«Γνώση + Γούστο = Κριτική». Η φράση ανήκει στον αρχισυντάκτη του περίφημου New York Review Of Books, Daniel Mendelsohn. Ο Mendelsohn κατασκευάζει ένα απλουστευτικό σύστημα οριοθέτησης των περιεχομένων που διαμορφώνουν την έννοια της κριτικής ανάλυσης. Η δομή της εξίσωσης, ωστόσο, μας επιτρέπει να εξετάσουμε το πώς νοηματοδοτούνται οι τρεις κατηγορίες διαμέσου ετερόκλητων τόπων και χρόνων. Αρχικά να αναφέρω ότι και οι τρεις κατηγορίες προσαρμόζονται στις εννοιολογικές προσεγγίσεις δημιουργών και καταναλωτών πολιτιστικών προϊόντων, οι οποίοι εισέρχονται στην εξίσωση από εντελώς διαφορετικά σημεία εισόδου. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε και τον ρόλο του πολιτιστικού μάρκετινγκ, το οποίο αποτελεί βασικό παράγοντα βιωσιμότητας και ανάπτυξης, ενώ παράλληλα λειτουργεί και σαν μηχανισμός αποκειμενοποίησης σε πολλά περιεχόμενα.
Ας εξετάσουμε τις κατηγορίες. Η γνώση δεν μπορεί παρά να είναι τοποθετημένη γνώση, γνώση από συγκεκριμένη θέση δηλαδή, η οποία κατασκευάζεται με όρους σύνθεσης και ανασύνθεσης. Η συχνή αναπαραγωγή της φράσης του Miguel de Unamuno για τον «φασισμό που θεραπεύεται με το διάβασμα» αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα σύνθεσης που έχει ως βασικό στόχο την αισθητικοποίηση και όχι την ουσιαστική ανάδειξη των θεμάτων. Σε πραγματικό χρόνο, το περιεχόμενο της φράσης καταρρέει, καθώς οι λέξεις γεμίζουν με διαφορετικά νοήματα ανάλογα με τις συνθήκες και τους ανθρώπους που τις χρησιμοποιούν. Η γνώση, λοιπόν, δεν μπορεί να νοηματοδοτείται ως κενή συμβολοποίηση, αφού σημασία έχει το τι επιλέγουμε να διαβάσουμε και κυρίως το πώς ερμηνεύουμε αυτό που διαβάζουμε –ας μην ξεχνάμε και όλες εκείνες τις περιπτώσεις αλλοίωσης του περιεχομένου σπουδαίων λογοτεχνικών έργων και την εργαλειοποίησή τους από φασιστικές ατζέντες. Από την άλλη, το προσωπικό γούστο αποτελεί πάντα μία συνειρμική λειτουργία που δημιουργεί αφηγηματικές πραγματικότητες γεμάτες από ιεραρχίες και διογκώσεις. Δεν υπάρχει τίποτα το ενιαίο ή το σταθερό στη σύνθεση του προσωπικού γούστου και το να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ξεμάθει και να μετακινηθεί είναι το αποτέλεσμα κριτικής σκέψης και προόδου.
Πώς ερχόμαστε λοιπόν στην κριτική; Θα έλεγα ότι είναι απαραίτητη μια μεθοδολογία που να αναδεικνύει την τυπολογία των σχέσεων ανάμεσα στη θεωρία και τους θεσμούς. Επιπλέον, χρειαζόμαστε ουσιαστική επανανοηματοδότηση της έννοιας της αρνητικής κριτικής, η οποία απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο για το πολιτιστικό τοπίο της Κύπρου. Σε έναν μικρό τόπο περιορισμένης πολιτιστικής παραγωγής είναι αναμενόμενο να εκδηλώνονται αμυντικές συμπεριφορές και να καλλιεργούνται σχέσεις εξάρτησης. Οι κριτικοί υπάγονται στους νόμους που διέπουν τον χώρο εργασίας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Razmig Keucheyan. Οι καλλιτέχνες κατασκευάζονται ως «άλλοι», είτε ως χομπίστες, περιττοί σε ένα κοινωνικό σύστημα ιεράρχησης είτε ως ωραιοποιημένα σύμβολα συσσωρευμένης υπεραξίας. Η αρνητική κριτική νοηματοδοτείται ως επίκριση, ως επίθεση στη βιοποριστική δυνατότητα του καλλιτέχνη, ως προσπάθεια ακύρωσης, ως προδιάθεση αρνητικότητας, οι κριτικοί που επιχειρούν να αναδείξουν τα κενά απομονώνονται στον δημόσιο λόγο, άλλοι επιλέγουν να αγνοήσουν τα προβλήματα σε παραστάσεις και βιβλία, παρακολουθούμε ουσιαστικά ένα τελετουργικό απόδοσης ευσήμων ή σιωπής.
Μια κουλτούρα, ωστόσο, που μόνο ζητωκραυγάζει για τα επιτεύγματά της δεν είναι κουλτούρα σκέψης αλλά κουλτούρα μάρκετινγκ. Η αρνητική κριτική είναι μια μορφή αντίστασης, ο εμπεριστατωμένος κριτικός έλεγχος είναι ποιότητα ευεργετική για την πρόοδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εδώ να τονίσω ότι υπάρχει σωστός τρόπος για να ασκήσουμε αρνητική κριτική: δεν μπορεί να είναι «ad hominem», δεν μπορεί να έχει χαρακτηριστικά ναρκισσιστικής υψηλής εποπτείας. Πράγματι, θα έλεγα οτι η σωστή, αρνητική κριτική διαμορφώνει μεθοδολογία και εκπαιδεύει για το πώς να μην μας αρέσει κάτι. Είναι ζωτικής σημασίας το να μπορούμε να δηλώσουμε δημόσια τις ενστάσεις και τους προβληματισμούς μας. Ο ρόλος της κριτικής δεν είναι ούτε να καθησυχάζει, ούτε να χαϊδεύει. Είναι ζωτικής σημασίας η επαγγελματική, δημόσια, λογοτεχνική και πολιτιστική κριτική να παραμείνει ανεξάρτητη.
*Ο κ. Χαράλαμπος Σωφρονίου κατέχει διδακτορικό τίτλο στις Σπουδές Φύλου (Phd in Gender Studies) από το Πανεπιστήμιο του Νότινγκαμ (University of Nottingham).