
Μέσα στα πέτρινα δρομάκια του Πετοράνο σουλ Τζίτσιο, ενός μεσαιωνικού χωριού στις πλαγιές των Απεννίνων, οι αρκούδες δεν είναι πια φόβος. Είναι οικογένεια. Εκεί όπου κάποτε η εγκατάλειψη και η ερήμωση σκίαζαν κάθε στενό, σήμερα η παρουσία των καφέ αρκούδων (Ursus arctos marsicanus) έχει αποδειχθεί αιτία αναγέννησης της κοινότητας.
Το χωριό, που ανήκει στο δίκτυο των «Ομορφότερων Χωριών της Ιταλίας», είχε φτάσει από τους 5.000 κατοίκους το 1920 στους 390 στις αρχές του 2020. Πολλά σπίτια παραμένουν κλειδωμένα από τον προηγούμενο αιώνα και οι πινακίδες «Πωλείται» είναι σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο παλιές, που το τηλέφωνο δεν ισχύει πια. Ωστόσο, εκεί που άλλα χωριά της περιοχής βιώνουν την απόλυτη ερήμωση, το Πετοράνο έχει βρει τη δική του «σανίδα σωτηρίας» και ανάκαμψης: τις αρκούδες.
Από τη σύγκρουση στη συνύπαρξη
Πριν από μια δεκαετία, οι σχέσεις με τις αρκούδες ήταν τεταμένες. Η «Πεπίνα», μια μεγαλόσωμη αρκούδα 135 κιλών, είχε γίνει γνωστή για τις καταστροφές που προκαλούσε: επιθέσεις σε κοτέτσια, κυψέλες και περιβόλια. Το 2014, ένας αγρότης σκότωσε ένα νεαρό αρσενικό αφού είχε επιτεθεί στις κότες του. Παρότι υποστήριξε ότι δέχθηκε επίθεση, δεν έχει καταγραφεί ποτέ θάνατος ανθρώπου από αρκούδα αυτού του είδους που είναι γενικά «ντροπαλό και ειρηνικό» ζώο.
Το γεγονός προκάλεσε κοινωνικό ρήγμα, αλλά και ένα σημείο καμπής. Οπως λέει ο Μάριο Τσιπολόνε από τον οργανισμό Rewilding Apennines, «υπήρχε ένα αρνητικό κλίμα απέναντι στις αρκούδες. Επρεπε να δράσουμε με πιο πρακτικό τρόπο».
Το πρώτο χωριό «φιλικό στις αρκούδες»
Το 2015, το Πετοράνο έγινε η πρώτη «κοινότητα φιλική προς τις αρκούδες» στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν ηλεκτροφόρες περιφράξεις σε περισσότερες από 100 ιδιοκτησίες για την προστασία μελισσιών και κοτετσιών, τοποθετήθηκαν ανθεκτικοί κάδοι απορριμμάτων, ενώ διανεμήθηκαν οδηγοί για την ασφαλή συνύπαρξη ανθρώπων και αρκούδων. Οι κάτοικοι εκπαιδεύτηκαν να μην αφήνουν τροφές έξω, να μαζεύουν τα φρούτα από το έδαφος και να κρατούν τα απορρίμματα εντός σπιτιού μέχρι την αποκομιδή.
Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Oι ζημιές από αρκούδες μειώθηκαν κατά 99%, ενώ από το 2020 δεν έχει καταγραφεί καμία καταστροφή. Η «διάδοχος» της Πεπίνα, η αρκούδα «Μπάρμπαρα», συνεχίζει να περιφέρεται στους δρόμους του χωριού με τα μικρά της – αλλά πλέον χωρίς να προκαλεί ζημιές.
«Τα κάναμε όλα ανθεκτικά προς τις αρκούδες», λέει γελώντας ο Τσιπολόνε. Και φαίνεται ότι αυτή η ισορροπία έχει κερδίσει και τις αρκούδες και τους ανθρώπους.
Από τη φύση, ξανά στη ζωή
Αυτό το πρωτοποριακό μοντέλο έχει τραβήξει το βλέμμα ολόκληρης της Ευρώπης. Σήμερα, 18 κοινότητες σε όλη την ήπειρο εφαρμόζουν παρόμοια προγράμματα με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Ομως η πιο εντυπωσιακή αλλαγή είναι το πώς οι αρκούδες έφεραν πίσω τους ανθρώπους στο σχεδόν εγκαταλελειμμένο χωριό.
Η περιβαλλοντολόγος και δημοσιογράφος Βαλερία Μπάρμπι επισκέφθηκε το Πεττοράνο τον Οκτώβριο και… δεν ξαναέφυγε. «Αυτό το μέρος με έκανε να ξαναλάμψω», λέει. «Ημουν απογοητευμένη από την κατάσταση του περιβάλλοντος παγκοσμίως, αλλά εδώ ένιωσα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, ότι υπάρχουν καλές πρακτικές που λειτουργούν».
Το ίδιο πιστεύει και η Μιλένα Τσικολέλα, ιδιοκτήτρια του εστιατορίου Il Torchio, που ενσωμάτωσε χορτοφαγικές επιλογές στο μενού για να προσελκύσει τους “φυσιολάτρες” ταξιδιώτες. «Τα γεγονότα που σχετίζονται με την αναζωογόνηση της φύσης ήταν σωτήρια, οικονομικά και κοινωνικά», λέει.
Ενας νέος παλμός στο χωριό
Η άφιξη νέων κατοίκων και τουριστών δίνει ξανά ζωή στο χωριό. Σύμφωνα με στοιχεία του συνεταιρισμού Valleluna, οι διανυκτερεύσεις αυξήθηκαν από περίπου 250 το 2020 σε πάνω από 2.400 το 2023. Ο πρόεδρος του συνεταιρισμού, Μάριο Φινοκί, τονίζει πως «δεν έχει σημασία μόνο ο τουρισμός, αλλά το να ζουν εδώ νέοι άνθρωποι που εμπλουτίζουν πολιτιστικά και κοινωνικά τον τόπο».
Ενα από τα στέκια τους είναι το La Pizzicheria Di Costantino, όπου ο ιδιοκτήτης Μασιμιλιάνο ντελ Σινιόρε προσφέρει τοπικά αλλαντικά, τυριά και μπίρα με θέμα… τις αρκούδες. «Ηρθαμε για τη φύση, την ηρεμία και τους ανθρώπους», λέει. «Ερωτευτήκαμε τον τόπο και επενδύσαμε εδώ. Δεν είναι μόνο ο τουρισμός. Είναι το να κάνεις τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι μπορούν να ζήσουν εδώ μια καλή ζωή».
Με πληροφορίες από Guardian