
Harvard Health Publishing
Χάρη στις εξελίξεις στην έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία, τα άτομα με καρκίνο ζουν πολύ περισσότερο από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες. Ωστόσο, όσοι έχουν επιβιώσει από καρκίνο θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο καρκίνος και οι θεραπείες του μπορούν να βλάψουν την υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.
Οι ερευνητές μελέτησαν περισσότερους από 840.000 ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων περίπου 69.000 ατόμων που είχαν επιβιώσει από καρκίνο, προκειμένου να εξετάσουν πόσο «γερνάει» η καρδιά εξαιτίας του καρκίνου.
Διαπίστωσαν ότι η καρδιά των ενήλικων ανδρών που είχαν λάβει αντικαρκινική θεραπεία έμοιαζε να είναι 8,5 χρόνια πιο γερασμένη σε σχέση με την πραγματική τους ηλικία, ενώ η καρδιά των γυναικών που είχαν επιβιώσει από καρκίνο έμοιαζε να είναι 6,5 χρόνια πιο γερασμένη.
«Τα ευρήματα υποστηρίζουν την άποψη ότι οι τυποποιημένες μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για να προβλέψουμε την εμφάνιση καρδιοπάθειας ίσως δεν είναι σχεδιασμένες για άτομα που έχουν λάβει αντικαρκινική θεραπεία», δηλώνει ο δρ Tomas Neilan, διευθυντής του καρδιο-ογκολογικού προγράμματος στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Massachusetts General Hospital.
Για παράδειγμα, οι γιατροί χρησιμοποιούν συχνά έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή (σαν αυτόν στην ιστοσελίδα www.health.harvard.edu/ascvd) για να υπολογίσουν την πιθανότητα ενός ατόμου να υποστεί καρδιακή προσβολή ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο τα επόμενα δέκα χρόνια.
Η βαθμολογία που προκύπτει χρησιμοποιείται για να αποφασιστεί κατά πόσο κάποια άτομα πρέπει να λάβουν στατίνη για μείωση του κινδύνου καρδιοπάθειας. (Τα περισσότερα από τα άτομα που έχουν ήδη υποστεί καρδιακή προσβολή ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή έχουν διαβήτη λογικά λαμβάνουν ήδη στατίνη – η χρήση του υπολογιστή προορίζεται για τα άτομα που δεν έχουν αυτές τις παθήσεις.)
Στο μεταξύ, άλλη έρευνα εξετάζει τον ρόλο των στατινών στη διάρκεια της αντικαρκινικής θεραπείας και μετά από αυτήν (βλ. «Στατίνες και καρκίνος»).
Ο καρκίνος ως παράγοντας ενίσχυσης του κινδύνου
Σήμερα, οι κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν ότι οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο χορήγησης στατίνης στα άτομα που έχουν βαθμολογίες κινδύνου πάνω από 5% και τα οποία έχουν επίσης έναν ή περισσότερους παράγοντες ενίσχυσης του κινδύνου.
Στους παράγοντες ενίσχυσης του κινδύνου περιλαμβάνονται το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιοπάθειας και παθήσεων όπως η χρόνια νεφρική νόσος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα – αλλά όχι ο καρκίνος.
«Ίσως πρέπει να δούμε τον καρκίνο ως έναν παράγοντα αύξησης του κινδύνου, δεδομένου ότι είναι γνωστό πώς η νόσος και οι θεραπείες της επηρεάζουν την καρδιά», δηλώνει ο δρ Neilan.
Όταν ο ίδιος και οι συνάδελφοί του εφάρμοσαν τον υπολογιστή κινδύνου σε άτομα που είχαν λάβει θεραπεία για καρκίνο κεφαλής και τραχήλου (λαιμού), διαπίστωσαν ότι η πραγματική συχνότητα εμφάνισης καρδιοπάθειας ήταν τρεις φορές υψηλότερη από αυτήν που προέβλεψε ο υπολογιστής κινδύνου, σχολιάζει.
Ο καρκίνος και η καρδιοπάθεια έχουν ορισμένους κοινούς υποκείμενους παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα και την παχυσαρκία. Ωστόσο, στα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, καθώς και της μελέτης του CDC, ελήφθησαν υπόψη οι κλασικοί παράγοντες κινδύνου για καρδιοπάθεια, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος, του δείκτη μάζας σώματος, της αρτηριακής πίεσης και του διαβήτη, παρατηρεί ο δρ Neilan. Το κάπνισμα είναι ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για καρκίνους κεφαλής και τραχήλου, οι οποίοι αφορούν το στόμα, τη μύτη και τον λαιμό. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, οι καρκίνοι αυτοί έχουν συνδεθεί όλο και περισσότερο με τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), επισημαίνει.
Οι τάσεις για ανοσοθεραπεία
Τα τελευταία χρόνια, η θεραπεία κατά του καρκίνου έχει μετατοπιστεί από την κλασική κυτταροτοξική χημειοθεραπεία (τη θεραπεία που σκοτώνει κύτταρα) προς θεραπείες που έχουν ως στόχο βιολογικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον καρκίνο.
Ορισμένες αναστέλλουν κάποια βιολογικά σήματα τα οποία επιτρέπουν στα καρκινικά κύτταρα να αυξάνονται, ενώ άλλες ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα έτσι ώστε να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα. Η πρώτη θεραπεία που βασιζόταν στο ανοσοποιητικό σύστημα εγκρίθηκε πριν από περίπου μία δεκαετία.
Σήμερα, όμως, τέτοιου τύπου θεραπείες έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερους από 50 τύπους καρκίνου, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 36% του συνόλου των καρκίνων, δηλώνει ο δρ Neilan.
Οι περισσότερες από αυτές τις θεραπείες ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων αναστολέων των ανοσολογικών σημείων ελέγχου, που συνήθως προκαλούν ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως εξάνθημα ή διάρροια.
Κάποιες φορές, όμως, οι θεραπείες αυτές προκαλούν αυτοάνοση αντίδραση εναντίον διάφορων οργάνων του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς. Φλεγμονή της καρδιάς (μυοκαρδίτιδα) παρατηρείται μόνο στο 0,5-1% των περιστατικών, αλλά έχει πολύ υψηλό ποσοστό θνητότητας. Άλλες πιθανές επιπλοκές είναι οι καρδιακές προσβολές και οι διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.
Ο έγκαιρος εντοπισμός και η έγκαιρη παρέμβαση μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτών των καρδιολογικών προβλημάτων. «Η αλήθεια είναι ότι δεν θα είχα δουλειά εάν οι ογκολόγοι δεν ήταν τόσο αποτελεσματικοί στο να κρατούν τους ανθρώπους ζωντανούς», δηλώνει ο δρ Neilan.
Με λίγα λόγια: Εάν λαμβάνετε ή έχετε λάβει αντικαρκινική θεραπεία, να έχετε τον νου σας για τυχόν νέα καρδιολογικά συμπτώματα στη διάρκεια της θεραπείας και μετά από αυτήν και να τα αναφέρετε αμέσως στον γενικό σας γιατρό ή στον ογκολόγο.
Τα συχνότερα συμπτώματα είναι δύσπνοια, αδυναμία, κόπωση και γρήγορος, ακανόνιστος καρδιακός παλμός.
Στατίνες και καρκίνος
Μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι οι γυναίκες που λάμβαναν ήδη στατίνες στη διάρκεια της χημειοθεραπείας για καρκίνο του μαστού είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια σε σύγκριση με αυτές που δεν λάμβαναν στατίνες. Σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη κλινικές μελέτες που ελέγχουν περαιτέρω αυτή την παρατήρηση. Επίσης, μια ανασκόπηση του 2015 που περιλάμβανε συνολικά σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα με καρκίνο (μεταξύ άλλων, καρκίνο του παχέος εντέρου, του προστάτη και του μαστού) διαπίστωσε ότι η χρήση στατινών, είτε πριν είτε μετά από διάγνωση καρκίνου, συνδεόταν με μεγαλύτερη επιβίωση.