάνει και εναρμόνιση ευρωπαϊκών διατάξεων άρρηκτα συνδεδεμένων με την χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά. "Συνεπώς η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο ασχολήθηκε ειδικά με τα προσόντα και την πείρα του κ. Ιωαννίδη, ήταν καθόλα εύλογα επιτρεπτή ώστε να καθίσταται ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε παρέμβαση του δικαστηρίου στην κρίση του. To πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορούσε να προβεί το ίδιο, όπως έπραξε, σε πρωτογενή κρίση και να υποκαταστήσει την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου".
Από πλευράς εφεσιβλήτου δεν αμφισβητήθηκε, αντιθέτως αναγνωρίστηκε, ότι ο κ. Ιωαννίδης είναι πρόσωπο ανωτάτου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας. Υποβλήθηκε όμως ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περιλαμβάνει μόνο τα προσόντα του κ. Ιωαννίδη και απλώς το συμπέρασμα ότι «κρίνεται ως ικανός να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών των περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμων.» Ενώ θα έπρεπε, αναφερεται, να περιλαμβάνει τους λόγους οι οποίοι ήταν ικανοί να εντάξουν την πείρα και τα προσόντα του, τα οποία ήταν νομικής και εταιρικής υφής, εντός της απαιτούμενης από τον Νόμο έννοιας της «εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στην χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά». Τα όσα εισηγούνται με την αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της άλλης πλευράς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον η αναγκαία υπαγωγή θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εν όψει του κενού αυτού δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παρέμβαση στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης για το εύλογα επιτρεπτό, αναφέρεται.
Επιπρόσθετα, η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι σε αντίθεση με την υπόθεση Exxon Mobil Cyprus Ltd κ.α. ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2011) 3 AAΔ 449, όπου ο διορισμός του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού κρίθηκε παράνομος, εφόσον στα έγγραφα διορισμού του δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά στα απαιτούμενα από τον νόμο προσόντα και ουδεμία αιτιολογία είχε δοθεί αναφορικά με την κατοχή τους από τον Πρόεδρο, εν προκειμένω το Υπουργικό Συμβούλιο ασχολήθηκε ειδικά με τα προσόντα και την πείρα του κ. Ιωαννίδη.
"Η αναφορά όμως ήταν απλώς λεκτική. Ελλείπει οποιαδήποτε κρίση ως προς το κατά πόσον η «πείρα» του συγκεκριμένου προσώπου αποτελούσε «εγνωσμένη πείρα», όπως ο Νόμος απαιτεί στην χρηματαγορά και κεφαλαιαγορά, ήτοι «γνώση που αποκτάται όχι θεωρητικά, αλλά στην πράξη κατά την εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων που κατέχει κάποιος ή με την εξάσκηση», ή, κατά τη νομολογία μας, «πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας»"
Ελλείπει, παράλληλα, αναφέρει, οποιαδήποτε κρίση ως προς το κατά πόσον η «κατάρτιση» του συγκεκριμένου προσώπου, όρος που αναφέρεται σε σπουδές,3 αποτελούσε «κατάρτιση» στην χρηματαγορά και κεφαλαιαγορά όπως ο Νόμος απαιτεί. Χωρίς τέτοια υπαγωγή, όχι απλώς καταγραφή, των προσόντων του συγκεκριμένου προσώπου στα απαιτούμενα από τον Νόμο προσόντα από το Υπουργικό Συμβούλιο καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Αυτή ήταν η έννοια της πρωτόδικης απόφασης και όχι ότι προχώρησε το ίδιο το δικαστήριο σε ουσιαστική αξιολόγηση των προσόντων και της πείρας του κ. Ιωαννίδη υποκαθιστώντας την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η παραπάνω διαπίστωση καθιστά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου πάσχουσα, την συγκρότηση της Επιτροπής παράνομη και τον διορισμό του κ. Ιωαννίδη άκυρο. Όπως σωστά υπέδειξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, αναφέρει.
Με το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας τέθηκε στο τέλος ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για λόγους που αφορούσαν σε παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής λόγω του κ. Ιωαννίδη, αφού το συγκεκριμένο μέλος δεν συμμετείχε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 13.2.2017, εφόσον τότε δεν αποτελούσε μέλος της Επιτροπής. Συνεπώς ακόμα και αν η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν παράνομη δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως προς τούτο η άλλη πλευρά απάντησε ότι τέτοιο ζήτημα δεν προβλήθηκε και δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως. Άρα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο έφεσης.
Εν πάση περιπτώσει, αναφέρει, ούτε ως λόγος έφεσης έχει τεθεί. Παρά ταύτα ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσιβλήτου απάντησε και επί της ουσίας, υποδεικνύοντας ότι ο κ. Ιωαννίδης είχε συμμετάσχει σε προκαταρκτικές αποφάσεις οι οποίες μαζί με την τελική, στην οποία έχουν ενσωματωθεί, αποτελούν τη σύνθετη διοικητική ενέργεια η οποία προσβλήθηκε. Δεν θα επεκταθούμε, εφόσον το ζήτημα δεν ήταν ποτέ επίδικο.
Το Ανώτατο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Απέρριψε την έφεση με €3.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας.